ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ. Απ’ την επανοίκιση του νησιού μέχρι σήμερα.

ΣΑΜΟΣ Καρτ ποστάλ

                                           ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ.

                  Απ’ την επανοίκιση του νησιού μέχρι σήμερα.

   Κατά τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής εποχής με τους λιγοστούς κατοίκους, λόγω πειρατείας, και την λεγόμενη ερήμωση που ακολούθησε, η Σάμος, απαλλαγμένη απ’ την έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα, είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αναπτυχθούν πολύ μεγάλα δάση που έφταναν μέχρι τη θάλασσα.

    Επικρατούσαν τα πευκοδάση με την τραχεία πεύκη στα χαμηλά και την μαύρη στα ψηλότερα, εκτεταμένες εκτάσεις κάλυπτε το κυπαρίσσι κυρίως το οριζοντιόκλαδο, οι βελανιδιές και οι καστανιές. Κυπαρισσία και Δρυούσα ονόμαζαν τη Σάμο κατά την αρχαιότητα. Σε άγονες  περιοχές και κυρίως στον Κέρκη, επικρατούσαν οι μακίες λεγόμενες διαπλάσεις, τα δαγριά που λέμε στη Σάμο, οι οποίες αποτελούνται από αγριελιές, πουρνάρια, κουμαριές, χαρουπιές, μυρτιές, φρύγανα και πλήθος άλλων φυτών.      

Κατά τον εποικισμό της Σάμου κατά τα μέσα του 16ου αιώνα οι νέοι άποικοι που άρχισαν να καταφθάνουν στο νησί δεν βρήκαν έτοιμα χωράφια για καλλιέργεια, ούτε βοσκοτόπια για να βόσκουν τα ζώα τους, πυκνή δασώδης βλάστηση κάλυπτε τα βουνά και τους κάμπους. Η πρώτη τους φροντίδα λοιπόν ήταν η δημιουργία τους κι άλλος πιο πρόσφορος και απλός τρόπος δεν υπήρχε εκτός απ’ την φωτιά που έκαιγε ανεξέλεγκτα. Όπως αναφέρετε μάλιστα όταν κάποια χωράφια έχαναν με το χρόνο την γονιμότητά τους, τα εγκατέλειπαν και με τον ίδιο τρόπο τον γνωστό δημιουργούσαν νέα.

Σε μερικά χωριά και κυρίως στους Σπαθαραίους και τους Βουρλιώτες, που υπήρχαν εκτεταμένα και πυκνά δάση, ασχολήθηκαν συστηματικά  με την παραγωγή πίσσας, που απαιτεί πολύ μεγάλες ποσότητες ξύλων. 

Μεγάλες ακόμα δασικές εκτάσεις καταστράφηκαν με τη φωτιά για τελείως  διαφορετικούς απ’ τους παραπάνω λόγους. Ο Επ. Σταματιάδης στα Σαμιακά, Δ σελ. 15, γράφει. «Η τουρκική διοίκηση είχε διατάξει να κατασκευασθεί από τα ξύλα αυτού του δάσους ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο στην παραλία, που τώρα λέγεται Ταμπάκικα κι επειδή κατά την περίσταση αυτή, οι κάτοικοι υποβλήθηκαν σε πολλές αγγαρείες και καταδυναστεύτηκαν από τους επιστατούντες στη ναυπήγηση του πλοίου, δυστυχώς έβαλαν φωτιά και κατακάψανε το δάσος, για να μην επαναληφθεί η ναυπήγηση άλλου καραβιού, που θα την πλήρωναν με καινούριες αγγαρείες και καταπιέσεις». Το δάσος αυτό κάλυπτε τους γύρω απ’ το Βαθύ λόφους κι έφτανε μέχρι την θάλασσα όπως ο ίδιος αναφέρει.

Αλλά και στη σελίδα 57 του ίδιου τόμου γράφει. «Το κλωνάρι του Αμπέλου που ορίζει αυτό το οροπέδιο καλύπτονταν άλλοτε από άπειρα χοντρόκορμα δένδρα, τα οποία όμως, στις αρχές τούτου του αιώνα, (19ος) τα κατέστρεψαν οι ντόπιοι με τη φωτιά, για ν’ αποφύγουν τις ανυπόφορες κακουχίες και τις αγγαρείες που υποφέρανε από την τουρκική κυβέρνηση, η οποία τους υποχρέωνε να κόβουν από το βουνό και να μεταφέρουν στην παραλία ξύλα μακριά για χρήση του οθωμανικού στόλου και για πολλές εβδομάδες οι γυναίκες της Χώρας εργάζονταν στους εξώστες των σπιτιών τους, υπό την λάμψιν των πυρπολουμένων προαιώνιων εκείνων δασών» Τα δάση αυτά κάλυπταν τους λόφους που υπάρχουν γύρω απ’ τη Χώρα.

Απ’ τα δάση της Σάμου οι κάτοικοι κάλυπταν και τις ανάγκες τους σε ξυλεία, καυσόξυλα και ξυλοκάρβουνα και η αποψίλωσή τους φαίνεται να ήταν τόσο μεγάλη που απασχόλησε την πρώτη γενική συνέλευση των Σαμίων που αναγνώρισαν το ηγεμονικό καθεστώς, που έγινε τον Αύγουστο του 1834. Το Ζ! ψήφισμα γράφει.

 

                                                   Ψήφισμα Ζον

Η πρώτη Γενική των Σαμίων Συνέλευσης

Θεωρούσα πόσον επιζήμιον εις τους κατοίκους της Σάμου το να εξέρχονται από την νήσον τα κάρβουνα και η ναυπηγήσιμος ξυλική δι’ άλλους τόπους,

                                                    Ψηφίζει

Αον.   Απαγορεύει αυστηρώς από του νυν και εις το εξής η από την νήσον εξαγωγή παντός είδους ξυλικής είτε καυσίμου είτε ναυπηγησίμου καθώς και των ανθράκων.

Βον.  Όστις ήθελεν φοραθή παραβάτης της απαγορεύσεως ταύτης θέλει παιδεύεσθαι αυστηρώς ή με δίμηνον φυλάκισιν ή με βαρείαν χρηματικήν ποινήν.

Γον.  Το παρόν ψήφισμα θέλει καταχωρηθή κτλ.

    Εν Βαθεί Σάμου  τη 27 : Αυγούστου 1834                                      

    Ο Πρόεδρος                                                                   Ο Γραφεύς

                                                                                          

Όταν η φυλλοξήρα, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κατέστρεψε τα αμπέλια της Ευρώπης και οι τιμές του κρασιού και της σταφίδας έφτασαν στα ύψη, τεράστιες εκτάσεις, ακόμα και οι πιο ακατάλληλες, εκχερσώθηκαν, πεζουλιάστικαν και φυτεύτηκαν με νέα αμπέλια, για να εγκαταλειφτούν και ν’ αναδασωθούν αργότερα, όταν η φυλλοξήρα κατάστρεψε και τ’ αμπέλια της Σάμου, όπως μαρτυρούν σήμερα τα πεζούλια και οι γκρεμισμένες καλύβες με τα πατητήρια μέσα στα δάση. Τα δάση περιορίστηκαν στις πιο άγονες και ακατάλληλες για κάθε είδους καλλιέργεια περιοχές και η εκμετάλλευσή τους ήταν έντονη, γιατί απ’ αυτά έπρεπε να καλυφτούν όλες ανάγκες των κατοίκων σε ξυλεία, καυσόξυλα και κάρβουνα κι ο πληθυσμός ξεπερνούσε τις 50 χιλιάδες.

Αλλά και οι φωτιές δεν σταμάτησαν, η Επετηρίδα της Ηγεμονίας του έτους 1899 γράφει. «Ό,τι όμως λυπηρότατον συμβαίνει παρ’ ημίν και ό,τι ουδέ προτροπαί ουδέ δημοσιογραφία επέτυχον να προλάβωσιν, είναι αι κατά παν σχεδόν έτος επισυμβαίνουσαι πυρπολήσεις των δασών, αι απειλούσαι να αποψιλώσωσι την τέως πολυδενδρον και δασοσκέπαστον ημών νήσον. Ούδε νόμοι ούδε αυστηραι ποιναί ούδε διορισμοί δασοφυλάκων θέλουσι ποτέ δυνηθήνα παρεμποδίσωσι τας τοιαύτας ολεθρίας πυρπολήσεις, εάν μη και ο έσχατος των κατοίκων εννοήση τίνα σημασίαν εν τη υγιεινή, εν τη παραγωγικότητι και εν τη ευδαιμονία εκάστου τόπου έχουσι τα δάση και ποίας καταστρεπτικάς συνεπείας επάγεται δια την δημοσίαν υγείαν, δια την ευκαρπίαν και δια την κοινήν και μερικήν ευπραγίαν η πυρπόλησις αυτών. Δυστυχώς μέχρι τούδε το τοιούτον δεν εγένετο, ο χωρικός θεάται ενίοτε την αποτεφρωσιν χιλιάδων δένδρων μετά της αυτής απαθείας, μεθ’ ής βλέπει καιόμενα ολίγα ξύλα εν τη εστία της οικίας αυτού, χωρίς να συλλογίζηται ότι η πυρπόλησις των δένδρων εκείνων συμπυρπολεί τον οίκον αυτού και αυτόν έτι τον ίδιον, διότι περιεγάγει αυτόν εις αναπόφευκτον πενίαν».  Αλλά κι ο Επ. Σταματιάδης, Σαμιακά Δ σελ. 27. αναφερόμενος για την καλοκαιρινή ζέστη στο χωριό Υδρούσα, γράφει «Το κακό χειροτέρεψε γιατί με τις αδιάκοπες πυρκαγιές απογυμνώθηκε από τα δάση του το βουνό που υψώνεται πάνω απ’ το χωριό και στις γύρω περιοχές βλαστάνουν άφθονοι σφλόμοι», το ίδιο και για τον Μαραθόκαμπο, ότι βρίσκεται «δίπλα σε λόφους, που άλλοτε ήσαν κατάφυτοι αλλά τώρα αποψιλωμένοι από τις φωτιές»

Ο Ν. Ι. Ζαφειρίου, στο «Αρχείο της Σάμου», αναφέρει το επόμενο ευτράπελο,  «(τ΄) Κασιδ του κεφάλι (Μαυρατζαίοι). Θα ενόμιζε τις ότι πρόκειται περί βράχου ομοιάζοντος προς την κεφαλήν ανθρώπου πάσχοντος εξ αχώρος (κ. κασίδας), ήτοι βράχου στρογγυλού και γυμνού μετά κηλίδων. Ενταύθα όμως πρόκειται περί βουνού κατασκίου και δασώδους του οποίου το πυκνόν δάσος εκάη το πρώτον κατά την μεγάλην πυρκαϊάν του 1879. Βραδύτερον δε αναδασωθέν δύο φοράς υπέστη την αυτήν τύχην. Η γυμνότητα λοιπόν του βουνού έδωσεν αφορμήν εις τους χωρικούς να ονομάσουν αυτό «τ’ κασίδ’ του κεφάλ’», το οποίον όνομα μένει καίτοι το βουνόν είναι και πάλιν κατάσκιον». 

Η εκμετάλλευση των δασών, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες ακόμα, ήταν μεγάλη και τις περισσότερες φορές παράνομη. Μεγάλες ποσότητες ξυλείας χρησιμοποιούταν στις οικοδομές και στα ναυπηγεία του νησιού και πολύ μεγάλες ποσότητες εξαγόταν, απ’ αυτά εξασφάλιζαν όσα καυσόξυλα είχε ανάγκες το νησί, για θέρμανση τον χειμώνα, για τους φούρνους, τα καμίνια των αγγειοπλαστών και των κεραμοποιών, καθώς και κάρβουνα απ’ τα οποία γινόταν και μεγάλες εξαγωγές.

Στην επετηρίδα του 1899 της ηγεμονίας της Σάμου αναφέρετε ότι μόνο το 1898 εξήχθησαν απ’ τη Σάμο 19206 καντάρια καυσόξυλα, (1082 τόνοι), 6747 καντάρια (380 τόνοι) ξυλοκάρβουνα, και 84092 κορμούς ξυλείας, που θα κάλυπταν τουλάχιστο 3 Km2 δάσους κι αυτά πέραν της εγχώριας κατανάλωσης.   

Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο, τα κουκουνάρια τα χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για πρόχειρη φωτιά και για προσάναμμα, απ’ τις βάσεις των κομμένων πεύκων έπαιρναν το δαδί για τον ίδιο σκοπό, τα πευκόφυλλα (τσίγκανα), για να καλύπτουν οι καρβουνιάρηδες τα καμίνια τους και ο φλοιός (πίτκας) ήταν άριστη δεψική ύλη περιζήτητη στα βυρσοδεψεία.

Στις τανίνες, που είναι άριστες δεψικές ουσίες και περιέχονται στο φλοιό του πεύκου, στα βελανίδια, και στα φύλλα του σκίνου στηριζόταν τα βυρσοδεψεία του Καρλοβάσου και του Βαθιού, κι όχι στα δέρματα που εισαγότανε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα χιλιάδες πεύκα ν’ αποφλοιώνονται παράνομα και να καταστρέφονται.

Οι τσοπάνηδες, που πολλές φορές ήταν οι αίτιοι των πυρκαγιών στα δάση, για να δημιουργήσουν βοσκοτόπια, έβοσκαν τα κοπάδια στις καμένες περιοχές χωρίς κανένα περιορισμό κι όλα αυτά ανάγκασαν την Ηγεμονική Κυβέρνηση να πάρει μέτρα.

Το 1887 ψηφίστηκε νόμος για την προστασία των δασών, την υποβοήθηση των αναδασώσεων και τον διαχωρισμό των δημοσίων απ’ τα ιδιωτικά. Τα μέτρα όμως αυτά μάλλον έμεινα στα χαρτιά λόγω έλλειψης επαρκούς προσωπικού για την εφαρμογή τους.

Το 1895 ο τότε επόπτης γεωργίας και δασών της Σάμου, Αριστοτέλης Μανταφούνης, υπέβαλε έκθεση στην Ηγεμονική Κυβέρνηση σχετική με την προστασία των δασών. Βάση της έκθεσης αυτής απαγορευόταν η αλόγιστη υλοτομία, η εκχέρσωση και η αποφλοίωση των πεύκων, επιτρεπόταν όμως και μόνο κατόπιν αδείας, η εκχέρσωση εκτάσεων καταλλήλων γι’ αμπελοκαλλιέργεια και ο επί τόπου εμβολιασμός αγριελιών, όπου υπήρχαν. Εκτός τούτων έγιναν προσπάθειες, μέσω Ιερέων και Δασκάλων μετά από σεμινάρια, με δημοσιεύσεις και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο της εποχής εκείνης, για να κατατοπιστεί ο κόσμος για την αξία και τα οφέλη του δάσους. Αυτά, σε συνδυασμό με τα μέτρα που πάρθηκαν για την κτηνοτροφία, φαίνεται να είχαν  καλά αποτελέσματα, οι Σαμιώτες αγάπησαν και αγαπούν το δάσος λόγω της φτώχειας όμως και για να εξοικονομήσουν το ψωμί των παιδιών τους, η παράνομη εκμετάλλευσή δεν σταμάτησε. Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες ακόμα οι Δασοφύλακες βρισκόταν σε συνεχή διαμάχη με τους λαθραίους υλοτόμους, και κυρίως  με τους καρβουνιάρηδες που έγδυσαν τον Κέρκη και τους αποφλοιωτές των πεύκων, τους λεγόμενους πιτκάδες, που ρήμαζαν τα πεύκα.

Αλλά κι ο νόμος φαίνεται να εφαρμοζόταν με αυστηρότητα, για όσους έπιαναν, από στοιχεία που υπάρχουν οι ποινές για τον περί δασών νόμο την εποχή εκείνη ήταν αρκετά τσουχτερές.   

Κατά την διάρκεια της κατοχής, πολλά δάση κάηκαν και  μεγάλες εκτάσεις υλοτομήθηκαν απ’ το στρατό κατοχής, για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ξυλεία και καυσόξυλα και για την κατασκευή οχυρωματικών έργων στη Σάμο, τα Δωδεκάνησα και αλλού. Τις ζημιές της κατοχής ολοκλήρωσαν οι ΜΑΥδες και οι χωροφύλακες κατά τον εμφύλιο που ακολούθησε, που έκαιγαν τα δάση για να μην κρύβουν τους αντάρτες. Θρυλικός έμεινε ο «καψοκαλύβας», ένας αξιωματικός που τον βάπτισαν έτσι οι Σαμιώτες, γιατί εκτός απ’ τα δάση δεν είχε αφήσει άκαυτη καλύβα στην ύπαιθρο του νησιού.

Οι ζημιές ήταν πολύ μεγάλες, και η δεκαετία του 1950 βρήκε τα δάση της Σάμου κατά μεγάλο ποσοστό κατεστραμμένα, γρήγορα όμως, όπως συνέβη κι άλλες φορές στο παρελθόν και τώρα με τις μεγάλες φωτιές των τελευταίων δεκαετιών, η φυσική αναδάσωση γρήγορα επουλώνει τις πληγές και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των δασών που καίγονται τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι αιωνόβια, όπως συνηθίζουμε να λέμε, η ηλικία δεν ξεπερνά τα 70 χρόνια.

Τα οικοσυστήματα του Κέρκη με τα αείφυλλα πλατύφυλλα, δεν αποτελούν μόνο άριστες γιδοβοσκές, αλλά δίνουν και αρίστης ποιότητας κάρβουνα, που για την κατασκευή τους δεν έκοβαν μόνο το υπέργειο μέρος, αλλά ξερίζωναν ολόκληρα τα κούτσουρα, που είχαν πολύ ξύλο και ποιος ξέρει  μετά από πόσες φωτιές κι αναβλαστήσεις είχαν κατορθώσει να επιβιώσουν. Έτσι η φωτιά και το τσεκούρι, όπως γράφει ο Επ, Σταματιάδης, άλλά και οι γίδες που έβοσκαν ανεξέλεγκτα κι έτρωγαν ότι τρυφερό φύτρωνε ή αναβλάστανε τον γύμνωσαν, τα νερά της βροχής αλλά και ο άνεμος παρέσυραν όσο χώμα υπήρχε στις πλαγιές του κι έμεινε ο γυμνός βράχος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, απαλλάχτηκε απ’ τους τσοπάνηδες και τους καρβουνιάρηδες κι αρκετό πράσινο άρχισε να εμφανίζεται, όπου έμεινε λίγο χώμα, ακόμα και στις ρωγμές των βράχων.

Ακόμα στον κάμπο του Μαραθοκάμπου, τον Λιμνιώνα, το Βάλσαμο και τον Άγιο Ισίδωρο, υπάρχουν τα ερείπια των καρβουναποθηκών που πολλές απ’ αυτές λειτουργούσαν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Μερικές επισκευάστηκαν κι έγιναν τουριστικά μαγαζιά, ταβέρνες κι εστιατόρια.

   Ο Δρ. Ν. Σ. Χριστοδουλάκης, Λέκτορας βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο βιβλίο «Οικολογία» γράφει ότι οι Αμερικανοί μετά από μελέτες που έκαναν στα δάση της Καλιφόρνιας, που έχει μεσογειακό κλίμα, συνειδητοποίησαν ότι η πυρκαγιά είναι ένας ανεκτίμητος αβιοτικός παράγοντας, που εξελίχθηκε μαζί με τα μεσογειακά οικοσυστήματα και στηρίζει την καλή τους υγεία. Αυτό φαίνεται να ισχύει γιατί μετά από τόσες φωτιές και καταστροφές στα δάση της Σάμου, σήμερα βρίσκεται να έχει την μεγαλύτερη και υγιέστερη δασοκάλυψη των τελευταίων αιώνων. Και ακόμα ότι οι φωτιές έχουν ένα κύκλο δεκαπέντε περίπου ετών και σε ποσοστό πάνω από 80% των αιτίων οφείλονται σε αυτοανάφλεξη των εύφλεκτων υλικών κατά την ζεστή και ξηρή περίοδο του έτους και μόνο το 12% των είναι ανθρωπογενή.

 

                                                                   Κάμπος Μαραθοκάμου 31/7/2023 

                                                                   Ευάγγελος Γ. Κιλουκιώτης

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο