Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2018

Μια περικοπή απ’ το βιβλίο του Γ. Ζαφείρη Η κατοχή και η εθνική αντίσταση στη Σάμο».

Εικόνα
Μια περικοπή απ’ το βιβλίο του Γ. Ζαφείρη "Η κατοχή και η εθνική αντίσταση στη Σάμο". Απ’ τις επιχειρήσεις των Ιταλών κατά των ανταρτών από 29/8 έως 8/9/1943.     «Έξη μέρες αντιμετωπίσαμε τα πυρά τους, τους κρατήσαμε τις περασιές του Κέρκη χωρίς βαριά όπλα, με αραβίδες και λιγοστά πυρομαχικά. Ώστε ο εχθρός δεν προχώρησε παραπέρα από τον ξυνιά. Η στενή λουρίδα που συνδέει τον Κέρκη με το Φτεριά και το Μενεγάκι, το Μαύρο Στεφάνι καθώς το λένε, είναι θανατερό πέρασμα. Το ίδιο και το μονοπάτι από τα Δενδράκια. Γι’ αυτό ο εχθρός δεν επιχείρησε ν’ ανεβεί πιο πάνω. Αλλά και τι θα κάναμε εμείς απάνω στις ψηλές κορφές, χωρίς τρόφιμα; Πραγματικά η πείνα άρχισε να εξαντλεί τους αντάρτες. Με ένα βόιδι που βρήκαμε στην Κουρευτάρα συντηρηθήκαμε δυό μέρες. Την έκτη μέρα αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το βουνό. Το πρόβλημα όμως ήτανε προς τα πού θα ξεφύγουμε. Στη σύναξη των ανταρτών που έγινε στον Αηλιά του Κέρκη, διαλέχτηκε για καλύτερος δρόμος για να φύγουμε, ο Πουρναριάς, η

Η παράδοση της Σάμου το 1944 απ’ τις δυνάμεις κατοχής.

Εικόνα
    Η παράδοση της Σάμου το 1944 απ’ τις δυνάμεις κατοχής. Στα 1944, τον Σεπτέμβριο, οι Γερμανοί φεύγουν και αφήνουν στη Σάμο 1000 Ιταλούς φασίστες με διοικητή ένα λοχαγό, ονομαζόμενο Ρούσσο, που έχουν περιχαρακωθεί στη περιοχή Πυθαγορείου, και διαθέτουν 42 κανόνια, άφθονα πολυβόλα και ακόμη αφθονότερα πυρομαχικά. Από τη Χίο που έχει ελευθερωθεί φτάνει ο Τσιγάντες με το επιτελείο του.   Στη Σάμο περιφέρονται ήδη τμήματα του Ιερού Λόχου, και με αρχηγό τον Κώστα Ζαφείρη έχουν βγει στο βουνό αντάρτες. Ο Κώστας Λοβέρδος, αξιωματικός του επιτελείου του Τσιγάντε στο βιβλίο του «Ιερός Λόχος» που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1968 διηγείται τα της παράδοσης της Σάμου. «Ο Τσιγάντες επισκοπεί τα γύρω. Ο Ζαφείρης βρίσκεται φυσικά εκεί και λέγει: «όλο πάθος, όλο φλόγα, αυτοί οι άνθρωποι, και δείχνει τους αντάρτες θα ήθελαν να χτυπήσουν τους Ιταλούς και να τους φάνε το συκώτι». Εάν θεωρείται τους εαυτούς σας ικανούς, απαντά ο Λοβέρδος να κάμετε μια τέτοια τρέλα, σε χίλιους τακτι

Η Σουμοθεραπεία.

Εικόνα
                            Η Σουμοθεραπεία .   Ου Αριστουμέν’ς ου’ Χατζηρούφας», απ’ τους καλούς νοικοκυραίους του χωριού, ήταν λάτρης της σούμας, τη ρουφούσε σα νερό όπως έλεγαν, απ’ όπου πήρε και τ’ όνομα, και για να του δώσουν περισσότερο μεγαλείο του κόλλησαν και το πρόθεμα χατζής.   Αρρώστησε λοιπόν ξαφνικά ου Αριστουμέν’ς και βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάστασή, μόλις ανάσαινε κι όλοι πια περίμεναν το μοιραίο. Ο γιατρός του χωριού ύψωσε τα χέρια, δεν μπόρεσε να κάμει τίποτα, κάλεσαν ακόμα δυο απ’ το Καρλόβασι με μεγάλη φήμη, και μαζί με τον ντόπιο, εξέτασαν τον άρρωστο, και συσκέπτονταν στο σαλόνι καπνίζοντας, πίνοντας καφεδάκια και ξύνοντας τα κεφάλια τους. Οι δυο ξένοι μάλιστα ήταν φαλακροί. Η σύζυγος περίμενε ανήσυχη και δακρυσμένη τ’ αποτελέσματα της σύσκεψης, περίμενε ανυπόμονη κάποιο παρήγορο λόγο, και η κουμπάρα στη κουζίνα έψηνε και κουβαλούσε καφέδες στους επισκέπτες, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις ο καφές είναι ο πρόλογος μιας καλής κηδείας, μ’ όλους τους πα

Ου επιστήμουνας ξέρ’.

Εικόνα
Ου επιστήμουνας   ξέρ’.        Η Μαρία, χήρα καλοστεκούμενη, που δεν είχε ακόμα πενηνταρίσει, πάντρεψε μικρή ακόμα τη μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι της και πήραν το γαμπρό σώγαμπρό στο σπίτι και διαχειριστή της περιουσίας. Τα κτήματα ήταν πολλά και κάποιος άνδρας χρειαζόταν για να τα φέρνει βόλτα. Αμέσως μετά το γάμο της κόρης όμως, η μάνα άρχισε να παραπονιέται ότι ήταν άρρωστη, συνέχεια ήταν κρεβατωμένη, ο γιατρός του χωριού δεν της εύρισκε απολύτως τίποτα, κι έτσι ο γαμπρός βρέθηκε στην ανάγκη να τη πάει σε κάποιο πολύ φημισμένο γιατρό που υπήρχε τότε στο Καρλόβασι. Την εξέτασε ο γιατρός, τη βρήκε κι αυτός υγιέστατη, θηρίο η χήρα, και κάλεσε τον γαμπρό στο γραφείο του να τον ενημερώσει. Δεν της βρίσκω απολύτως τίποτα του είπε, αυτή είναι ταύρος μοναχός, όλους θα μας στείλει, και καλαμπουρίζοντας, μεταξύ σοβαρού και αστείου του πρόσθεσε, μη φοβάσαι, δε τρέχει τίποτα, άντρα θέλει, παντρειά, άκου που σου λέω. Γύρισαν στο χωριό, η πεθερά, κουρασμένη κι άρρωστη, όπως δήλωνε

Ο πετεινός της γειτόνισσας.

Εικόνα
                     Ο πετεινός της γειτόνισσας. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του πενήντα που απαγορεύτηκε, οι κότες, όπως και τα γουρούνια, κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους των χωριών, και κάθε σπίτι σχεδόν είχε μερικές κότες και κάποιο μικρό χώρο, το κοτέτσι, για κατοίκιασμα το βράδυ. Φάρμακα δεν υπήρχαν, ούτε τις εμβολίαζαν, οι ίδιοι τις πολλαπλασίαζαν βάζοντας κλώσες κι όταν εμφανιζόταν καμιά αρρώστια, που δεν ήταν σπάνιες, τις θέριζε. Σ’ αυτό συντελούσε και το ότι κυκλοφορώντας ελεύθερες ερχόταν σε άμεση επαφή μεταξύ τους κι εύκολα μεταδιδόταν το μόλυσμα.   Κότες είχε και η κυρά Ουρανία, η καλοστεκούμενη γειτόνισσα του Αλέξη του τσαγκάρη, είχε μάλιστα κι ένα καλοθρεμμένο λεβέντη κόκορα, που τον έβλεπε Αλέξης κι έτρεχαν τα σάλια του. Πολύ θα ήθελε να τον έχει στο τραπέζι του μ’ ένα καλό κρασί, κι όποτε τον άκουγε να λαλεί ευχόταν χαμηλόφωνα, «τάφους σ’ η κ’λιά μ’ κερατά».   Κάποια μέρα που ο λεβέντης κόκορας της κυρά Ουρανίας έκοβε τσάρκες κάτω απ’ το παράθυρο

Η εξομολόγηση

Εικόνα
                                                        Η εξομολόγηση Μιγαλούτσ’κια χήριψι η Καλιόπ’ τ’ Καυλατούρ’ κι ένοιουσι   τ’ ανάγκ’ να ξουμουλουιθεί γιατί έστ’λι τουν άντρα τ’ς   στουν άλλου κόσμου μι πουλύ κέρατου. -           Τι αμαρτίις έχ’ς βλουιμέν’, τ’ν αρώτ΄σι ου παπάς, ου ξουμουλόους. -      Παπά μ’ ντρέπουμι να στα πω αλλά τι να κάμου η καημέν’, θα στα πω ούλα, στου ξουμουλόου κι στου γιατρό δε κρύβ’νι τίπουτα. Ντράπ’ τουν ένανι ντραπ’ τουν άλλουνι κανένα πιδί παπά μ’ δεν έκαμα μι του σ’χουριμένου τουν άντρα μ’. Θειός σχουρέστουνι!!!. Ούλα είνι ανιμουμαζώματα, απού δω κι απου κει παπά μ’. -           Κι πως τα κατάφιρις βλουιμέν’, τ’νι ξαναρώτ’σι ου παπάς. -     Άστα παπά μ’, που να στα λέου, θ’μάσι κείνουνι του βαρβάτου του χουρουφύλακα, του καραπ’στόλα μι τ’ όνουμα, που ’χαμι στου χουριό; Θα τουνι θμάσι δε μπουρει. Ούλου κι μι γυρόφιρνι, ούλου κι μι τρουίρζι, ούλου όξου απ’ τ’ πορτα μ’ ήτανι κι μ’ του γύριβι κι μ’ του ξαναγύριβι, τι να κάμου η κακ

«Αγαπάτε τους εχθρούς υμών…….».

Εικόνα
«Αγαπάτε τους εχθρούς υμών…….». Γύρω στα 1928, ο τότε Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας Κ. Βοντζαλιδης απ’ το Καρλόβασι, αυστηρός και πολύ μορφωμένος, προκάτοχος του Ειρηναίου, συγκέντρωσε όλους τους ιερείς του νησιού, και τους συνέστησε κάθε Κυριακή μετά το Ευαγγέλιο, ένας απ’ του ιερείς κάθε εκκλησίας, να το αναλύει με δικά του λόγια για να γίνετε πιο κατανοητό απ’ το   εκκλησίασμα. Τους δήλωσε επίσης ότι αμέσως προκήρυττε διαγωνισμό, με έπαθλο ένα χρυσοκέντητο πετραχήλι, σ’ όποιον ανέλυε καλλίτερα ένα Ευαγγελικό θέμα που ο ίδιος θα του έδινε. Παρόλο που υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι ιερείς, δίσταζαν ν’ αναπτύξουν κάποιο Ευαγγελικό θέμα εκ’ του προχείρου, και μάλιστα μπροστά στο Δεσπότη, κι έτσι κανένας δεν κινήθηκε. Ο μόνος που σηκώθηκε ήταν ο Ηγούμενος της Μονής της Παναγίας του κότσικα, Αρχιμανδρίτης Διονύσιος. Ο Πάτερ Διονύσιος ήταν λάτρης του κρασιού και πολλές φορές είχε φέρει σε δύσκολη θέσει τον Δεσπότη, ο οποίος δεν τον χώνευε, και για ν’ αποτύχει και να ρεζιλευ

Η μάχη του κάβο φονιά.

Εικόνα
                          Η μάχη του κάβο φονιά. Εκεί που ο Καπετάν Σταμάτης δοξάστηκε κι έσωσε τη Σάμο απ’ τον όλεθρο, ήταν η μάχη του κάβου φονιά. Την Κυριακή στις τρεις Ιουλίου του 1821, κατέφθασε ο τούρκικος στόλος κι άραξε στ’ ανοιχτά του Κάμπου της Χώρας, με στόλαρχο τον Καραλή και με την εντολή, αν δεν προσκυνήσουν να καταστρέψει τη Σάμο ολόκληρη. Οι προτάσεις του Καραλή για αμνηστία και παράδοση του νησιού απορρίφτηκαν αμέσως και χωρίς πολλές συζητήσεις απ’ τους Σαμιώτες. Απ’ τις κινήσεις του στόλου ο Λυκούργος κατάλαβε ότι θα έκανε προσπάθεια αποβίβασης στα παράλια του Κάμπου της Χώρας κι έπιασε ο ίδιος την επίκαιρη θέση Ποτοκάκι. Τον Καπετάν Σταμάτη με καμιά δεκαπενταριά Μαραθοκαμπίτες, τον τοποθέτησε στον κάβο τζωρζή, τον Καπετάν Λαχανά στο μεσόκαμπο, και τον Κ. Κονταξή στον άσπρο κάβο. Την άλλη μέρα, μετά από φοβερό κανονίδι, έγινε προσπάθεια απόβασης στο Ποτοκάκι, πολλοί δείλιασαν κι έφυγαν, λίγοι έμειναν με τον Λυκούργο, που χειρίστηκαν εύστοχα τα όπλα και

Ο Καπετάν Σταμάτης.

Εικόνα
                                         Ο Καπετάν Σταμάτης. Μ’ αυτό το όνομα είναι γνωστός στο λαό και την ιστορία ο Σταμάτης Γεωργιάδης, ο ήρωας του κάβο φονιά, που έσωσε τη Σάμο από βεβαία καταστροφή. Γεννήθηκε στο Μαραθόκαμπο το 1791 και ορφάνεψε από πατέρα στα εννιά του χρόνια. Τον μεγάλωσε η μάνα του η Αγγελινάρα, μια πραγματική ηρωίδα κι έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του Μαραθοκάμπου. Από μικρός ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα και δεν άργησε να βρεθεί στο πλοίο του ξακουστού θαλασσομάχου Νικόλα Κεφάλα, που για τις ικανότητές και το θάρρος του σε πολύ κρίσιμες περιστάσεις, γρήγορα τον ονόμασε δεύτερο καπετάνιο. Τέσσερα χρόνια, δούλεψε κοντά στον Κεφάλα και για περισσότερες ναυτικές γνώσεις, μπαρκάρισε σ’ ένα Εγγλέζικο καράβι που έκανε υπερατλαντικά ταξίδια, πολύ δύσκολα κι επικίνδυνα για εκείνη την εποχή, φτάνοντας μέχρι την Αμερική και την Βραζιλία. Αργότερα εργάστηκε σαν υποπλοίαρχος στο καταδρομικό του Αντώνη Ανδρόνικου κι αφού απέκτησε μεγάλες ναυτικές γν

Περί εμβουλώσεως τη τρύπας της Παρασκευής

Εικόνα
Περί εμβουλώσεως τη τρύπας της Παρασκευής Αυτή την ιστορία μου τη διηγήθηκε ο δικηγόρος Αλέξης Σεβάστάκης πίνοντας το καφέ μας στον ίσκιο του πλάτανου στη πλατεία Κουμεϊκων. Είναι πραγματική και τα έγγραφα, όπως με βεβαίωσε, υπάρχουν στο δημόσιο αρχείο της Σάμου. Κατά το τέλος της Ηγεμονικής περιόδου ζούσε στο Μεσαίο Καρλόβασι μια πολύ όμορφη χήρα με το όνομα Παρασκευή. Ήταν νέα κι όμορφη πεταχτούλα και τσαχπίνα, που τρέχανε τα σάλια των αρσενικών που την έβλεπαν. Όλοι την γλυκοκοίταζαν, ο αστυνόμος, όποτε την έβλεπε τη διπλοχαιρετούσε, και κόρδωνε στρίβοντας το μουστάκι, ο δήμαρχος δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι, ότι ήθελε το Παρασκευάκι, ακόμα κι ο παπάς κάθε Κυριακή και γιορτή, στεκόταν και της έριχνε κανένα δυο παραπανίσια θυμιάσματα κι εκείνη του υποκλινόταν με χάρη μισοκλείνοντας τα μάτια. Σπουδαίο πράμα να είσαι χήρα κι όμορφη, παντού σε προσέχουν, όλοι σε υπολογίζουν και κανένας αρσενικός δεν σου χαλάει χατίρι. Τουαλέτες τότε στα σπίτια δεν υπήρχαν κι ο κόσμος έ

Η Ελληνική γλώσσα.

Εικόνα
                              Η Ελληνική γλώσσα. Μια φορά ο Ηγεμόνας της Σάμου Ιωάννης Γκίκας, που δε γνώριζε πολύ καλά Ελληνικά,   βγήκε όπως το συνήθιζε άλλωστε, μια βόλτα στην πόλη της Σάμου. Εκεί συνάντησε τρεις πραματευτάδες, άνοιξε κουβέντα μαζί τους και τους ρώτησε. -- Πως προχωρεί το εμπόριον; -- Κεσάτια υψηλότατε, μεγάλα κεσάτια. Απαντά ο πρώτος. Ο Ηγεμόνας, που δεν είχε ξανακούσει τη λέξη κεσάτια, απορεί και ρωτάει. -- Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια; Ο δεύτερος που απορεί για την άγνοια του ηγεμόνα πετιέται. -- Δεν υπάρχει νταραβέρι υψηλότατε, νταραβέρι. Ο υψηλότατος ούτε τώρα κατάλαβε και ρώτησε. -- Και η λέξη νταραβέρι τι σημαίνει; Οπότε πετιέται ο τρίτος αυτή τη φορά σα πιο καπάτσος να τον κατατοπίσει. -- Αλισβερίσι υψηλότατε,… αλισβερίσι, πως το λένε; Κατάλαβες. Ο ηγεμόνας και πάλι δεν κατάλαβε, δεν έκανε όμως άλλη ερώτηση για να μη μπερδευτεί περισσότερο και χώρισαν μένοντας ο ηγεμόνας με την απορία, πως πάει το εμπόριο και οι πραματευ

Μουλών λαβέ.

Εικόνα
                     Μουλών λαβέ.      Πιο παλιά η φυματίωση θέριζε, ο κόσμος την έτρεμε, γιατί πρόκειται για αρρώστια μεταδοτική, ανίατη και θανατηφόρα, τα τελευταία όμως χρόνια η δράση της έχει περιοριστεί σημαντικά, κι αυτό οφείλεται στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και υγιεινής, και στα νέα πιο αποτελεσματικά φάρμακα. Η αρρώστια ήταν γνωστή και με τα ονόματα φθίση που προέρχεται απ’ το φθίνω και χτικιό, κι ο άρρωστος φθισικός και χτικιασμένος. Ο κόσμος φοβόταν και απέφευγε όχι μόνο τους άρρωστους, τους χτικιασμένους, αλλά και το σπίτι που έζησαν και πέθαναν. «Μη πλησιάζιτι σι κείνου του σπίτ’ γιατί πέθανι ένας χτ’κιασμένους» μας συμβούλευαν οι μανάδες όταν παιδιά παίζαμε στις γειτονιές. Κάποτε, έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε, του Κιουράν’ τ’ Μουσχουγιώργ’ ένοιωθε κάτι ενοχλήσεις στο στήθος, είχε λίγο βήχα και μερικά άλλα περίεργα συμπτώματα, τα οποία πολύ την ανησυχήσανε και πήγε σε κάποιο ειδικό γιατρό φυματιολόγο που υπήρχε τότε στο Καρλόβασι. Ευτυχώς

Αν το ‘χα παπά μ’!!!

Εικόνα
Αν το ‘χα παπά μ’!!!   Παπά- φουγάρος ήταν το παρατσούκλι του Παπά – Γιάννη, και του έδωσαν αυτό το όνομα, γιατί κοντός χονδρός όπως ήταν με τα ράσα, έμοιαζε σα φουγάρο παλιού καραβιού που έκαιγε κάρβουνο. Ήταν καλοστεκούμενος, πλεονέχτης όμως στο έπακρο και πολύ φιλάργυρος, ούτε νερό του αγγέλου του δεν έδινε όπως λένε. Καβούρια είχε η τσέπη του, ήταν ο άνθρωπος που του έδινες δέκα χιλιάδες, και σου ζητούσε ακόμα και τη πεντάρα, οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι έκανε και τον τοκογλύφο. Στην καλοφαγία όμως ξεπερνούσε τον ξακουστό Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο, για το καλό φαί δε λογάριαζε χρήματα. Το κουτσομπολιό πήρε κι έδωσε γύρω απ’ το όνομα του παπά, στη πλατεία, όταν κάποιο Κυριακάτικο πρωί αγόρασε μια μεγάλη συναγρίδα, που κανένας δεν την πλησίαζε λόγω τιμής. Και τι δεν του έσυραν όλοι, ο μόνος που δεν είπε κουβέντα ήταν ο Μαστρο-Μήτσος ο τσαγκάρης, ο καλαμπουρτζής και το πειραχτήρι του χωριού. -- Ισύ Μαστρου-Μήτσου δεν είπις τίπουτα. Του είπε κάποιος απ’ τη παρέα.