Δυο τραγικές μέρες του 17 -- Μαραθόκαμπος. Του Κώστα Τζανετή.

Ιωάννης Γιαγάς - iSamos.gr

        Δυο τραγικές μέρες του 17 --  Μαραθόκαμπος.

                                                                        Του Κώστα Τζανετή.

   Ανήμερα τα Φώτα, Γενάρης του χίλια εννιακόσια δέκα εφτά. Είπαν πως θα τελείωναν όλα εκείνη τη χειμωνιάτικη βραδιά. Τ’ άκουσαν μερικοί στο καφενείο της κάτω ρούγας που σύχναζαν οι χωροφύλακες. Εκεί σαν δεν είχαν υπηρεσία έπιναν τα καφεδάκια τους και συζητούσαν για το μεγάλο και φοβερό ζήτημα που απασχολούσε, το Γιαγαδικό.

   Ήταν όλοι τους πεισματωμένοι κι είχαν πάρει απόφαση να κάμουν το καθήκον τους, όπως έλεγαν, σαν άνδρες αληθινοί, να πάρουν το αίμα πίσω, γιατί είχαν χάσει στις συμπλοκές όχι λίγους από τους συναδέλφους του. Να εκδικηθούν μια για πάντα. Απόψε αύριο, χωρίς αναβολή. Έτσι είχαν ορκισθεί, όπως είπαν μερικοί απ’ αυτούς. Κι ήταν όλοι τους ένας κι ένας. Ψηλοί, ολόστητοι, μελαχρινοί, με στριμμένο το μουστάκι και με κοντοβράκι και γιλέκο σταυρωτό.

   Μα και πάνω, απ’ το βουνό, τα ίδια κακά προμηνύματα έρχονται κι όλοι οι χωριανοί βρίσκονται γι’ αυτό σε αγωνία. Οι Γιαγάδες δεν είναι μονάχοι όπως πρώτα. Κοντά τους πήγαν κι άλλοι παλληκαράδες με απόφαση ν’ αντισταθούν, ν’ αλλάξουν την πορεία της Κυβέρνησης. Λένε ακόμα, μα δεν είναι σίγουρο, πως σήκωσαν τη σημαία της Ηγεμονίας, που είχαμε πρώτα στη Σάμο. Τι να πιστέψει απ’ όλα αυτά ο κοσμάκης. Ότι και νάναι όμως, κάτι φοβερό, φοβερότερο από άλλοτε, πρόκειται να γίνει, κι η ανησυχία ολωνών είναι μεγάλη. Γιατί στο χωριό αυτό, το μεγαλοχώρι τον Μαραθόκαμπο, χρόνια τώρα δεν έπαψαν οι ανωμαλίες κι οι σκοτωμοί. Πριν απ’ το δώδεκα είχαμε το αντάρτικο ενάντια στους Τούρκους, που έφερναν οι τουρκόφιλοι ηγεμόνες της Σάμου παρά τις συμφωνίες του Λονδίνου του 1832, κι ενάντια στη χωροφυλακή, που ήταν διορισμένη απ’ αυτούς. Από τη μεγάλη χαρά ύστερα και τον ενθουσιασμό της ένωσής μας με τη μεγάλη μας πατρίδα, πέσαμε πάλι στην αναταραχή, τη διχόνοια και την ανταρσία. Φαίνεται πως η αλλαγή από την ιδιόρρυθμη ζωή της Ηγεμονίας πέσαμε ξαφνικά και λαθεμένα ίσως, σε μια άλλη διαφορετική ζωή, και μια διοίκηση με αψυχολόγητα μέτρα, με αλλεπάλληλες διαταγές και απαιτήσεις του Δημοσίου και των υπαλλήλων που μας ήρθαν. Απογραφή ξαφνικά των κατοίκων, χωρίς καμιά προετοιμασία και ενημέρωση, στρατολογίες κληρωτών και εφέδρων, φόροι βαρείς και άλλα μέτρα ασυνήθιστα για τον τόπο και πιεστικά. Από τις πρώτες αντιδράσεις του λαού ήταν και τα αιματηρά επεισόδια που έγιναν τότε στο Καλαμπάχτασι, σημερινή Καλλιθέα.

   Υπαίτιοι και δράστες των θλιβερών εκείνων γεγονότων της Καλλιθέας θεωρήθηκαν από την Κυβέρνηση οι προσωρινοί χωροφύλακες που στάλθηκαν εκεί να επιβάλουν το νόμο και να εκτελεσθεί η διαταγή της απογραφής και υπαίτιοι κύρια οι δυο Γιαγάδες. Ο μεγάλος τους αδερφός ο Γιάννης, είχε διορισθεί Αστυνόμος Μαραθοκάμπου με βαθμό Ανθυπομοιράρχου και σ’ αυτόν φυσικά είχε σταλεί η διαταγή για την εκτέλεσή της. Στέλνοντάς τους εκεί για την επιβολή του νόμου έκαμε τις συνήθεις συστάσεις, όπως μου είπε αργότερα ο ίδιος, χωρίς να τεθεί επικεφαλής τους. Εκείνοι θερμόαιμοι όπως ήταν, δεν ενήργησαν με ψυχραιμία στις προκλήσεις και απειλές των κατοίκων κι έκαμαν χρήση των όπλων. Επρόκειτο γι’ αυτό να δικαστούν κι αυτό ήταν μια αιτία κοντά στις άλλες να φυγοδικήσουν και να βγουν στο βουνό.

   Αυτοί οι λόγοι, ακόμα και η περιφρόνηση και η άδικη μεταχείριση όλων των ελευθέρων πολεμιστών της ηγεμονίας και της επανάστασης του δώδεκα, δημιούργησαν το Γιαγαδικό ζήτημα, που σχεδόν επί δεκαπέντε χρόνια είχε φέρει σε δεινή θέση μαζί με το χωριό και την άλλη Σάμο όπως και την Ελληνική Διοίκηση, που φυσικά έπρεπε να επαναφέρει την τάξη και να περιφρουρήσει το κύρος της.

   Εδώ σημειώνουμε ότι στην αρχή, επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, οι Γιαγάδες στο βουνό ήταν μονάχα δυο απ’ τα τέσσερα αδέλφια, που έμεναν ασύλληπτοι, παρ’ όλες τις συχνές καταδιώξεις και συγκρούσεις των με αποσπάσματα της χωροφυλακής, ή του ευζωνικού τάγματος, που είχε σταλεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Με τις πολεμικές των ικανότητες οι δυο αυτοί, Κώστας και Γιώργος Γιαγάς, και κυριότερο με την σκοπευτική τους δεινότητα, την ταχύτητα των κινήσεών τους και τη γνώση των τοπικών συνθηκών, κατόρθωσαν να σπάσουν το ηθικό των αποσπασμάτων και να προκαλούν κυριολεκτικά την αμηχανία και τον φόβο των τοπικών αρχών.

   Είχαν τότε κηρυχθεί βιαστικά και όχι δικαιολογημένα από το κράτος ληστές. Ληστές βέβαια δεν ήταν. Αλλά και σήμερα ακόμα είναι δύσκολο να δώσει κανείς τον αληθινό χαρακτηρισμό των Γιαγάδων της εποχής εκείνης. Είναι όμως αλήθεια, ότι ένα μέρος των κατοίκων για διαφόρους λόγους υπόθαλπε, ή ανεχόταν το κίνημά τους. Μια εξήγηση, που δίνεται στη περίπτωσή αυτή και που μόνη της ασφαλώς δεν πείθει απόλυτα, είναι η σχετική με το ηρωικό στοιχείο, ο θαυμασμός στο παλικάρι, τον ανδρειωμένο.

   Αλλά τώρα, στο τέλος του 1916, τα πράματα είχαν αλλάξει όπως αναφέραμε στην αρχή. Η ομάδα μεγάλωσε. Κάπου δεκάξι ή δεκαεφτά. Κι επικεφαλής των ο μεγαλύτερος αδερφός, ο μορφωμένος, ένας απ’ τους συνεργάτες του Σοφούλη και πρώτος οπλαρχηγός της επανάστασης του δώδεκα Γιάννης Γιαγάς. Και τα αιτήματα, που λένε ότι πρόβαλαν τώρα, είναι γενικότερα, πολιτειακά της εποχής εκείνης, που είχε διαιρεθεί το κράτος σε δυο, του Βασιλιά και του Βενιζέλου. Γι’ αυτό και η γνώμη των Αρχών να ξεκαθαριστεί εκείνη τη βραδιά το ζήτημα, φαίνεται πως ήταν γενική και αποφασιστική.

   Με το θάμπωμα της μέρας ο κόσμος διατάχθηκε να κλειστεί στα σπίτια του. Ούτε φως ούτε φωνή, ούτε κίνηση καμιά. Μεγάλες κι εφιαλτικές οι ώρες της νύχτας για όλους σχεδόν τους κατοίκους. Τι θα γίνει, τι θ’ ακουστεί το πρωί. Μεγάλη και τρομερή είδηση φοβόντουσαν όλοι, γιατί  αργά το βράδυ ακούστηκε στο χωριό, ότι εκτός απ’ τη δύναμη της χωροφυλακής, ο στρατός, ένα ολόκληρο τάγμα από το Καρλόβασι, διατάχθηκε να κινηθείπρος τα πάνω, στο βουνό. Γι’ αυτό όταν το πρωί άνοιξαν οι πόρτες των σπιτιών τα ρωτήματα έπαιρναν κι έδιναν. Κι οι απαντήσεις λιγοστές, διφορούμενες, που σήμαιναν φόβο και τραγικότητα. Δεν άργησαν όμως να ξεκαθαρίσουν τα συμβάντα όλα της νύχτας εκείνης του 1917.

   Η μάχη έγινε μεσ’ στο μικρό χωριό, τους Κοσμαδαίους, που βρίσκεται πάνω στο Φτέρια, παρακλάδι του Κέρκη, εφτακόσια μέτρα περίπου ψηλά από τη θάλασσα. Οι αντάρτες συγκεντρωμένοι σ’ ένα σπίτι διασκέδαζαν με την ευκαιρία κάποιας βάπτισης νεογέννητου βρέφους. Έτσι είπαν. Η βραδιά ήταν σκοτεινή, βαριά, χειμωνιάτικη, κι έτσι το περικύκλωμα του χωριού από τη χωροφυλακή και το στρατό δεν έγινε γρήγορα αντιληπτό. Παρ’ όλα αυτά οι περικυκλωμένοι αντάρτες έδωσαν μάχη. Μόλις αντιλήφθηκαν την κύκλωση άλλοι απ’ τα παράθυρα του σπιτιού κι άλλοι από τους δρόμους που κατέβηκαν στα γρήγορα, απαντούσαν στα πυρά των χωροφυλάκων, που τους επιτέθηκαν και τα φονικά ήταν πολλά. Ο φημισμένος για την παλληκαριά του Γιώργος Γιαγάς, σκοτώθηκε, ο δε αδελφός του Κώστας τραυματίστηκε στο πόδι. Αλλά κι αυτός αν και τραυματισμένος φεύγοντας φρόντισε να πάρουν οι φίλοι του το κεφάλι του αδελφού του. Μέσα στους σκοτωμένους του χωριού ήταν και η αδελφή των Γιαγάδων που έτυχε να βρεθεί κοντά στ’ αδέλφια της εκείνη τη νύχτα. Η φωτιά που έβαλε η χωροφυλακή, για να περιορίσει τον κλοιό σε μικρότερη έκταση, χειροτέρεψε την κατάσταση. Έκαψε τα περισσότερα σπίτια και προξένησε πολλά θύματα στο χωριό.

   Το πως κατόρθωσε η ομάδα αυτή των ανταρτών να ξεφύγει απ’ το αποκλεισμένο εκείνη τη νύχτα χωριό, να διασχίσει το βουνό και τις πλαγιές του και να βρεθεί μακριά ώς την παραλία της Μακριάς πούντας, δεν μπόρεσε κανείς να το εξηγήσει. Δεν άργησε όμως να μαθευτεί ότι βρήκαν στα γρήγορα καΐκι κι έφυγαν όλοι τους. Ύστερα από μερικές μέρες έγινε γνωστό πως αποβιβάστηκαν στην Κάρυστο της Εύβοιας κι από κει τράβηξαν για την Αθήνα, όπου έγιναν δεκτοί από το αντίπαλο καθεστώς του Βασιλιά.  

   Αυτά όλα βέβαια άφησαν μαύρα σημάδια στο χωριό των Κοσμαδαίων κι ίσως ανακούφιση στους περισσοτέρους, τους νομιμόφρονες κατοίκους του Μαραθοκάμπου και των γύρω χωριών, γιατί είχε δοθεί ένα τέλος, όπως νόμιζαν κι ελπίζανε, στις τόσες περιπέτειες, εξαιτίας των Γιαγάδων.

   Αλλά το φοβερότερο, το εγκληματικό, όπου νους ανθρώπου δεν το φαντάζεται, είναι αυτό που έγινε την άλλη βραδιά, μέσα, κατάμεσα στο Μαραθόκαμπο. Οι γειτόνοι στη Λακα, τη δεύτερη χωμάτινη όμως, πλατεία του χωριού, φοβερές και τρομερές κραυγές άκουσαν τη νύχτα που ακολούθησε. Μερικοί μάλιστα είπαν κάτι δειλά μισόλογα και υπονοούμενα. Ακόμα και πως τσίκνα από καιόμενη σάρκα διαπέρασε τις σχισμές των παραθύρων τους. Κάτι φοβερό και απίστευτο, που νους ανθρώπου δεν το φαντάζεται, λένε πως έγινε.

   Κι όμως ήταν αληθινό. Το είπαν τα παιδιά που πρώτα βγήκαν λίγο έξω απ’ το χωριό. Είδαν καμένο το σώμα και πεταμένο απ’ τους ίδιους τους φονιάδες μεσ’ στο ρέμα κοντά στο Μοναστήρι της Παναϊτσας. Ήταν αυτό της άτυχης κι αναίτιας γριάς μητέρας των Γιαγάδων. Παγωνιά στη ψυχή των ανθρώπων. Κλειστά τα στόματα από αγανάκτηση. Ντροπή για το Νόμο, η εξουσία εγκλημάτησε η ίδια. Έστω κι αν’ ήταν δράστες δυο κατώτερα όργανα της χωροφυλακής.

   Λυπητερή ιστορία και μέρες τόσο τραγικές, με υπαίτιους ανθρώπους και από τις δυο πλευρές, παρασυρμένους τόσο πολύ από το πάθος της εκδίκησης. Είναι ωστόσο ευτύχημα, που με το χρόνο όλα ξεχνιούνται κι οι ψυχές ημερεύουν. Οι κάτοικοι του χωριού τώρα στη μεγάλη τους πλειοψηφία, συζητούν πολιτισμένα τα διάφορα ζητήματά τους και τις κομματικές των προτιμήσεις. Στην παλιά πλατεία, τη Λάκα, που ο χώρος της γύρω στο ιστορικό μεγάλο καφενείο έχει περιοριστεί από τις γύρω οικοδομές, βασιλεύει γαλήνη. Και παρακάτω, τα νερά του ρέματος, που κάποτε δέχτηκε το καμένο σώμα της άτυχης μάνας, κυλάνε ήρεμα κάτω απ’ τις φυλλωσιές των δένδρων.

            Αθήνα Μάης 1984          Κώστας Τζανετής                                                                                               

Απ’ το περιοδικό της Σαμιακλης Αδελφότητας «Σαμιακή επιθεώρηση».        

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο