ΣΑΜΑΙΝΕΣ, τα πλοία των Σαμίων. Της Ελένης Κουμπενάκη.

           Ανάδειξη του αρχαίου πλοίου ΣΑΜΑΙΝΑ - naftotopos  

              ΣΑΜΑΙΝΕΣ, τα πλοία των Σαμίων.

                                                                          Της Ελένης Κουμπενάκη.

  Ένας από τους πιο διάσημους τύπους πλοίων της αρχαιότητας ήταν η Σάμαινα.
Αν και υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για τη μορφή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της,
δεν μας είναι γνωστά τα στοιχεία της σε όλες τις λεπτομέρειές τους. Έτσι κάθε προσπάθεια αναπαραστάσεως του πλοίου προσκρούει σε άγνωστες λεπτομέρειες για τις οποίες μόνο υποθέσεις μπορούν να εκφραστούν. Αυτό ισχύει άλλωστε για κάθε τύπο πλοίου του οποίου δεν έχει βρεθεί ναυάγιο.
Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο πρώτος που κατασκεύασε τριήρεις ήταν ο Κορίνθιος ναυπηγός Αμεινοκλής (υπολογίζεται κάπου το 8/7 αι. π.Χ.). Ο ίδιος, λέει, κατασκεύασε και τις πρώτες τριήρεις των Σαμίων, οι οποίοι, κατά την εποχή του τυράννου Πολυκράτη (530 π.Χ.), έκαναν μετατροπές στο πλοίο αυτό ώστε να μεγαλώσει ο χώρος του. Έτσι προέκυψε ένα νέου τύπου πλοίο που πήρε το όνομα Σάμαινα, λόγω των μετατροπών των Σαμίων. Οι Σάμαινες ήταν ειδικός τύπος τριήρους - διήρους, και κατασκευασμένες έτσι, ώστε να χρησιμοποιούνται ως φορτηγά και ως πολεμικά πλοία ταυτόχρονα. Είχαν, δηλαδή, ορισµένες ιδιαιτερότητες που τις έκαναν να ξεχωρίζουν από τα άλλα είδη πλοίων. Ηταν φαρδύτερες και βαθύτερα σκάφη απ’ ό,τι οι άλλες διήρεις με κατάστρωµα που επεκτεινόταν σ’ όλο τους µήκος. Ιδιαίτερα όµως είχε επισηµανθεί από αρχαίους συγγραφείς η µορφή της πλώρης που έµοιαζε µε κεφάλι κάπρου, του οποίου το ρύγχος ήταν το έµβολο του πλοίου. Ισως η µορφή µε το κεφάλι του κάπρου να ήταν ένα απλό µορφολογικό στοιχείο, αλλά οι “Σάµαινες”, οι οποίες µε “εµβόλους σεσίµωνται”, όπως αναφέρει ο Ησύχιος τον 5ο αιώνα µ.Χ., πιθανόν είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις εµβολοφόρες πλώρες, που τις έκαναν να ξεχωρίζουν από τα άλλα πλοία.
Κατά την αρχαιότητα η θέση της Σάμου, από ναυπηγικής απόψεως, ήταν πολύ σπουδαία λόγω της ημεροξυλείας (πεύκης), η οποία φύεται άφθονη σε όλο το νησί. Ο εύκολος τρόπος εξασφάλισης ξυλείας εξαιτίας των πολλών δασών του νησιού συνετέλεσε στην κατασκευή εμπορικών και πολεμικών αυτών πλοίων κάνοντας τη Σάμο θαλασσοκράτειρα. Πράγματι, τα πεύκα της Σάμου με τις χοντρές διακλαδώσεις παρείχαν έτοιμα τα στραβόξυλα για τις πόστες κι ένα ξύλο άσηπο, ποτισμένο με ρετσίνι, ανθεκτικό και υπάκουο. Το ρετσίνι ανέβαζε την κατασκευαστική ποιότητα της τραχείας πεύκης της Σάμου, που ήταν περιζήτητη και τροφοδοτούσε όλα σχεδόν τα ναυπηγεία της Ελλάδας. Αλλά και μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες το νησί παρουσίαζε ναυπηγική κίνηση ιστιοφόρων αντιπροσωπεύουσα το ήμισυ περίπου της συνολικής κίνησης της χώρας.
Κατά τον Πλίνιο, πρώτοι οι Σάμιοι (ή ο Περικλής) εφεύραν τα προς μεταφοράν ίππων (ιππαγωγά) πλοία. Τα πλοία που μετέφεραν ίππους συνιστούσαν έναν ιδιαίτερο τύπο πλοίου. Η χρησιμοποίηση του σαμιακού μοντέλου για τη μεταφορά στρατιωτών και για πολεμικές επιχειρήσεις, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, μαρτυρείται και από τον Θουκυδίδη κατά την επίθεση των Αθηναίων εναντίον των Σαμίων το 440 π.Χ.
H κατασκευή της Σάμαινας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Πολυκράτη και την εποχή του. Τύραννος της νήσου (539-522 π.Χ.), ο Πολυκράτης ήταν ο πρώτος από τους Έλληνες που δοκίμασε να κυριαρχήσει στο Αιγαίο, αναπτυσσοντας τη ναυτική της κυρίως δύναμη. Γύρω στο 535 π.Χ. ο Πολυκράτης λέγεται ότι στήριξε τη δύναμή του στην απόκτηση μιας εκατοντάδας
πεντηκοντόρων πλοίων και μιας χιλιάδας τοξοτών. Η επιτυχία τον κατέστησε τόσο ισχυρό ώστε αργότερα να επανδρώσει
40 τριήρεις με δυσαρεστημένους υπηκόους και να τους στείλει να υποστηρίξουν τον πέρση βασιλιά Καμβύση στην εισβολή του στην Αίγυπτο το 525 με την εντολή να μην τους επιτρέψει να επιστρέψουν. Μετά την ήττα των Ελλήνων από τους Πέρσες στη Λάδη της Μικράς Ασίας το 494, ένα μέρος των ευγενών που βρίσκονταν σε διάσταση με την άρχουσα τάξη της νήσου, η οποία ήταν υπέρ μιας συνεργασίας με τους Πέρσες, δέχτηκαν, συνοδευόμενοι από μιλήσιους πρόσφυγες, μια προσφορά των κατοίκων της Ζάγκλης να ιδρύσουν μαζί τους στην ανατολική ακτή της Σικελίας μια πόλη στη θέση Καλή Ακτή. Ήταν η πόλη Ζάγκλη-Μεσσήνη, στα νομίσματα της οποίας αναπαρίσταται η Σάμαινα.
Τα νομίσματα της Ζάγκλης-Μεσσήνης της Σικελίας, χρονολογημένα μεταξύ 493-489 π.Χ., έχουν στη μια όψη παράσταση πρώρας πλοίου η οποία έχει τη μορφή κεφαλής
αγριόχοιρου, συνηγορεί στην αναγνώριση αυτού του πλοίου ως της Σάμαινας, όπως δηλώνει εξάλλου και η μορφή του εμβόλου με την αναφερόμενη κεφαλή κάπρου, αν και ο τύπος αυτός του εμβόλου δεν ήταν ασυνήθης κατά την εποχή αυτή.
Το πιο πρόσφατο από τα νομίσματα, το τετράδραχμο της Ζάγκλης στην Oξφόρδη, είναι χρονολογημένο από τον E. Robinson μεταξύ 493-489 π.X. Τα δύο επίπεδα των φεγγιτών δείχνουν καθαρά πως αυτό το σαμιακό πλοίο είναι τουλάχιστον διήρης.
Oι πηγές μάς πληροφορούν πως η
Σάμαινα ήταν:
1) Πλοίο δίκροτο = διήρης, δηλαδή με δύο σειρές (ορόφους) κωπηλατών
2) Είχε έμβολο μορφής κεφαλής αγριόχοιρου
3) Είχε σκάφος πλατύ σε σχέση με τα άλλα πλοία της εποχής
4) Είχε κατάστρωμα σε όλο το μήκος της
Για την κατανόηση του προβλήματος της αναπαραστάσεως της Σάμαινας κρίνεται αναγκαία μια αναφορά στους τύπους και τη μορφή των πλοίων της εποχής. Μια βασική διάκριση είναι αυτή που αναφέρεται στα μακρά πλοία και στα στρογγύλα πλοία.
Στα μακρά πλοία ήταν η διάσταση του μήκους που κυριαρχούσε ενώ στα στρογγύλα του πλάτους.
Στρογγύλη ονομαζοταν το εμπορικό πλοίο.Το εμπορικό πλοίο κατευθυνόταν προ πάντων από τον άνεμο. Ήταν αναγκαίο το σκάφος να είναι ανεπτυγμένο και βαρύ για να κάνει αντίβαρο στη δύναμη του ανέμου στα πανιά. Θα είχε έναν μικρό αριθμό κουπιών για να βοηθούν στις μανούβρες σε ιδιαίτερες συνθήκες.
Αντίθετα, το πολεμικό πλοίο έπρεπε να κινείται γρήγορα για να αντεπεξέλθει σε μια απότομη επίθεση εναντίον του εχθρού ή να
διαφύγει, εάν βρισκόταν σε δύσκολη θέση, ή να κάνει γρήγορες μανούβρες στο πεδίο της μάχης.Το σκάφος μετέφερε μόνο το πλήρωμα και μερικές προμήθειες και επιπλέον εξαρτιόταν αποκλειστικά από την ανθρώπινη δύναμη των κωπηλατών και ελάχιστα από τα
πανιά. Έτσι, αν ήθελε κανείς να αυξήσει τη δύναμη ωθήσεως του πλοίου, όφειλε να του δώσει μεγαλύτερο αριθμό κωπηλατών και, κατά συνέπεια, να επιμηκύνει το πλοίο.
Το πολεμικό πλοίο ήταν εκ καταγωγής μακρύ πλοίο. Τα πρώτα πλοία αυτού του είδους
δεν είχαν παρά μία σειρά κουπιών, και τα πιο συνηθισμένα, στην προ των Mηδικών πολέμων εποχή, ήταν οι τριακόντοροι ή οι
πεντηκόντοροι με 15 ή 25 κωπηλάτες στην κάθε πλευρά. Για τους Έλληνες η λέξη πεντηκόντορος σήμαινε κυρίως ένα πλοίο με 50 κουπιά, των οποίων οι σκαλμοί ήταν τοποθετημένοι στην κουπαστή, αλλά η ίδια λέξη μπορούσε να σημαίνει επίσης έναν τύπο πλοίου ωθουμένου ομαλώς με 50 κουπιά αλλά μεγαλύτερου μεγέθους που μπορούσε γρήγορα να μεταμορφωθεί σε πλοίο με 100 κουπιά.
Oι εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των ελληνικών πόλεων προκάλεσαν την κατασκευή της διήρους, πλοίου με δύο ορόφους κωπηλατών. Η διήρης επέτρεπε σε ένα μήκος όμοιο με της μονήρους να διπλασιάσει τη δύναμη
της κινήσεως και να αυξήσει κατά συνέπεια τη δύναμη προσκρούσεως του εμβόλου. Η χρονολογία της εφευρέσεως της διήρους στην Ελλάδα είναι γύρω στο 700 π.X.
Κατά τον Πλίνιο, οι Ερυθραίοι πρώτοι κατασκεύασαν διήρεις.
Το πιο γνωστό πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας ήταν η τριήρης, πλοίο με τρεις ορόφους κωπηλατών. O Θουκυδίδης μάς πληροφορεί πως πρώτοι οι Κορίνθιοι κατασκεύασαν τριήρεις και πως ο Αμεινοκλής κατασκεύασε τέσσερα πλοία (τριήρεις προφανώς) για λογαριασμό των Σαμίων 300 χρόνια πριν από το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου το 704 π.X.
Αλλά χρειάστηκε αρκετός χρόνος, δηλαδή μέχρι λίγο πριν από τους Mηδικούς πολέμους, για να συναντήσουμε τις τριήρεις σε μεγάλο αριθμό στους στόλους των δύο μεγάλων ναυτικών δυνάμεων της εποχής, της Κέρκυρας και των τυράννων της Σικελίας.
Σχετικά με τις πηγές, οι οποίες αναφέρουν ότι ο Πολυκράτης απέκτησε στόλο 100 πεντηκoντόρων και αργότερα και τριήρεις, οφείλουμε να θεωρήσουμε είτε ότι αυτές οι πεντηκόντοροι ήταν ο τύπος της Σάμαινας, άρα επρόκειτο για τον τύπο της πεντηκοντόρου σε δύο επίπεδα, είτε πως πρόκειται για δύο διαφορετικούς τύπους
πλοίων:
την πεντηκόντορο με μια σειρά κωπηλατών (25+25) και τη Σάμαινα διήρη (με 25+25 σε κάθε πλευρά και σε δύο επίπεδα = 100), και με τα υπόλοιπα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση η Σάμαινα θα είχε κατασκευαστεί για κάποιες ιδιαίτερες επιχειρήσεις, όπως ήταν η πειρατεία, η μεταφορά φορτίων αλλά και στρατιωτών
και γενικά για χρήσεις για τις οποίες απαιτείτο μεγάλη χωρητικότητα. Όσο για τη μορφή του εμβόλου θα μπορούσε να ανταποκρίνεται και στους δύο τύπους πλοίων.
Oι παραπάνω σκέψεις όσον αφορά τα δεδομένα και την κατασκευή του μοντέλου ετέθησαν από τον γράφοντα υπόψη του επιφανούς μελετητή της αρχαίας ελληνικής
ναυπηγικής Lucien Basch, του οποίου το έργο Le mus e imaginaire de la marine antique, ένα
από τα σπουδαιότερα έργα που έχουν γραφεί διεθνώς για την αρχαία ναυπηγική, έχει εκδοθεί από το Ελληνικό Ινστιτούτο για τη Διατήρηση της Nαυτικής Παράδοσης.
O L. Basch στην απάντησή του σημειώνει πως συμμερίζεται τις βάσεις των παραπάνω συλλογισμών, αλλά τονίζει, όπως είναι ευνόητο άλλωστε, ότι οι γραπτές και οι εικονογραφικές πηγές (οι παραστάσεις των αγγείων) δεν είναι επαρκείς για την κατασκευή ενός μοντέλου.
Aκόμη υποστηρίζει ότι, μέχρι να βρεθεί ένα ναυάγιο της Σάμαινας, θα βρισκόμαστε στο χώρο των θεωριών και των υποθέσεων.
Εικόνα 1: Μοντέλο Σάμαινας κατασκευασμένο από τον σαμιώτη κατασκευαστή μοντέλων πλοίων Ηλ. Καρδίμη
Εικόνα 2: Σάμαινα απο τον Δημήτρη Μάρα (Dimitris Maras)
Εικόνα 3: Σάμαινα από τον Κυριακόπουλο Φίλιππο
Εικόνα 4: δημιουργός Arcas Deniz Tarihi Merkezi
Εικόνες 5,6: δημιουργός Fernado Marcen Moncayola
ΠΗΓΕΣ:
Νικόλαος Γ. Λάσκαρης, Δρ Αρχαιολογίας
Πανεπιστήμιο Paris I-Panth on-Sorbonne
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΣ

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο