Αν το ‘χα παπά μ’!!!





Αν το ‘χα παπά μ’!!!
 
Παπά- φουγάρος ήταν το παρατσούκλι του Παπά – Γιάννη, και του έδωσαν αυτό το όνομα, γιατί κοντός χονδρός όπως ήταν με τα ράσα, έμοιαζε σα φουγάρο παλιού καραβιού που έκαιγε κάρβουνο.
Ήταν καλοστεκούμενος, πλεονέχτης όμως στο έπακρο και πολύ φιλάργυρος, ούτε νερό του αγγέλου του δεν έδινε όπως λένε. Καβούρια είχε η τσέπη του, ήταν ο άνθρωπος που του έδινες δέκα χιλιάδες, και σου ζητούσε ακόμα και τη πεντάρα, οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι έκανε και τον τοκογλύφο. Στην καλοφαγία όμως ξεπερνούσε τον ξακουστό Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο, για το καλό φαί δε λογάριαζε χρήματα.
Το κουτσομπολιό πήρε κι έδωσε γύρω απ’ το όνομα του παπά, στη πλατεία, όταν κάποιο Κυριακάτικο πρωί αγόρασε μια μεγάλη συναγρίδα, που κανένας δεν την πλησίαζε λόγω τιμής. Και τι δεν του έσυραν όλοι, ο μόνος που δεν είπε κουβέντα ήταν ο Μαστρο-Μήτσος ο τσαγκάρης, ο καλαμπουρτζής και το πειραχτήρι του χωριού.
-- Ισύ Μαστρου-Μήτσου δεν είπις τίπουτα. Του είπε κάποιος απ’ τη παρέα.
-- Τι να πω; Αφού ‘γώ του βραδ’  θα φάου τ’ σ’ναγρίδα παρία μι του παπά κι τ’ παπαδιά Όλοι έβαλαν τα γέλια.
-- Είσι μι τα καλάς Μαστρου-Μήτσου, π’ θα ταΐσ’ σένα ου Παπά - φουγάρους τ’ σ’ναγρίδα, όνειρα βλεπ’ς;
-- Είμι,κι πάμι στοίχ’μα.
Κι έβαλαν στοίχημα ένα καλό τραπέζι την επόμενη Κυριακή, σίγουροι όλοι ότι θα το πλήρωνε ο Μαστρο-Μήτσος. Είναι ποτέ δυνατόν, αναρωτιόταν, να ταΐσει ο Παπά - φουγάρος τον Μαστρο-Μήτσο συναγρίδα, όλοι γελούσαν με την αφέλειά του.
Το βράδυ, κατά την ώρα του φαγητού, ο Μαστρο-Μήτσος χτύπησε δυνατά και παρατεταμένα την πόρτα του παπά,, κι η παπαδιά βγήκε τρομαγμένη.
-- Μι κατατρόμαξις καημένι Μαστρου-Μήτσου, τι συμβαίν’ κι χτ’πας τέτοια ώρα;
-- Του παπά θέλου, είνι μέσα;
-- Μέσα είνι κι ετοιμάζιτι να φάει, είνι αναγκ’; δε μπουρείς να πιρασ’ς μιαν άλλ’ ώρα;
-- Μιγάλ’ αναγκ’ παπαδιά μ’, τώρα τουνι θέλου, είνι επείγον.
Πάνω στη κουβέντα εμφανίστηκε κι ο παπάς λίγο εκνευρισμένος που του χάλασαν την ησυχία, που τον ενόχλησαν την ώρα του φαγητού.
-- Τι θελ’ς Μαστρου-Μήτσου τέτοια ώρα; Ρώτησε με κάπως αυστηρό ύφος.
-- Κάτ’ θέλου να σι ρουτήσου παπά μ’, δε θα σ’ απασχουλήσου για πουλύ, πρέπ’ όμους αυτό να του ξέρουμι μουνάχα η δυό μας, ‘γω κι ‘συ κι κανένας άλλους. Ιγώ όπους ξερ’ς παπά μ’, σου ‘χω μιγάλ’ εμπιστουσιν’ κι γι’ αυτό πήρα του θάρρους κι ήρτα αυτήν τ’ν ώρα.
Η παπαδιά έφυγε διακριτικά, κι ο Μαστρο-Μήτσους έβγαλε ένα τούβλο που είχε κάτω απ’ το σακάκι του, το έδειξε στο παπά και τον ρώτησε με χαμηλή φωνή.
-- Δε μ’ λες παπά μ’, πόσου να κάν’ ένα κουμμάτ’ μάλαμα σαν αυτό του τούβλου;
Ακούγοντας την ερώτηση και βλέποντας το τούβλο ο παπάς μαρμάρωσε, τα μάτια του άστραψαν, τόσο μάλαμα έχει ο παλιοτσαγκάρης; Που διάολο να το κονόμησε; Και πλεονέκτης όπως ήταν, έβαλε μπροστά το μυαλό του να δουλέψει, να πάρει στροφές, και να μηχανευτεί τρόπο να βάλει στο χέρι το μάλαμα του τσαγκάρη. Για να κερδίσει χρόνο και να το σκεφτεί το πράμα καλύτερα, αλλά και για να τον καλοπιάσει, πήρε εκείνο το υποκριτικό παπαδίστικο μειλίχιο ύφος, τον χτύπησε χαϊδευτικά στη πλάτη και του είπε:
-- Έλα βλουιμένι, πέρασι μέσα να πάρουμι ένα μιζέ, να πιούμι κι ένα κρασί, κι θα του κ’βιτιάσουμι του πράμα, δω στου πουδάρ’ τι να πούμι.
Έτσι ο Μαστρος-Μήτσος πέρασε, στρογγυλοκάθισε, ξεγύρισαν την συναγρίδα, ήπιαν κι απ’ το καλό κρασί, που το φύλαγε για τον Δεσπότη κι όλα αυτά κάτω απ’ τα περίεργα βλέμματα της παπαδιάς, που δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Πρωτόγνωρα πράματα οι γαλαντομίες και η απλοχεριές του παπά πολύ την παραξένεψαν, μην έπαθε τίποτα κακό ο άνθρωπος στα καλά καθούμενα;
Αφού έφαγαν και ήπιαν, πίνοντας και το καφεδάκι τους ρώτησε ο παπάς τον Μαστρο-Μήτσο.
-- Λοιπόν, Μαστρου-Μήτσου που το ‘χ’ς αυτό του κουμμάτ’ του μάλαμα που μ’ λες;
-- Που να το ‘χου παπά μ’; Λέου, αν είχα ένα τόσου κουμμάτ’ μάλαμα πόσα να έκανι παν’ κατ’, έτσ’ ήθιλα να μάθου απού πιριέργεια.
-- Τι ‘πις βρε Θιουκατάρατι; Δε το ‘χ’ς; Ώστι ψέματα μου ‘πις; Μι Κουρουϊδεύ’ς
 τόση ώρα;
   -- Που να του βρω ιγώ τόσου μάλαμα, παπά μ’; Λέου άμα τυχ’ κι το ‘χα.
Τα μάτια του παπά γούρλωσαν, το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, κοκκίνισε, η παπαδιά φοβήθηκε, λίγο έλειψε να πάθει συμφόρηση κι έβαλε τις φωνές.
Αφού βεβαιώθηκε ο Μαστρο-Μήτσος ότι ο παπάς το σκαπουλάρισε το εγκεφαλικό, βγήκε στο δρόμο ευχαριστημένος. Και γιατί να μην είναι ευχαριστημένος άλλωστε, ολόκληρη συναγρίδα ξεγύρισε, ολόκληρο το χωριό θα γέλαγε με το πάθημα του παπά, και θα ξανάσαβούρωνε τσάμπα την επόμενη Κυριακή.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο