Ενθυμήματα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιουλίου του 1949 στον Κέρκη.

     Samos Prefecture Mountains    Ενθυμήματα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του 
                      Ιουλίου του 1949 στον Κέρκη.
   Περίοδος εμφυλίου, δύσκολες εποχές, παντού κυριαρχούσε ο φόβος.
   Τα μπλόκα των κυβερνητικών εμπόδιζαν τους γεωργούς να βγουν να καλλιεργήσουν τα χωράφια, να μαζέψουν τις ελιές τους, τα προϊόντα τους, να βοσκήσουν τα ζώα τους και ο πολύς κόσμος στερούνταν ακόμα και το ψωμί. Και κάθε τόσο βγάζανε τον τελάλη του χωριού και φώναζε «όλοι από είκοσι μέχρι πενήντα κι  όσοι έχουν χοντρά ζώα να πάρουν μαζί τους ξηρά τροφή  για μερικές μέρες κι αύριο το πρωί να παρουσιαστούν στο σταθμό του Αγίου Αντωνίου».
   Κανένας δε ρωτούσε όμως όλους αυτούς τους ανθρώπους, που όλοι τους ήτανε γεωργοί  και μεροκαματιάρηδες, αποκλεισμένοι στο χωριό τον περισσότερο χρόνο, αν είχαν ξηρά τροφή για να πάρουν μαζί τους, αν είχαν δεύτερο παντελόνι και παπούτσια να φορέσουν, ή αν είχαν να ταΐσουν και να πεταλώσουν το ζωντανό τους.
   Πολλές φορές μάλιστα τα τρόφιμα ήταν δυσεύρετα και για αυτούς είχαν χρήματα για ν’ αγοράσουν, γιατί ο ανεφοδιασμός του χωριού ήταν πολύ δύσκολος, απαγορευόταν η ελεύθερη διακίνηση τροφίμων .
   Όμως η Εξουσία δεν χωράτευε.
   Κάποιος που αρνήθηκε να πάει τσάμπα ξύλα για το τζάκι σ’ έναν ΜΑΥ (Μονάδες Ασφάλειας Υπαίθρου) τον βαφτίσανε κομμουνιστή και τον στείλανε για διακοπές στη Μακρόνησο, και δεν ήταν η μοναδική περίπτωση. Πολλοί ΜΑΥδες ήταν άτομα πολύ χαμηλής υποστάθμης, χωρίς ιδανικά, άρπαγες, εκβιαστές, που τάχθηκαν εκεί για να φάνε και να δείξουν τη δύναμή τους που δεν είχαν ποτέ. Υπήρξαν όμως και οι καλοί, άνθρωποι ευκατάστατοι, σοβαροί, καλής κοινωνικής τάξης που τάχθηκαν εκεί για τα ιδανικά τους, για τα πιστεύω τους  που ξεχώρισαν και βοήθησαν σε πολλές περιπτώσεις.
   Ο Μαραθόκαμπος λοιπόν, λόγω θέσεως, ταλαιπωρήθηκε περισσότερο απ’ όλα τα χωριά της Σάμου, οι άνθρωποι δεν άντεχαν κι άρχισαν να φεύγουν, όχι μόνο για να γλυτώσουν  απ’ την ταλαιπωρία των επιχειρήσεων, που νηστικοί, ξυπόλυτοι, και ξεβράκωτοι όργωναν τα κατσάβραχα και τα δαγριά του Κέρκη, αλλά και για να βρουν κάπου ένα μεροκάματο, ένα καρβέλι ψωμί για τους ίδιους και τα παιδιά τους που κοιμότανε νηστικά.
    Ο κόσμος λοιπόν αραίωνε και για να εξασφαλίσουν όσους χρειάζονταν για τις επιχειρήσεις τα ηλικιακά όρια όλο και διευρύνονταν.
   Έτσι κατά τα μέσα Ιουλίου του 1949, πολύ πρωί ακόμα, ακούστηκε ο τελάλης να φωνάζει «όλοι από δεκάξι μέχρι…..». Ήμουν μέσα στα όρια, τα είχα κλεισμένα τα δεκάξι κι έπρεπε να πάω.
   Μέσα σ’ ένα Ιταλικό σακίδιο, απομεινάρι της κατοχής μου έβαλε η μάνα μου   ψωμί και δερματοτύρι, δεν είχαμε και τίποτα άλλο που να κρατά πολλές μέρες, ένα παγούρι για νερό, κι αυτό Ιταλικό και  μια κουβέρτα για να τυλίγουμε τα βράδια για το κρύο και παρουσιάστηκα στο σταθμό του Αγίου Αντωνίου, όπως ο τελάλης όριζε.
   Εκεί βρήκα και τον φίλο μου τον Σταύρο τον Ξυγκά, του Αντώνη και της Γαρυφαλιώς το γιό, που ήμασταν φίλοι από μικρά παιδιά, συμμαθητές, στο ίδιο θρανίο καθόμασταν, κι εδώ μαζί καθίσαμε και περιμέναμε τι θ’ απογίνει, δε θέλαμε να χωρίσουμε.
   Σε λίγο, πήρε τους μισούς σχεδόν η χωροφυλακή, μαζί κι εμάς τους δυο και φύγαμε. Τους υπόλοιπους συνομήλικούς μας που πήρε το ΕΤΑΞ τους γύρισαν πίσω απ’ τη βρύση του Χάχαλη όπως μάθαμε κατόπιν.
   Πηγαίναμε αργά ψάχνοντας μέσα απ’ τα δαγριά και τα κατσάβραχα, απ’ ότι θυμάμαι το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε στη βρύση της Καμαρίτσας στην Ψιλή Άμμο και το προτελευταίο στο Μπουγάζι, στου Μανωλάκη τον κάβο.
    Οι μέρες περνούσαν και τα τρόφιμα, λίγα- πολλά, όσα μπορεί να είχε ο καθένας μας σώθηκαν, οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥδες καλά τρώγανε αλλά σε μας δε δίνανε. Ευτυχώς όμως που στο Παλιοχώρι βρεθήκαμε σ’ ένα αμυγδαλιώνα με αφράτα μύγδαλα, ρίξαμε μπόλικα στα σακίδια κι αυτά μας κράτησαν καλά, μας έκοβαν την πείνα.
   Προχωρώντας φτάσαμε έξω απ’ τη Καλλιθέα, Καλαμπάχτασι το λέγανε τότε, εκεί στρατοπεδέψαμε σε κάτι ποτιστικά περιμένοντας εντολές. Εδώ φάγαμε αχλάδια, ήταν μισοάγουρα ακόμα αλλά κακήν κακώς τρωγότανε, και κόκκινα γλυκά μούρα, κι απ’ αυτά όσα φθάναμε, γιατί δεν μας επέτρεπαν ν’ ανεβούμε στα δένδρα καθώς πέρα απ’ τη μεριά των Δρακαίων ακούγονταν πυκνές τουφεκιές. Δυο τρεις ΜΑΥδες απασχολήθηκαν στο να βάλουν φωτιές και να κάψουν το δάσος στην είσοδο του χωριού, παρά την ηλικία μου πολύ λυπήθηκα, ευτυχώς όμως, όταν ξαναπήγα εκεί το καλοκαίρι του 1963 τα νέα πευκάκια ήταν πολύ καλά αναπτυγμένα.
    Πήραμε οδηγίες και ξεκινήσαμε, όλη η δύναμη προς τη θάλασσα έλεγαν.
Εγώ βρέθηκα, λίγα μέτρα απ’ τη θάλασσα, μ’ έναν χωροφύλακα με οπλοπολυβόλο προχωρώντας στα κατσάβραχα. Σε λίγο σταματήσαμε, ο χωροφύλακας πήρε θέση και εγώ λούφαξα κοντά του πίσω από κάτι μεγάλες πέτρες και περιμέναμε.
    Δεν πέρασε πολλή ώρα κι έφτασαν και οι αντάρτες σπρωγμένοι απ’ το ΕΤΑΞ και πέσανε μέσα στο θύλακα της χωροφυλακής, λέγανε τότε ότι εκεί ήταν το πέρασμα, ο τόπος διαφυγής τους που είχε προδοθεί και τους περίμεναν. Η μάχη δεν κράτησε πολύ γιατί απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά κάποιοι φώναξαν ότι ο  Μαλαγάρης σκοτώθηκε και στο άκουσμα αυτό επακολούθησε κάποια αναστάτωση, κάποια αναμπουμπούλα οι χωροφύλακες άρχισαν τους πανηγυρισμούς αφήνοντας τις θέσεις τους και οι αντάρτες κατάφεραν να διαφύγουν.
    Ο θάνατος του αρχηγού Γιάννη Μαλαγάρη αξιωματικού του πυροβολικού, του Κ. Γρυδάκη και μερικών άλλων ακόμα του επιτελείου του σήμαινε και το τέλος του αντάρτικου στη Σάμο.
   Είχε σουρουπώσει πια όταν μαζέψαμε τους σκοτωμένους αντάρτες και χωροφύλακες, τους πήγαμε όλους σ’ ένα ξέφωτο λίγο πιο ψηλά και μας είπαν να κοιμηθούμε κι εμείς εκεί γύρω.
   Κάποια στιγμή με πλησίασε κάποιος άγνωστός μου χωροφύλακας κρατώντας ένα μικρό μπογαλάκι.
   - Έχεις χώρο στο σακίδιό σου με ρώτησε.
   - Έχω του είπα, άδειο είναι.
   -Ρίξε το μέσα μου είπε και μου το δίνεις αύριο.
   Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη για να καταλάβω ότι κάποιο λάφυρο έκρυβε, το πρωί που από περιέργεια τ’ ανοίξαμε με το Σταύρο είχε μέσα δυο χρυσές λίρες, ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι κι ένα πολύ μικρό πιστόλι μ’ αρκετές σφαίρες.
   Τη νύχτα κουρασμένοι όλοι ροχάλιζαν γύρω, μαζί κι ο φίλος μου ο Σταύρος, εγώ δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, φοβόμουνα, δε μπορούσα να βλέπω τόσους σκοτωμένους και το διασκέδαζα κοιτάζοντας τα φωτιστικά βλήματα που έριχνε ένα αντιτορπιλικό για τους χωροφύλακες που έψαχναν στο πεδίο της μάχης. Κάποια στιγμή άκουσα ομιλίες πίσω απ’ τους θάμνους που ήταν λίγο πιο πέρα. Κατάλαβα ότι ήταν ο ασύρματος και κάποιος ξενυχτά, έτσι σιγά σιγά μπουσουλώντας και σερνάμενος έφτασα μέχρι εκεί κι εκεί κοιμήθηκα.
   Το πρωί με το Σταύρο κατεβήκαμε στην παραλία να χαζέψουμε το αντιτορπιλικό, το Κρήτη ήταν νομίζω, που είχε κατεβάσει βάρκες κι έψαχναν γιατί είπαν ότι αντάρτες είχαν πέσει στη θάλασσα.
   Για μια στιγμή μια βάρκα, που κάποιος βαθμοφόρος πρέπει να ήτανε μέσα, ήρθε κοντά στο βράχο που καθόμασταν και μας ρώτησαν ποιοι ήμαστε. Τους κατατοπίσαμε, ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες, κι ο Σταύρος μεταξύ αστείου και σοβαρού τους είπε, πεινάμε δεν έχει τίποτα να φάμε; Κάτι είπαν μεταξύ τους και μας είπαν να περιμένουμε, πήγε η βάρκα στο καράβι, που ήταν πολύ κοντά, κι όταν γύρισε μας έδωσαν ένα ολόκληρο άσπρο ψωμί, δυο κονσέρβες κρέας και μπόλικο τυρί. Εκεί στο βράχο φάγαμε καλά με τον φίλο μου, φυλάξαμε γι’ αργότερα τα υπόλοιπα κι αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε.
   Λίγο πιο πάνω μέσα σ΄ ένα μικρό ξέφωτο βρήκαμε έναν αντάρτη σκοτωμένο και καμιά δεκαριά μέτρα παραπέρα πίσω από μερικές πέτρες που είχε για αμπρί ένα χωροφύλακα τραυματία, αμέσως πήραμε δρόμο και ειδοποιήσουμε, κατέβηκαν τους πήραν αλλά τελικά ούτε ο χωροφύλακας γλύτωσε, αιμορραγούσε όλη νύχτα και δεν άντεξε.
   Λίγο πριν το μεσημέρι ήρθαν μερικοί αξιωματικοί του ΕΤΑΞ και οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής από ένα ξέφωτο τους κατατόπιζαν που και πως έγινε η μάχη, στο τέλος αποχωρώντας ακούστηκε ένας να λέει κάπως μεγαλόφωνα, «κρίμα, εμείς δεν θα τους σκοτώναμε, θα τους είχαμε πιάσει όλους ζωντανούς». Όπως λέγανε τότε αυτή ήταν η τακτική του ΕΤΑΞ, να τους αναγκάσει να παραδοθούν κι όχι να τους σκοτώσει.
   Το μεσημέρι μας έβαλαν στη σειρά, πολίτες και χωροφύλακες, κι άρχισαν να μας ψάχνουν για τυχόν πλιάτσικα. Φοβήθηκα, τώρα όταν μου τα βρούνε τι να πω, ότι μου τα έδωσε να τα φυλάξω ένας χωροφύλακας, ποιος;  Ονοματεπώνυμο δεν ήξερα, ούτε καλά -καλά τη φάτσα του, σούρουπο ήταν όταν μου τα έδωσε, αλλά κι αν τον γνώριζα θα δεχόταν ότι εκείνος μου τα έδωσε; Εδώ βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Ευτυχώς όμως, όταν έφτασε η σειρά μας μας είδαν παιδιά, κάτι είπαν μεταξύ τους, και γέλασαν, μας χτύπησαν στην πλάτη και μας έδιωξαν.
Λίγο παραπέρα παραμόνευε ο χωροφύλακας με ξεμονάχιασε και του τα έδωσα.
   Το απόγευμα μαζέψαμε τους σκοτωμένους και κατεβήκαμε στην παραλία Βάλσαμο, το ΕΤΑΞ με δυο αιχμάλωτους αντάρτες είχε προηγηθεί, απ’ όπου ήρθε και μας φόρτωσε ένα αρματαγωγό, το Ικαρία ήτανε αν θυμάμαι καλά, και μας πήγε κατά το σούρουπο στο λιμάνι του Καρλοβάσου, όπου περίμενε πάρα πολύς κόσμος.
   Το πουκάμισό μου ήταν λερωμένο απ’ τα κόκκινα μούρα και μόλις βγήκα μια γυναίκα με ρώτησε, τι είναι αυτά καλέ; Δείχνοντας τις κοκκινίλες. Αίμα της λέω, και σε λίγο σ’ ένα μπουλούκι από γυναίκες κάτι έλεγε κι όλες κοιτάζανε μένα. Τώρα θα μ’ αναδείξουν και ήρωα είπα στο Σταύρο, αλλά δεν πρόλαβαν γιατί ήρθαν μερικά φορτηγά μας φόρτωσαν και μας πήγαν στο Νέο, στην Πορφυριάδα όπου κοιμηθήκαμε. Πριν κοιμηθούμε όμως, χωρίς δραχμή και παρά τα χάλια μας, κάναμε τις βόλτες μας στο Καρλόβασι, πότε θα ξανατύχαινε, και το πρωί με φορτηγά πάλι μας πήγαν στον Μαραθόκαμπο.
 
                                                                                                         Σάμος 3 – 1 – 2023    
                                                                                                   Ευάγγελος Γ. Κιλουκιώτης

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο