Η ΣΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

Σελίδες Ιστορίας και Επιστήμης: Μπενίτο Μουσολίνι - η άνοδος και η πτώση του

                                                            Η ΣΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

                                  ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ,

                                   ΤΟΝ ΙΤΑΛΟ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΜΑΡΙΟ ΟΥΓΚΑΡΟ.

Από τις αναμνήσεις της αείμνηστης δασκάλας Δάφνης Σ. Διαμαντίδου- Κωνσταντινίδη

                                                      ΩΡΕΣ ΟΔΥΝΗΣ- ΩΡΕΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

 Ήταν εκείνοι οι  δύσκολοι  καιροί που να μη σώσουν να ξανάρθουν, Ιταλική κατοχή,  μέρες πολέμου.

Από το πρωί της 29ης Αυγούστου1943  , ανήμερα του Άη -Γιάννη του Θερμαστή, το ιταλικό πυροβολικό άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό των υψωμάτων που δεσπόζουν  του  χωριού  Καστανιά όπου οι κατοχικές αρχές  είχαν πληροφορίες ότι βρίσκονταν οι θέσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ της Σάμου. 

Παράλληλα ισχυρές δυνάμεις πεζικού και καραμπινιέρων  σε διάταξη ριπιδίου προχωρούσαν  προς την Καστανιά λεηλατώντας περιουσίες, καίγοντας σπίτια, κτήματα και δάση και σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους .

Έτσι εκτέλεσαν πολλούς γεωργούς που βρήκαν εργαζόμενους  στα κτήματα τους  και άλλους ανυποψίαστους αθώους πολίτες κάθε ηλικίας και φύλου...

Φτάνοντας στην  Καστανιά εκτέλεσαν, ομαδικά, βάσει  προδοτικού καταλόγου, εικοσιεφτά Καστανιώτες  με την κατηγορία ότι ήταν συνεργάτες των ανταρτών.

Ο κήπος της θυσίας των ηρώων αυτών της Σάμου  αποτελεί από τότε ιερό τόπο τιμής και προσκύνησης. 

Οι φασιστικές συμμορίες των Σορνταρέλι, Πιερόλα και Ούγγαρο παρέμειναν στην ευρύτερη περιοχή αρκετές μέρες δολοφονώντας, καίγοντας και  καταστρέφοντας. 

Εφτά Σεπτεμβρίου 1943, παραμονή της Παναγίας της Βροντιανής, ή όπως τη λέμε στο χωριό μας, της  Σαραντασκαλιώτισσας  κι είμασταν οι αδερφές μου και η μάνα μας μόνες, κατάμονες , αποκλεισμένες απ’ τον μεγάλο μπλόκο των Ιταλών ,  στο αγαπημένο κτήμα μας  στο Βαθυρέμα, ανάμεσα Καστανιά και Μαραθόκαμπο..

Ο πατέρας και ο παππούς φυλακισμένοι κι ανακρινόμενοι  στην καραμπινιερία του χωριού  κι από τ’  αδέρφια μας οι δυο αντάρτες στου Κέρκη τις βουνοκορφές  κι ο τρίτος στη Μέση Ανατολή του Μεγάλου Πολέμου.   

Το κτήμα μας βρίσκονταν στο κέντρο μιας καταπράσινης κοιλάδας .

Έμοιαζε με πράσινη θάλασσα όταν το πρωινό ή το βραδινό αγέρι ανάδευε τα φύλλα των αμπελιών.

Από τις τρεις πλευρές του προστατεύονταν από λόφους κατάφυτους  με αμπέλια ή συκιές , σπάρτα και πεύκα.

Η μπροστινή πλευρά ήταν ανοιχτή και αποκάτω από τα αμπέλια περνούσε ο δρόμος που ένωνε την Καστανιά με τον Μαραθόκαμπο.

Πέρα στο βάθος του ορίζοντα απλώνονταν ο Καρβούνης ή Άμπελος,  τ’ άλλο μεγάλο όρος   του νησιού μας.

Όταν με το ηλιοβασίλεμα λιγόστευε το φως, εμείς  τα παιδιά φανταζόμασταν ότι απέναντι μας ήταν ξαπλωμένος και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου  ένας ταλαιπωρημένος γέρος.

Έτσι ανασταίνονταν  στη ψυχή και στα μάτια μας το μακρινό αυτό βουνό.

Εδώ και μέρες δεν ακούγονταν στα πέριξ  ούτε πέταγμα πουλιού ούτε φωνή προβάτου.

Τα πουλιά  μετά τις τόσες  κανονιές πέταξαν φοβισμένα μακριά.

Και οι τσοπάνηδες βιάστηκαν να τραβήξουν τα κοπάδια απ’ αυτή την επικίνδυνη περιοχή.

Από το δρόμο δεν περνούσε ψυχή γιατί κανένας δεν τολμούσε να παραβεί τις εντολές του κατακτητή.  

Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το περιβάλλον , το απόμακρο και σιωπηλό , φανταστείτε, αν μπορείτε,

πώς ένιωθε μια μάνα ,αποκλεισμένη από όλους κι από όλα, με τέσσερα κορίτσια, η μάνα μας.…

Η μόνη της παρηγοριά ήταν αυτό που μας είπε η θεία μας η Κατερινιώ που έμενε στο κάτω Βαθυρέμα ότι υποχωρώντας από τις επιχειρήσεις οι Ιταλοί άφησαν να εννοηθεί ότι δεν βρήκαν κανέναν αντάρτη ούτε σκοτωμένο ούτε τραυματία. 

Ήλπιζε ότι αφού τ’ αδέρφια μας ήταν ζωντανά μπορούσαν να φανούν κάποια στιγμή.

Όμως αντί γι’ αυτά δεχτήκαμε άλλες επισκέψεις, κάθε άλλο παρά ευχάριστες.

Ακούσαμε φωνές και είδαμε να κατεβαίνουν ή μάλλον να κατρακυλούν από τους λόφους στρατιώτες και να έρχονται στο εξοχικό.

Περιμέναμε με κομμένη την ανάσα. Δεν ξέραμε τι κακά μας περίμεναν.

Έφτασαν κοντά μας κι έπεσαν καταϊδρωμένοι στις πεζούλες της αυλής.

Ζήτησαν νερό γιατί από το πρωί δεν είχαν πιει σταγόνα.

Τους δώσαμε νερό, σταφύλια και ότι άλλο είχαμε.

Η μαμά μου μπάλωσε και το πουκάμισο ενός στρατιώτη.

Ήταν η εμπροσθοφυλακή καθώς καταλάβαμε αργότερα.

Αφού ξεκουράστηκαν έφυγαν παίρνοντας το δρόμο για τον Μαραθόκαμπο.

Αναπνεύσαμε με ανακούφιση και είπαμε «φτηνά τη γλυτώσαμε».

Δεν προφτάσαμε να το χωνέψουμε κι ακούσαμε δυνατές φωνές κάτω από το δρόμο.

Είδαμε ότι αυτοί που φώναζαν ήταν στρατιώτες που έρχονταν θα έλεγε κανείς βαλμένοι σε γραμμή.

Ακούσαμε ξανά και ξανά  τις φωνές «caza Diamandidi, caza Diamandidi».

Μια ομάδα στρατιωτών σκαρφαλώνοντας από τις πεζούλες των αμπελιών έφτασε στα καλύβια μας.

Το κύριο σώμα είχε σταματήσει.

Οι στρατιώτες έψαξαν μέσα κι έξω, νομίζοντας ότι τ’ αδέλφια μας κρύβονταν εκεί.

Ένας καραμπινιέρος που όπως μάθαμε αργότερα τον έλεγαν Σίμο καθυστέρησε μέσα.

Ξαφνικά τον ακούμε να απαγγέλει:

«Από τα μαύρα στήθη σας που γέμουνε λαχτάρα

στον άτιμο το φασισμό φωνάξετε κατάρα».

Τι είχε συμβεί;

Η αδερφή μου η Γραμματική στο Γυμνάσιο παίζοντας σε μια κωμωδία για τον Μουσολίνι έλεγε αυτά τα λόγια και ο Ιταλός το βρήκε ψάχνοντας τα βιβλία που βρίσκονταν στο τραπέζι.

Ακούγοντας τον να απαγγέλει η μαμά μου είπε στην Γραμματική:

Κακούργα μας έκαψες. Δεν μας έφταναν όλα τ’ άλλα που μας βαραίνουν αλλά έδωσες κι άλλα στοιχεία.

Τότε ο στρατιώτης πλησίασε, έπιασε το χέρι της μαμάς μου και είπε:

Κυρία με λένε Σίμο και η μαμά μου είναι Αγγλίδα, ύστερα δίπλωσε το χαρτί , το έβαλε στην τσέπη του και είπε «σουβενίρ».

Μας είπε ακόμη ότι όλες μας έπρεπε να τους ακολουθήσουμε γιατί μας ήθελε ο Αρχηγός.

Δεν προφτάσαμε να κλειδώσουμε τις πόρτες ούτε να φυλάξουμε μερικά πράγματα.

Τ’ αφήσαμε όλα ανοιχτά.

Όταν ύστερα γυρίσαμε αφού γλυτώσαμε δεν βρήκαμε τίποτε , τα λεηλάτησαν όλα μερικοί κλέφτες από το άλλο χωριό , όταν λύθηκε ο μπλόκος.

Κατεβήκαμε με τους στρατιώτες στο δρόμο εκεί που ήταν σταματημένος ο στρατός και σταματήσαμε μπροστά στον αρχηγό τους.

Αντικρίσαμε έναν άνθρωπο κοντό, με όψη πρασινοκίτρινη που έμοιαζε πιο πολύ με Γιαπωνέζο παρά με Ιταλό.

Μας κοίταξε και νομίζαμε ότι αν μπορούσε θα μας σκότωνε με τα μάτια του.  

Τόσο μίσος έκλειναν μέσα τους.

Καταλάβαμε αμέσως ότι είχαμε απέναντι μας τον φονιά, τον δήμιο της Καστανιάς.

Μια μορφή αλλόκοτη που δικαίωνε  το ρητό των προγόνων μας  : Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή, ένα ανθρωπόμορφο τέρας.

Καταλάβαμε αμέσως ότι έφτασε το τέλος μας, ότι ήταν ζήτημα ωρών αν όχι λεπτών ο θάνατος μας.

Δίπλα του στέκονταν ένας άνδρας ωραίος, με ξανθό μούσι κι ευγενική  μορφή.

Τον γνωρίσαμε αμέσως. 

Ήταν ο στρατιωτικός γιατρός που κάθε μέρα περνούσε κάτω από το πατρικό μας πηγαίνοντας να φάει στη Λέσχη των αξιωματικών κοντά στη γειτονιά μας.

Μόλις μας είδε μας γνώρισε και ξέροντας πόσο βεβαρημένο μητρώο είχαμε πάγωσε. 

Ήταν σαν να μας έβλεπε κιόλας νεκρές.

Μας είπαν να προχωρήσουμε μπροστά κι ακολούθησε όλος ο στρατός κι από πίσω το μεταγωγικό.

Πήραμε από τη ρεματιά τον ανηφορικό δρόμο.

Μπροστά η μαμά μου κι από πίσω εμείς.

Χωρίς να το καταλάβουμε , μπήκαμε και κατά σειρά ηλικίας.

Σε μια στιγμή πλησίασε η Αδαμαντίνη εμάς τις δύο μικρότερες , εμένα και την Ιωάννα και επειδή ήταν σίγουρη πως θα μας σκότωναν μας είπε:

Προσέξτε καλά μην κλάψει καμμιά σας. Μη ντροπιάσετε τ’ αδέρφια μας.

Τα λόγια της αυτά ήταν σα να διαπέρασαν το στήθος μου και πάγωσαν την καρδιά μου που μου είπε ότι δεν έπρεπε να φοβηθώ και να λυγίσω, ότι αυτό έπρεπε να κάμω, ότι ήταν χρέος απαράβατο.

Σε λίγο, καθώς προχωρούσαμε, άκουσα κάτι να χτυπάει.

Γύρισα και είδα τη μικρότερη μου αδερφή να τρέμει.

Χωρίς να λάβω υπόψη μου ότι ήταν δυο χρόνια πιο μικρή από μένα , ένα μικρό παιδί, πήγα κοντά στην Αδαμαντίνη και της είπα: Η Ιωάννα φοβάται και τρέμει».

Τότε εκείνη ήρθε κοντά μας και είπε στην Ιωάννα: Τόσο φοβάσαι για τη ζωή σου , αυτό δείχνει ότι αν γλυτώσεις και μεγαλώσεις , δεν θα γίνεις καλός άνθρωπος .

Και γύρισε πάλι στη θέση της.

Αυτό ήταν, τα λόγια αυτά έφεραν τέτοιο αποτέλεσμα που ούτε το πιο δυνατό ηρεμιστικό θα μπορούσε να φέρει.

Η Ιωάννα σταμάτησε να τρέμει και δεν ξανακούστηκε από τα χείλη της κανένα παράπονο και γέλασε όταν άκουσε τους στρατιώτες να φωνάζουν «Afrika, afrika» και   γνώρισε τον Θεμιστοκλή τον Ταλιαδούρο.

Οι στρατιώτες , καθώς προχωρούσαν συνέχιζαν να ψάχνουν για αντάρτες και έπιασαν τον Ταλιαδούρο, τον Τσοκλή όπως τον λέγαμε στο χωριό.

Αυτός ο άμοιρος είχε καμίνι παραπάνω από το κτήμα μας κι ήταν ολομούτζουρος  και οι Ιταλοί τον πέρασαν για αράπη  και τον πλησίασαν  φωνάζοντας «Afrika, afrika».

 Όταν μας είδε ο Τσοκλής  μόνο που δεν λιποθύμησε από τον φόβο του.

Φοβόνταν για  το τι τον περίμενε αν τον κρατούσαν μαζί μας.

Το ίδιο φοβήθηκε και ο Σαλαμαλέκης όταν τον έπιασαν οι στρατιώτες πιο πέρα φωνάζοντας και γι’ αυτόν  «afrika-afrika”.

 

Έκανε κι αυτός καμίνι και ήταν ολομούτζουρος.

Τους έφεραν και τους δυο κοντά μας.

Προχωρήσαμε αμίλητες αρκετή ώρα ώσπου φτάσαμε στο εκκλησάκι των Αγίων Πάντων και μπήκαμε στον περίβολό του.

Τότε ο φονιάς έδωσε μια διαταγή.

Οι στρατιώτες μας έβαλαν στη σειρά , τον έναν πλάι στον άλλο.

Καθώς φαίνεται ήταν έτοιμος να μας ξεφορτωθεί αλλά κάτι τον απασχόλησε ξαφνικά.

Ήταν σαν να μας ξέχασε.

Στήσανε τον ασύρματο και συζητούσανε.

Αφού μας άφησε όρθιες μέσα στον ήλιο αρκετή ώρα έδωσε διαταγή να ξεκινήσουμε.

Περπατούσαμε μέσα στον ήλιο μέχρι που φτάσαμε στο καλύβι του Κοκκαλή,  μερικά χιλιόμετρα έξω από το χωριό.

Εκεί περίμεναν και φορτηγά που θα μετέφεραν τους στρατιώτες.

Πάλι μας θυμήθηκε και έδωσε διαταγή να παραταχθούμε στην άκρη της γραμμής.

Τότε μας πλησίασε ο Σίμος.

Η μαμά μου του είπε:

«Σε παρακαλώ όταν δώσει διαταγή να μας σκοτώσουν να σκοτώσουν εμένα πρώτη.

Δεν θέλω να δω τα παιδιά μου σκοτωμένα».

Μείναμε όρθιες αρκετή ώρα μέσα στο καταμεσήμερο.

Είχαμε στεγνώσει από τη δίψα και τη ζέστη.

Δεν ξέρω τι μεσολάβησε κι ήρθε ο Σίμος και μας είπε να κατεβούμε στις κάτω πεζούλες και να καθίσουμε κάτω από τις συκιές.

Η μαμά μου του είπε : «Γιατί να κάτσω αφού θα σηκωθώ πάλι όταν θα μας σκοτώσει»;

Ο Σίμος επέμενε.

«Κάθισε Κυρία και μη φοβάσαι» .

Ήταν σαν να ήθελε να μας πει κάτι αλλά δεν μπορούσε.

Οι ασύρματοι δούλευαν συνέχεια.

Ο Σίμος ερχόταν και κάθονταν κοντά μας.

Μας έλεγε τι είχε ακούσει για τους αδερφούς Διαμαντίδη ιδίως για το Γιώργο , ότι στην Καστανιά έμαθε ότι ζούσε το κορίτσι του κι έκανε διάφορα σχόλια.

Όπως καθόμασταν  γύρω μας ήταν σκορπισμένες κάσες με σφαίρες και λυπόμασταν που δεν μπορούσαμε να πάρουμε μερικές και να τις δώσουμε στους αντάρτες που είχαν ελάχιστα πυρομαχικά.

Δηλαδή έπαψε να μας απασχολεί το θέμα της ζωής μας και ενδιαφερόμασταν για κείνους που έμεναν πίσω.

Γι’ αυτό όταν βλέπω σε έργα ή διαβάζω σε εφημερίδες ότι αντιμετώπισαν κάποιοι το  θάνατο ατάραχα δεν μου κάνει εντύπωση.

Φαίνεται ότι όταν το χωνέψεις, όταν το νιώσεις βαθιά μέσα σου είναι σαν να ναρκώνεσαι και το αντιμετωπίζεις με ψυχραιμία.

Οι ώρες περνούσαν αργά, αργά.

Πρώτη φορά στη ζωή μου νόμισα ότι σταμάτησαν όλα τα ρολόγια, ότι ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει.

Περιμένοντας μέχρι τις έξη την απόφαση του φονιά ή μάλλον τη διαταγή της εκτέλεσης καθόμασταν ακίνητες ώσπου ήρθε ο Σίμος και μας είπε ν’ ανεβούμε πάνω στο δρόμο .

Κι είπε στη μαμά μου ν’ ανεβεί σ’ ένα φορτηγό για να μην κουραστεί.

Εκείνη αντέδρασε έντονα λέγοντας : «Δεν αφήνω μόνα τους τα παιδιά μου».

Στο τέλος για να μη δημιουργήσει επεισόδιο υποχώρησε.

Όλες οι αδερφές προχωρήσαμε μπροστά και από πίσω έρχονταν οι στρατιώτες.

Μέχρι να φτάσουμε στην καραμπινιερία νύχτωσε.

Μας έβαλαν μέσα στον κήπο μαζί με τη μαμά μας.

Οι ώρες περνούσαν και κανένας δεν ερχόντανε.

Μέσα στην καραμπινιερία όλοι συζητούσαν, οι ασύρματοι δούλευαν ασταμάτητα.

Καταλαβαίναμε ότι είχε συμβεί κάτι σημαντικό.

Πιαστήκαμε, όρθιες τόσες ώρες.

Γύρω στις δέκα άνοιξε η πόρτα του κήπου και μπήκε ο Κονταράτος.

Ήταν Πρόεδρος της Κοινότητας κι έκανε και τον διερμηνέα των Ιταλών.

«Φύγετε γρήγορα, μη σταματήσετε καθόλου, πηγαίνετε στο σπίτι σας» μας λέει.

Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε .

Τι έγινε που άλλαξε ξαφνικά τη μοίρα μας;

 Φτάσαμε τρέχοντας στο σπίτι και βρήκαμε τον μπαμπά και τον παππού και μάθαμε πώς γλύτωσαν από το απόσπασμα.

Νιώσαμε ευτυχισμένοι για τη σωτηρία όλων μας.

Η ευτυχία μας δεν ήταν απόλυτη, κάποιο σύννεφο τη σκίαζε.

Ήταν η αγωνία μας για την τύχη των αδερφών μας του Αντώνη και του Γιώργου.

Το πρωί μάθαμε τι ήταν αυτό που μας έσωσε.

Έπεσε η Κυβέρνηση στην Ιταλία και έγινε συνθηκολόγηση.

Περνώντας την άλλη μέρα κάτω από το σπίτι μας ο κ. Κονταράτος είπε στη μαμά μου:

« Κυρία Μαρία να ευχαριστείτε το Θεό που έγινε συνθηκολόγηση.

Διαφορετικά δεν θα έμενε ούτε γάτος από το σπίτι σας».

«Τα λόγια σου φωτιά και λύτρωση μαζί Πρόεδρε» του ανταπάντησε  η μαμά.

«Μακάρι να  έλθουν  καλύτερες μέρες για όλους μας»  απόσωσε εκείνος  και κατευθύνθηκε σοβαρός-σοβαρός και συλλογισμένος προς το Λουγκάκι όπου το διώροφο πέτρινο κτίριο της Δημαρχίας.

                          

                             Διασκευή- Επιμέλεια: Μανώλης Νικ. Κάρλας                                                                                    

 

                               Συμπληρωματικά ενημερωτικά στοιχεία

Η οικογένεια του  Σεβαστού Γ, Διαμαντίδη και της Μαρίας Α. Κουρέρη -Διαμαντίδη είχε εννιά παιδιά, έξη κορίτσια και τρία αγόρια.

Ο Σεβαστός ήταν φραγκοράφτης και μελισσοκόμος.

Το κτήμα τους στο Βαθυρέμα,  ανάμεσα σε Μαραθόκαμπο και Καστανιά, με το εκκλησάκι της Αγίας Σοφίας ήταν το αγαπημένο τους. 

Στα δίσεκτα χρόνια της Κατοχής τα δυο αγόρια ο Γιώργος και ο Αντώνης βγήκαν αντάρτες στο βουνό ενάντια στους Ιταλούς κατακτητές κι ο τρίτος , ο μικρότερος, ο Κώστας,  έφυγε εθελοντής για τη Μέση Ανατολή και σκοτώθηκε πολεμώντας σαν απλός Έλληνας στρατιώτης  στο Ελ Αλαμέιν.

Οι γονείς και οι θυγατέρες έμειναν στο χωριό και πλήρωσαν με πολλές διώξεις και ταλαιπωρίες την αγάπη τους  για την πατρίδα και τη λευτεριά της.

Το σπίτι της οικογένειας ήταν στο κέντρο του χωριού, αριστερά του δρόμου προς τον Προφήτη Ηλία,  λίγο πριν το σημερινό κτίριο του σινεμά.

Όσο για το καινούργιο  σπίτι με τον κήπο του  που με χίλιους κόπους και πολλές  στερήσεις είχε χτίσει ο  κυρ Σεβαστός για προίκα των κοριτσιών του , στον κεντρικό αμαξιτό δρόμο του χωριού,  στη γειτονιά του δάσκαλου του Τζαννετή (σήμερα κατοικία του εγγονού του καθηγητή κ. Σεβαστού- Τάκη-  Α. Διαμαντίδη)  το είχαν επιτάξει τότε  οι Ιταλοί  και στέγαζε την καραμπινιερία και την φυλακή της.

Αυτή η φυλακή έμελλε να  φιλοξενήσει πολλές φορές  τον ίδιο και  πολλά μέλη της οικογένειάς του  τα πέτρινα εκείνα χρόνια  της Κατοχής, τότε που οι ιδέες και η λεβεντιά ήταν φωτιά που έκαιγε  και φως που ακτινοβολούσε.

Τα φοβερά  παιχνίδια  και οι ανεπανάληπτες στιγμές της τύχης και της Ιστορίας…

                                                         Μανώλης Νικ. Κάρλας.

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο