Η ΣΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ.
Η ΣΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ.
Ευάγγελος Κιλουκιώτης
Κουρσάροι και πειρατές είναι λέξεις που φέρνουν στο μυαλό εικόνες βίας και περιπετειών. Άσπρα πανιά φουσκωμένα στον άνεμο και γρήγορα καράβια να τρέχουν στα πελάγη και τις θάλασσες. Ανθρώπους στα βελούδα κι άλλους σκληροτράχηλους, ρακένδυτους, ξυπόλυτους, ποτισμένους με αλμύρα και ρούμι, να κάνουν ρεσάλτο με το σπαθί στο χέρι και το μαχαίρι στα δόντια.
Η ιστορία της Μεσογείου είναι γεμάτη από πειρατικά ιστορικά γεγονότα, οι Αιγαίοι, οι φοίνικες και οι Αιγύπτιοι υπήρξαν οι πιο σκληροτράχηλοι πειρατές. Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Τυρινοί ήταν τόσο ληστρικοί που και τον ίδιο τον θεό Διόνυσο συνέλαβαν κι ετοιμαζόταν να τον πουλήσουν σκλάβο. Εκείνος όμως τους τιμώρησε και τους μεταμόρφωσε σε δελφίνια. Επίσης γνωστή είναι και η ιστορία του Αρίωνα του κιθαρωδού, που τον έσωσαν τα δελφίνια όταν πειρατές τον έκλεψαν και τον έριξαν στη θάλασσα. Το 78 π Χ. πειρατές απ’ το γειτονικό μας Αγαθονήσι αιχμαλώτισαν έναν νέο, μεγάλο κελεπούρι. Ο νέος αυτός, 25 ετών, ήταν ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, ο κατοπινός αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Καίσαρας δεν έδειξε φόβο στη κατάσταση την οποία βρέθηκε, επέβαλε ησυχία στους πειρατές όταν κοιμόταν, τους απάγγελνε ποιήματα και ομιλίες που έγραφε, έπαιζε και γυμναζόταν μαζί τους και τους συμπεριφερόταν όχι σαν αιχμάλωτος αλά σαν ηγέτης. Μ’ αυτό τον τρόπο κέρδισε την εμπιστοσύνη τους κι ελεύθερα έκανε ότι ήθελε στο νησί και στα πλοία.
Αρχικά οι πειρατές, για την απελευθέρωσή του, αποφάσισαν να ζητήσουν λύτρα 20 τάλαντα αργύρου, επενέβη όμως ο ίδιος λέγοντας ότι φτηνά εκτιμήθηκε, αξίζει πολύ περισσότερα και τους συνέστησε να ζητήσουν 50, όπως κι έκαναν. Για να συγκεντρώσουν και να παραδώσουν το ποσό αυτό οι δικοί του χρειάστηκαν 38 μέρες.
Παρά τις φιλικές σχάσεις που είχε με τους πειρατές και την άψογη συμπεριφορά τους, η κατάσταση της αιχμαλωσίας δεν άρεσε στον Καίσαρα και τους βεβαίωσε ότι μετά την απελευθέρωσή του θα τους έπιανε και θα τους σταύρωνε.
Μετά την απελευθέρωσή του σχημάτισε ένα μικρό στόλο και πήγε πίσω στο νησί όπου τον κρατούσαν οι πειρατές, εκείνοι, που δεν είχαν πάρει στα σοβαρά την απειλή του, γρήγορα αιχμαλωτίστηκαν, παίρνοντας πίσω τα 50 τάλαντα που είχε δώσει κι όλα τα υπάρχοντά τους.
Παρέδωσε τους αιχμάλωτους στη φυλακή της Περγάμου με την εντολή να εκτελεστούν. Ο διοικητής της επαρχίας της Ασίας όμως Μάρκος Ιούνιος αποφάσισε να τους πουλήσει σκλάβους και να επωφεληθεί τα χρήματα που θα εισέπραττε. Όταν το πληροφορήθηκε όμως ο Καίσαρας πολύ ενοχλήθηκε, επέστρεψε στη Πέργαμο όπου διέταξε και τους σταύρωσαν.
Αποτελεσματικές υπήρξαν οι επιδρομές του Πομπήιου ενάντια στους πειρατές που λυμαινόταν τότε τη Μεσόγειο, όπως γράφει ο Παπαρηγόπουλος στην ιστορία του, «μύριοι εκ των κακούργων εκείνων εθανατώθηκαν, δισμύριοι αιχμαλωτίστηκαν, εκατό είκοσι δε λιμένες και φρούρια αυτών κατεστράφησαν».
Οι κουρσάροι διαφέρουν απ’ τους πειρατές. Οι πρώτοι ενεργούσαν με κρατική καθοδήγηση και προστασία, χτυπώντας μόνο εχθρικούς στόχους. Οι δεύτεροι δε λογάριαζαν εχθρούς και φίλους, με σκοπό το κέρδος, χτυπούσαν όπου τους ήταν βολικό και κυνηγιόταν απ’ όλους. Στην πραγματικότητα όμως σπάνια ίσχυε η διάκριση αυτή.
Η πειρατεία εξελίχτηκε σε αληθινή μάστιγα για τη Μεσόγειο, και περισσότερο για τα νησιά και παράλια απ’ τον 7ο μ Χ αιώνα και μετά. Αδύναμο το Βυζάντιο να τους αντιμετωπίσει, οι Άραβες, πιο γνωστοί σαν Σαρακηνοί, με ορμητήρια τα Αφρικανικά παράλια και τη Κρήτη, ρήμαζαν και φορολογούσαν τα Ελληνικά νησιά και τα παράλια.
Απ’ τους πειρατές της δυτικής Ευρώπης οι Ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννου υπήρξαν οι χειρότεροι, τόσο κατά τη παραμονή τους στη Ρόδο μετά το 1310, όσο και μετά την εγκατάστασή τους στη Μάλτα μετά το 1530. Αυτοί ήταν Γάλλοι, Ιταλοί και Κορσικανοί. Εκτός απ’ αυτούς, Ισπανοί, Τούρκοι, Μαλτέζοι και Άγγλοι κούρσευαν στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Για τους τελευταίους ο περιηγητής Henrie Castella έγραψε το 1612 «οι πιο επικίνδυνοι κακοποιοί στις θάλασσες της ανατολής είναι οι Άγγλοι. Μοναδικό επάγγελμα έχουν την ληστεία».
Οι Χριστιανοί κουρσάροι και πειρατές ήταν χειρότεροι απ’ τους Μουσουλμάνους. Ο Spon το 1678 τους θεωρεί πιο απάνθρωπους απ’ τους Τούρκους, και είχαν δημιουργήσει στη Μεσόγειο και ειδικότερα στο Αιγαίο, μια αφόρητη κατάσταση και μη μπορώντας οι νησιώτες να ταξιδέψουν και να μεταφέρουν τα προϊόντα τους, θαλασσοπορούσαν τη νύχτα.
Ο πιο διάσημος απ’ τους πειρατές που έδρασαν στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, ήταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης). Γεννήθηκε το 1475 στο Γέρας της Λέσβου, όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του, με το όνομα Ιάκωβος (Γιακούμπ) ήταν Έλληνας εξωμότης, και κατ’ άλλους Έλληνας γενίτσαρος απ’ τα Γιαννιτσά, και μάνα Ελληνίδα με το όνομα Κατερίνα. Πέθανε το 1546 στη Κωνσταντινούπολη.
Το όνομά του ήταν Χρήστος (Χαϊρεντίν) Γιακούμπογλου (γιός του Γιακούμπ) και με τον αδελφό του Άρη (Αρούτζ) ξεκίνησαν σαν ανεξάρτητοι πειρατές, η δράση του στη Μεσόγειο ήταν καταπληκτική, το όνομά του έγινε θρύλος, κι έφτασε να γίνει βασιλιάς του Αλγερίου. Το 1512 δήλωσε υποταγή στον σουλτάνο Σελίμ κι αυτός γνωρίζοντας τις ικανότητές του τον ονόμασε μπεϋλερμπέη (αρχιναύαρχο), ο οποίος οργάνωσε τον οθωμανικό στόλο και ρήμαξε κυριολεκτικά τα Ευρωπαϊκά κι τα Αφρικανικά παράλια της Μεσογείου.
Το 1537 και το 1538 πολιόρκησε την Κέρκυρα, λεηλάτησε τους Παξούς, την Ζάκυνθο, τα Κύθηρα, και κατέλαβε τα νησιά του Αιγαίου που επέβαλε φόρους που ίσχυαν μέχρι την επανάσταση, και μεγάλος αριθμός νησιωτών πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής.
Σαν να μην έφθαναν οι ξένοι πειρατές, τα νησιά και τα Ελληνικά παράλια είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και τους ντόπιους. Υδραίοι, Αμοργιανοί, Τηνιακοί, Μυκονιάτες, Σφακιανοί, Σπετσιώτες, ψαριανοί και κάτοικοι της Ίου, επιδίδονταν στη πειρατεία. Συνήθως ήταν φυγόδικοι, τυχοδιώκτες και περισσότεροι είχαν μαθητεύσει κοντά σε ξένους.
Τα νησιά του Αιγαίου υπήρξαν για τους πειρατές ασφαλή καταφύγια, όπου είχαν και τα ορμητήριά τους. Η Ίος ονομαζόταν απ’ τους Τούρκους μικρή Μάλτα, κι ο διάσημος πειρατής Καψής έγινε ηγεμόνας της Μήλου, οι Τούρκοι όμως τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν στην Κωνσταντινούπολη το 1680.
Οι αρχιπειρατές της Μεσογείου, τόσο οι Χριστιανοί όσο και οι Μουσουλμάνοι δεν ήταν απλοί ληστές, ήταν ικανότατοι στη διπλωματία, την διοίκηση και τη στρατιωτική τέχνη. Μοιραζόταν την λεία τους με τους προστάτες τους, τους σουλτάνους, τους βασιλείς ή τους μονάρχες, κι εξασφάλιζαν νομιμότητα στα όρια του προστάτη, αγορές για να πουλήσουν τη λεία τους και ναυπηγεία για κατασκευή και επισκευή των πλοίων τους,
Οι πιο σπουδαίοι απ’ τους Έλληνες ήταν οι μανιάτες. Ή πειρατεία αναπτύχθηκε στη περιοχή της Μάνης λόγω του γεωφυσικού της περιβάλλοντος, τα ψηλά βουνά απομονώνουν τη περιοχή απ’ την υπόλοιπο Πελοπόννησο και δημιουργούν απόκρημνες ακτές και όρμους κατάλληλους για ορμητήρια πειρατών. Σ’ αυτό συνετέλεσε το άγονο έδαφος και η φτώχια, που έκανε την πειρατεία τρόπο επιβίωσης, κι ότι απ’ τους κάβους Μαλιά και Ματαπά (Ταίναρο) περνούσε η γραμμή των καραβιών που ένωνε την ανατολική και την δυτική Μεσόγειο. Ο Γάλλος περιηγητής D’ Arvieux το 1653 γράφει για την μέθοδο που χρησιμοποιούσαν. «Τόπος επικίνδυνος η θαλασσινή περιοχή του Ταινάρου, γιατί μπορεί να πέσει κανείς στα χέρια των Μανιατών που ζουν των ακτών της Πελοποννήσου. Έχουν κάτι πανάθλια καΐκια που μικρά καράβια μπορούν να χτυπήσουν. Καραδοκούν όμως την ευκαιρία που η φουρτούνα θα ρίξει κανένα πλοίο στις ακτές και τότε πηδώντας από βράχο σε βράχο σαν άγρια γίδια, αρπάζουν ότι βρουν στα ναυάγια, κι αιχμαλωτίζουν τους ζωντανούς. Αν είναι Χριστιανοί τους πουλούν στους Τούρκους, κι αν είναι Τούρκοι στους Χριστιανούς. Έτσι κάνουν το εμπόριό τους». Τα ίδια γράφει κι ο Γάλλος πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη Choiseus Gouffier.
Στα τέλη του 18ου αιώνα οι Μανιάτες είχαν δημιουργήσει δυνατό πειρατικό στόλο. Μ’ αυτόν λεηλάτησαν την Αμοργό, την Φολέγανδρο, την Αντίπαρο, και την εποχή εκείνη ονόμαζαν το Οίτυλο μεγάλο Αλγέρι.
Το πειρατικό επάγγελμα οι Μανιάτες δεν το θεωρούσαν ατιμωτικό, αλλά απεναντίας το θεωρούσαν λεβέντικο αφού γι αυτούς ήταν και το μοναδικό σχεδόν μέσο επιβίωσης.
Οι ναυτικοί που ταξίδευαν σ’ αυτές τις περιοχές έλεγαν.
Από τον κάβο Ματαπά σαράντα μίλια μακριά
Κι από τον κάβο Γκρόσο σαράντα κι άλλο τόσο.
Με την κατάσταση αυτή οι νησιώτες ζούσαν με τον φόβο των πειρατών, της αιχμαλωσίας και της σκλαβιάς, οι κίνδυνοι αυτοί συνετέλεσαν στη μείωση του πληθυσμού των νησιών. Έτσι γύρω στα 1470 αναφέρεται ότι η Σαντορίνη είχε 300 κατοίκους, η Κάρπαθος 300, η Σαμοθράκη 200, η Αμοργός 200, η Σέριφος 200 και η Κέα 300. Την ίδια εποχή οι Γενουάτες, μη μπορώντας να προστατέψουν την Σάμο, την εγκατέλειπαν ακολουθώντας και οι Σαμιώτες και η ερήμωση είχε αρχίσει. Οι λίγοι που έμειναν ζούσαν βίο πρωτόγονο στα βουνά μακριά απ’ τη θάλασσα.
Η Σάμος βρίσκεται πάνω στη γραμμή των πλοίων που ενώνει το βόρειο Αιγαίο και τον Εύξεινο, που βρίσκονται λιμάνια της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης κι άλλα μικρότερα, με τα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου, και κυρίως της Βηρυτού και της Αλεξάνδρειας. Τα ιστιοφόρα, που τότε ταξίδευαν κυρίως το καλοκαίρι, κατά την κάθοδό τους προς τα νότια, περνούσαν απ’ τα στενά μεταξύ Σάμου και Φούρνων, βοηθούμενα απ’ το μελτέμι που φυσά ολόκληρο το καλοκαίρι. Κατά την άνοδό τους όμως περνούσαν απ’ τα στενά της Μυκάλης, βοηθούμενα απ’ το θαλάσσιο ρεύμα που μόνιμα περνά από εκεί με πορεία προς τα βόρεια.
Έτσι τα πλοία της γραμμής αυτής περνούσαν είτε απ’ τα στενά μεταξύ Σάμου, Ικαρίας και Φούρνων, το γνωστό μπουγάζι, είτε απ’ τα στενά της Μυκάλης, πιο γνωστά σαν νταρμπουγαζ. Για το λόγο αυτό οι πειρατές εγκατέστησαν στις περιοχές τα ορμητήριά τους, τις ενέδρες τους, απ’ όπου παραμόνευαν τα περαστικά πλοία.
Ο όρμος του Μουλαμπραήμ, το σημερινό Ποσειδώνιο, ονομαζόταν έτσι γιατί οι πειρατές αιχμαλώτισαν κι έπνιξαν εκεί κάποιο τούρκο με αυτό το όνομα. Επίσης ο Tournefort τον ονομάζει λιμάνι με τις γαλέρες, γιατί στα χρόνια των Γενοβέζων και των Ενετών άραζαν εκεί τις γαλέρες του με τις οποίες καταδίωκαν τους πειρατές. Στις 14 Απριλίου του 1821 δυο Σπετσιώτικα πλοία με πλοιάρχους τους Δημήτριο Σκλιά και Ιωάννη Μπουκούρη, αιχμαλώτισαν τουρκικό πολεμικό εξ κανονιών που βρισκόταν εκεί για την καταδίωξη των πειρατών και των λαθρεμπόρων. Τα πλοία αυτά έμειναν στη περιοχή επί εικοσαήμερο, κι αιχμαλώτισαν ακόμα δυο τουρκικά εμπορικά πλοία, απ’ τα οποία το ένα προερχόταν απ’ την Αλεξάνδρεια, και το δεύτερο απ’ την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Ρόδο.
Γύρω στα 1980 μια Ολλανδέζα τουρίστρια βρήκε και παρέδωσε ένα θησαυρό, αποτελούμενο από χρυσά Βυζαντινά νομίσματα και κοσμήματα, στη θέση μεγάλη Λάκα στα στενά της Μυκάλης. Όταν ρωτήθηκε τι την ώθησε να ψάξει, απάντησε ότι ήταν αρχαιολόγος, γνώριζε ότι εκεί υπήρχαν στέκια πειρατών κι έψαχνε στα ύποπτα σημεία. Οπωσδήποτε κάποιος πειρατής που χάθηκε τον είχε κρυμμένο.
Ορμητήρια πειρατών υπήρξαν και στα δυτικά παράλια της Σάμου. Το κλήμα, ο Άγιος Ιωάννης, η πλάκα, το βάλσαμο, ο Άγιος Ισίδωρος είναι όρμοι που απομονώνει απ’ το υπόλοιπο νησί ο Κέρκης με τις απόκρημνες πλαγιές του, κατάλληλοι για κρύψιμο, για προστασία των πλοίων τους, κατάλληλοι για ενέδρα αφού βρισκόταν πάνω στη γραμμή των καραβιών.
Στον άγιο Ιωάννη υπάρχει μια βραχονησίδα, και δεν είναι τυχαίο που την ονομάζουν κάτεργο, κάτεργα, απ’ όπου και το όνομα της βραχονησίδας, ήταν κωπήλατα και ιστιοφόρα πολεμικά που χρησιμοποιούσαν ευρύτατα και οι πειρατές. Οι κωπηλάτες ήταν αιχμάλωτοι, κατάδικοι, ή βίαια στρατολογημένοι.
Κατά τα μέσα του 17ου αιώνα οι Γ. Κυριακού και Π. Καραγιάννης, σκάβοντας στη θέση πυργάκι κοντά στους Δρακαίους, βρήκαν χύτρα με χρυσά νομίσματα, που τα σφετερίστηκε τρίτος με την αιτιολογία ότι ήταν δικά του. Επίσης την ίδια εποχή στην Καλλιθέα ο Στ. Σταυρινός, ανοίγοντας θεμέλια, βρήκε δοχείο με περισσότερα από 80 χρυσά νομίσματα, κι υπάρχουν υποψίες και ενδείξεις ότι και άλλοι βρήκαν θησαυρούς που δεν τους φανέρωσαν. Οι θησαυροί αυτοί κρύφτηκαν οπωσδήποτε από πειρατές, αφού δεν υπάρχουν ίχνη παλιών οικισμών οι κάτοικοι των οποίων να τους έκρυψαν.
Ορμητήρια πειρατών υπήρξαν ακόμη στο ανατολικό ακρωτήριο της Ικαρίας, το Φανάρι όπου βρίσκεται και ο πύργος του Δράκανου, όπως και στο δυτικό, τον Πάπα, όπου υπάρχει μια σπηλιά που έκλεινε με σιδερένια πόρτα, υπολείμματα της οποίας υπάρχουν ακόμα. Όπως υποστηρίζουν οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού του Καρκιναγρίου, στη σπηλιά αυτή έκλειναν τους αιχμαλώτους μέχρι να τους πουλήσουν.
Εκεί όμως που έδρασαν περισσότερο οι πειρατές, είναι τα νησιά Φούρνοι που βρίσκονται στο μέσο και λίγο νοτιότερα του στενού Σάμου και Ικαρίας. Η κατάλληλη θέση, πάνω στη γραμμή των καραβιών, η απέραντη ορατότητα στο πέλαγος, οι όρμοι για την προστασία και το κρύψιμο των καραβιών τους, τα κρυφά περάσματα, για να εξαφανίζονται σε περίπτωση καταδίωξης, ήταν ότι καταλληλότερο γι’ αυτή τη δραστηριότητα.
Πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι το όνομα Κορσεοί, η λαϊκότερα Κουρσοί, ή και Κρουσοί, το πήρε απ’ τους κουρσάρους που κατοικοέδρευαν εκεί. Το πιθανότερο όμως είναι να προέρχεται απ’ την αρχαία ονομασία τους, που κατά τον Ε. Κρητικίδη, λεγόταν Κοράσιοι νήσοι. Λέγεται ότι τα νησιά αυτά προσφέρθηκαν από κάποιο τούρκο ναύαρχο σ’ έναν Έλληνα απ’ την Πάτμο, σαν αμοιβή που τον βοήθησε να περάσει το στόλο απ’ τα στενά περάσματα και να καταδιώξει τους πειρατές. Στην ιδιοκτησία των απογόνων του βρισκόταν περίπου μέχρι το 1907 οπότε το ξαναπούλησαν στους τούρκους, και το 1912 ενώθηκαν με την Ελλάδα.
Φαίνεται ότι όταν ακόμα τα νησιά βρισκόταν υπό τουρκική κυριαρχία, πολλοί Έλληνες που είχαν δοσοληψίες με το νόμο κατέφευγαν σ’ αυτά προκειμένου ν’ αποφύγουν τις συνέπειές του. Όπως αναφέρει η παράδοση, αλλά και γραπτές μαρτυρίες, τις οποίες θ’ αναφέρουμε στα επόμενα, για άτομα με βαρύ παρελθόν, που δεν σταμάτησαν το εγκληματικό τους έργο και μετά την εκεί εγκατάστασή τους.
Δεν είναι λίγες οι περιοχές που οι ονομασίες τους φανερώνουν ότι απ’ τα νησιά αυτά πέρασαν κάθε λογής κι εθνικότητας πειρατές. Κλευτολίμανο, τουρκολίμανο, καριώτικο, πετροκάραβο, βιόκαστρο, κατεργάκια, και Μανέτα, που λέγεται ότι ήταν το ψευδώνυμο του τρομερού πειρατή Στάθη Ρωμανού πρώην αξιωματικού του Φρ. Μοροζίνη. Υπάρχει ακόμα μια περιοχή με το όνομα βιτσώλια, Βιτσώλια Μπετούνο την αναφέρουν οι ναυτικοί χάρτες, που προδίδει το όνομα κάποιου Λατίνου πειρατή που έδρασε εκεί.
Στα νησιά αυτά υπάρχουν τέσσερα κορφοβούνια με την ονομασία βάρδια. Η λέξη βάρδια είναι Ενετική και σημαίνει σκοπιά, κι οπωσδήποτε οι βουνοκορφές αυτές χρησίμευαν σαν παρατηρητήρια, απ’ όπου παρατηρούσαν τις κινήσεις των καραβιών, και δινόταν το σύνθημα της επίθεσης, ή της φυγής όταν εμφανιζόταν κίνδυνος. Σε μια απ’ αυτές υπάρχουν ερείπια μονίμων εγκαταστάσεων, ένδειξή ότι χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στα νότια των φούρνων υπάρχουν μερικές βραχονησίδες, δυο απ’ τις οποίες έχουν το όνομα ανθρωποφάδες, ο μεγάλος ανθρωποφάς με έκταση 515 στρέμματα, και ο μικρός με 56. Πιθανόν πάνω στις βραχονησίδες αυτές ν’ άφηναν για ασφάλεια τους αιχμαλώτους, μέχρι να τους πουλήσουν, όπου το κρύο, η ζέστη, η πείνα, η δίψα αλλά και οι επιδημίες τους θέριζαν, με αποτέλεσμα να τους δοθεί αυτό το όνομα. Πιθανόν ακόμα λόγω πείνας, να σημειώθηκαν και περιπτώσεις ανθρωποφαγίας.
Οι σημερινοί κάτοικοι των Φούρνων καμιά σχέση δεν έχουν με τους πειρατές, όπως υπολογίζεται άρχισαν να κατοικούνται απ’ το 1850 και μετά, με κατοίκους απ’ τα γύρω νησιά. Είναι φιλήσυχοι, φιλόξενοι και ασχολούνται με την αλιεία και τη ναυτιλία, που θεωρούνται απ’ τους πιο έμπειρους της Ελλάδος.
Κατά το τέλος του 14ου αιώνα η Σάμος, όπως και η Χίος, με μερικά μικρότερα νησιά βρισκόταν υπό την εξουσία των Γενοβέζων. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχε τη δύναμη ν’ αντικρούσει τους κάθε λογής επιδρομείς από στεριά και θάλασσα. Έτσι πειρατές Λατίνοι, Μαλτέζοι, Αφρικανοί, Τούρκοι, αλλά και πολλοί Έλληνες, αλώνιζαν το Αιγαίο, ληστεύοντας κι αιχμαλωτίζοντας τους κατοίκους. Αυτή την εποχή ο στόλος των Ενετών, που ήταν αντίπαλοι των Γενοβέζων, ενωμένοι με τους στόλους του Πάπα και της Νεάπολης, άρχισαν τις εξορμήσεις στο Αιγαίο, και κυρίως στα υπό Γενοβέζική κατοχή, ερημώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.
Η κατάσταση αυτή ανάγκασε τους κατοίκους των νησιών, ν’ αποτραβηχτούν στα ορεινά χτίζοντας κάστρα για να προστατευθούν. Σήμερα υπάρχουν στη Σάμο πολλά ερειπωμένα όπως το κάστρο της Λουλούδας, του Λαζάρου, των Σαράντιδων, το καστρί στα Κοντακαίικα, που ήταν και η έδρα της διοίκησης. Ακόμα με το όνομα καστρί υπάρχουν πολλά μικρότερα όπως στη Λέκκα, στο ποτάμι Καρλοβάσου, στο κάμπο Μαραθοκάμπου, στον κάμπο Βουρλιωτών και αλλού. Παρά ταύτα όμως οι πειρατικές επιδρομές δεν σταμάτησαν, οι Γενουάτες, που δεν μπορούσαν να προστατέψουν το νησί, το 1475, κατ’ άλλους το 1463, περιορίστηκαν στη Χίο, συγκεντρώνοντας εκεί όσες δυνάμεις διέθεταν, προτείνοντας και στους Σαμιώτες ν’ ακολουθήσουν, με την υπόσχεση ότι θα τους χορηγούσαν καλλιεργήσιμη γη. Έτσι η Σάμος έμεινε έρημη, οι λίγοι που έμειναν ζούσαν στα ορεινά, μακριά απ’ τη θάλασσα, οι περιοχές Πύργου, Πλατάνου, Φτεριά και Κέρκη ήσαν τα απάτητα λημέρια τους.
Την άνοιξη του 1562 ο ναύαρχος Κιλίτζ Αλή με τον Τουρκικό στόλο, αναγκάστηκε λόγω μεγάλης τρικυμίας, να προσορμιστεί στον όρμο του Ηραίου, απ’ όπου ο πασάς αντίκρισε την έρημη Σάμο. Ήταν μια μαγεία, ένας παράδεισος, τη ζήτησε απ’ το Σουλτάνο και βάλθηκε να την εποικίσει, δίδοντας πολλά προνόμια στους νέους κατοίκους. Οι νέοι κάτοικοι που άρχισαν να έρχονται έχτιζαν τους οικισμούς τους μακριά απ’ τη παραλία και αθέατους κατά το δυνατό απ’ την θάλασσα. Τα σπίτια χτιζόταν το ένα δίπλα στο άλλο, για ν’ αλληλο προστατεύονται, με στενά δαιδαλώδη δρομάκια που να εμποδίζουν την κυκλοφορία κάθε κακοποιού, όταν γνώριζε ότι πίσω από κάθε παράθυρο καιροφυλακτούσε ένα όπλο.
Μέχρι που ζούσε ο Κιλίτζ Αλή και οι Σαμιώτες ζούσαν ήσυχοι, όταν πέθανε το 1887 άρχισαν πάλι οι πειρατικές επιδρομές, σε μια βδομάδα δυο στόλοι προκάλεσαν τόσες καταστροφές μέχρι που οι Σαμιώτες βρέθηκαν στο δίλημμα να μείνουν ή να φύγουν. Τελικά επικράτησε η πρώτη άποψη, γιατί της εποχή εκείνη δεν υπήρχε ασφαλής τόπος για τους Έλληνες Χριστιανούς.
Ενώ διαρκούσε ο μακροχρόνιος πόλεμος στη Κρήτη μεταξύ Τούρκων και Ενετών οι τελευταίοι μαζί με τους Γάλλους συμμάχους τους, με το πρόσχημα ότι προσβάλουν τουρκικούς στόχους, επανειλημμένα λεηλάτησαν τους Έλληνες νησιώτες και τη Σάμο, και υπήρξαν πολύ χειρότεροι απ’ τους τούρκους.
Συνοπτικά θ’ αναφερθούν μερικές περιπτώσεις απ’ τα παθήματα των Σαμίων, τόσο απ’ τους τούρκους και περισσότερο απ’ τους Ευρωπαίους.
Το έτος 1649 η Σάμο λεηλατήθηκε με το πιο απαίσιο τρόπο απ’ τους Ενετούς, με αρχηγό τον Ιάκωβο Ρίβα, κι επακολούθησε μικρότερη το 1653 απ’ τους τούρκους, με ναύαρχο τον Μεχμέτ πασά, οι οποίοι έφυγαν γρήγορα κυνηγημένοι απ’ τον άλλο αρχικλέφταρο, τον Λάσκαρη με τον στόλο της Μάλτας. Το 1661 οι Ενετοί λαφυραγώγησαν την Κάλυμνο, πέρασαν όμως κι απ’ τη Σάμο για τρόφιμα και ζώα.
Την ίδια εποχή, ο Φ. Μοροζίνης προκειμένου να ενισχύσει τις δυνάμεις του, έστειλε στη Σάμο, αλλά και σ’ άλλα νησιά μοίρα του στόλου με Ενετούς και Γάλλους για την είσπραξη χρημάτων. Οι Σαμιώτες όμως φοβούμενοι αντίποινα απ’ τους Τούρκους αρνήθηκαν, με αποτέλεσμα να ισοπεδώσουν τη Χώρα, γκρεμίζοντας κι ένα τζαμί που υπήρχε χωρίς να ποτέ να ξανακτιστεί. Μετά απ’ αυτά, με την εγγύηση του τότε αρχιεπισκόπου Χριστόφορου, οι Σαμιώτες συμφώνησαν, ή καλλίτερα υποχρεώθηκαν, να πληρώνουν 8.000 κορώνες το χρόνο. Όταν αργότερα δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν αυτό το ποσό, ο Ενετός ναύαρχος δεν δίστασε να συλλάβει τον εγγυητή, να τον βασανίσει και να τον ρίξει στα κάτεργα. Τα ίδια και χειρότερα υπέστησαν απ’ τους ίδιους το 1663.
Έτσι εξ αιτίας αυτού του πολέμου οι κάτοικοι των νησιών υπέστησαν τα πάνδεινα, κι εκτός απ’ αυτούς δεχόταν επιθέσεις κι από κάθε λογής πειρατές, που έκλεβαν, εξανδραπόδιζαν και πωλούσαν τους νησιώτες σαν ζώα.
Τα 1669 ο πόλεμος τελείωσε και η Κρήτη περιήλθε στους Τούρκους, ο Ενετικός στόλος έπλεε στο Αιγαίο και λεηλατούσε τους νησιώτες. Το 1694 η Σάμος υπέφερε τα πάνδεινα από τους Ενετούς με αρχηγό τον Ζήνωνα. Αλλά και οι τούρκου αποθρασύνθηκαν με τη νίκη τους, και καταδιώκοντας τον Ενετικό στόλο, ρήμαζαν τα νησιά του Αιγαίου.
Τα δεινά τους αυτά χειροτέρευαν με τους πολυάριθμούς πειρατές που χρησιμοποιώντας σαν ορμητήρια τα γύρω ξερονήσια, όπως αναφέρθηκε, λεηλατούσαν κι εξανδραπόδιζαν τους κατοίκους και τους πουλούσαν σαν τα ζώα. Ο περιηγητής Βελών, έχει διασώσει τις τιμές τους. Ο γεροδεμένος πουλιόταν 60 δουκάτα ο καθένας, οι όμορφες γυναίκες 80 – 100, οι ηλικιωμένες 30 – 40, και τα παιδιά 40 – 50.
Το 1736 κάποιος με το όνομα Μακρής, πρωτοπαλίκαρο του φοβερού Λιδωρικιώτη πειρατή Καψή, μ’ αρκετούς ομοίους του, ήρθαν στη Σάμο για λεηλασία. Το τι επακολούθησε το περιγράφει ο Άγγλος περιηγητής Ποκώφ που βρέθηκε εκείνη την εποχή στη Σάμο. «Πριν από τρία χρόνια περίπου, μια συμμορία από καμιά πενηνταριά κακούργους χριστιανούς, ορμώμενοι απ’ την Πελοπόννησο κι αλλού, πάτησε το νησί, έβαλε φόρους στα χωριά και σκότωσαν πολλούς κατοίκους ανάμεσα στους οποίους και το χριστιανό Αγά. Εναντίον τους κινήθηκε στρατιωτική δύναμη που τους διασκόρπισε, εκτός από καμιά εικοσαριά που δήλωσαν υποταγή στη διοίκηση υπό τον όρο να οπλοφορούν ελεύθερα. Αυτοί όμως καταχράστηκαν σε τέτοιο βαθμό το προνόμιο αυτό, ώστε να ελέγχουν σήμερα το νησί, κάνοντας ότι τους αρέσει, υποχρεώνοντας τους πλούσιους να παντρεύουν τις κόρες τους μ’ αυτούς, πλιατσικολογώντας μαζί με τον αρχηγό τους τα χωριά και επιβάλλοντας φόρους, κι ενώ οι κακούργοι αυτοί λυμαίνονται το νησί, οι τούρκοι διοικητές εντελώς ανίσχυροι να τους εμποδίσουν, ανέχονται όλες αυτές τις καταχρήσεις τους».
Ένας ανώνυμος ιεραπόστολος εκείνης της εποχής, περιγράφει επιδρομή πειρατών, σ’ ένα χωριό δυο λεύγες απ’ το Καρλόβασι. Οι πειρατές, όπως γράφει, ήταν Μανιάτες φαύλοι χριστιανοί του Μωριά. Λεηλάτησαν, ατίμασαν κι έφυγαν για να συνεχίσουν αλλού το έργο τους. Επίσης ο Στοκώβιος γράφει ότι όταν αποβιβάστηκαν στη Σάμο, οι κάτοικοι τους πέρασαν για πειρατές και πήραν τα βουνά. Όταν τους έπεισε να κατέβουν, μερικοί με φρίκη τους διηγήθηκαν για τον ερχομό των λαγουδακίων παλαιότερα, που ήταν πειρατικά πλοία με δυο κατάρτια, που έμοιαζαν με αυτιά λαγού.
Οι αγρότες που δούλευαν στα χωράφια, τοποθετούσαν στα ψηλώματα, τις βίγλες, γυναίκες συνήθως, για να παρακολουθούν και να ειδοποιούν για τυχόν εμφάνιση πειρατικών πλοίων. Λέγεται ότι για να μην ξενοιαστούν ή αποκοιμηθούν κάθε τόσο τους φώναζαν «βλέπε μαρή», κι όπως υποστηρίζεται απ’ αυτό πήρε το όνομα η βλαμαρή.
Ο Μιχάλης Μανιάτης που έδρασε εδώ σ’ αυτά τα νερά, υπήρξε απ’ τους φοβερότερους πειρατές και τον διαδέχτηκε το ψυχοπαίδι του, ο Σταμάτης Καστανιάς απ’ την Ικαρία, που έγινε ο προστάτης του νησιού. Το μέγεθος της δράσης και το ποιόν του Μιχάλη Μανιάτη, μας δίνει η επιστολή που του έστειλε ο λόγιος ιερομόναχος απ’ τη Σκόπελο Καισάριος Δαπόντες στις 20 του Σεπτέμβρη του 1755 και του γράφει: «Έως πότε αδελφέ αυτή η κακορίζικη ζωή; Έως πότε, κυρ Μιχάλη, αυτή η ελεεινή κατάστασις, αυτή η πολιτεία κακή ψυχή τε και σώματι, εντροπιασμένη, κατακεκριμένη και παρά Θεώ και παρά ανθρώποις, ου μόνον τοις χριστιανοίς, αλλά και τοις ασεβέσι; την ψυχήν σου δεν την λυπάσαι, τον Θεόν δεν τον φοβάσαι, τους ανθρώπους δεν τους εντρέπεσαι, την ζωήν σου καν δεν πονείς; Την νεότητά σου δεν ευσπλαχνιζεσαι; διατί ποιος με τέχνην ωσάν αυτήν, αναθεμά την, είδε καλό; ποιος απέθανε με τον θάνατόν του; θάνατος αμαρτωλών πονηρός. Διατί, αδελφέ, διατί χριστιανέ, να βλασφημήται δια λόγου σου ο Χριστός, να αναθεματίζονται οι γονείς σου; δι’ αυτό σε εγέννησαν οι ταλαίπωροι; δι’ αυτό σ’ έκαμεν χριστιανόν ο δεσπότης Χριστός; δι’ αυτό εσταυρώθη;».
Κατά την περίοδο της επανάστασης στη Σάμο, για τις ανάγκες του αγώνα σε τρόφιμα και άλλα ακόμα εφόδια, από νωρίς ακόμα άρχισαν τις επιδρομές στ’ απέναντι μικρασιατικά παράλια, ρημάζοντας τα τουρκοχώρια απ’ τ’ Αλάτζατα μέχρι τον Ιασικό κόλπο. Για το σκοπό αυτό υπήρχαν στη Σάμο περί τα είκοσι εξοπλισμένα πλοία και πλοιάρια, μ’ αυτά εξεστράτευαν και λεηλατούσαν τα τούρκικα χωριά στη Μικρά Ασία, και χτυπούσαν όχι μόνο τα τούρκικα καράβια, αλλά και των κρατών που δεν συμπαθούσαν τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Ολόκληρα κοπάδια από γιδοπρόβατα κουβαλούσαν, άλογα, βόδια, καμήλες, μέχρι το γαμπρό με τη νύφη κι όλο το κάλεσμα έφεραν και πλήρωσαν για να ελευθερωθούν. Οι ιστορίες αυτές είναι πάρα πολλές, και χώρος δεν υπάρχει.
Υπάρχουν και στοιχεία όμως που φανερώνουν ότι ομάδες πειρατών, πιθανόν οι κάτοχοι των εξοπλισμένων αυτών πλοίων, να ασκούσαν πειρατεία για ατομικό τους προφανώς όφελος, χωρίς καμιά διάκριση. Αυτό γίνεται φανερό απ’ την επόμενη ιστορία που αναφέρει στα Σαμιακά ο Επ. Σταματιάδης, «….μια άλλη φορά ο Κωνσταντίνος Κολωμπότας, αφού συνάντησε ένα ύποπτο πλοίο, του επιτέθηκε, αλλά ξαφνικά από τα πλευρά του ύποπτου πλοίου ανοίχτηκαν πολλά πορτέλα, από τα οποία πρόβαλαν οι μπούκες πολλών κανονιών, ξερνώντας φοβερή φωτιά. Το πλοίο ήταν αγγλικό πολεμικό και απάνω ήταν ο ναύαρχος Χάμιλτων κι αφού συνέλαβαν τον καταδρομέα, τον έστειλαν στη Μάλτα, όπου παρέμεινε δεσμώτης αρκετό διάστημα». Απ’ τα επόμενα γίνεται φανερό ότι ο Κωνσταντίνος Κολωμπότας ήταν Μαραθοκαμπίτης.
Απ’ το επόμενο γράμμα, που εστάλη απ’ τους ναυάρχους των τριών μεγάλων δυνάμεων στην Ελληνική διοίκηση, μετά την ναυμαχία του Ναβαρίνου, φαίνεται ότι κι ο Ελληνικός στόλος δεν υστερούσε σ’ αυτή τη δραστηριότητα.
Προς την Ελληνικήν Διοίκησιν.
Μανθάνομεν με μεγάλην μας αγανάκτησιν ότι ενώ τα πλοία των τριών συμμάχων κατεχάλασαν τον Οθωμανικόν στόλον τα καταδρομικά σας δεν παύουν από το να μιαίνουν την θάλασσα………..
Ημείς δεν θέλομεν υποφέρει πλέον να μεγαλώνητε το θέατρο του πολέμου δηλ τον κύκλον της πειρατείας, μήτε θέλομεν υποφέρει να κάμης καμίαν εκστρατείαν η αποκλεισμόν εντός των ορίων του Βώλου, Ναβαρίνου, Ναυπάκτου, Σαλαμίνος, Αιγίνης, Ύδρας και Σπετσών…….
Δεν θέλομεν να μείνει πλέον καμιά πρόφασις εκ μέρους των Τούρκων. Η ανακωχή έγεινε. Ο στόλος του δεν υπάρχει πλέον. Πάρετε μέτρα και δια τον ιδικόν Σας διότι θα τον καταχαλάσωμεν καθώς και τον προειρημένον αν η χρειά το καλέση, δια να εμποδίσωμεν την κλεψιάν της θαλάσσης.
Τη 8 Οκτωβρίου 1827 Νεόκαστρον.
Έχομεν την τιμήν οι υπογεγραμμένοι
Σ. Κόρδικτων. Δεριγνύ. Κ. Ειδεκ.
Κατά την επανάσταση, οι πειρατές δεν είχαν το θάρρος να πλησιάσουν τις ακτές της Σάμου. Κατά την περίοδο όμως της λεγόμενης Σαμιακής πολιτείας, απ’ τις τρεις Φεβρουαρίου του 1830 μέχρι τον Αύγουστο του 1834, όταν οι προστάτιδες δυνάμεις, επέβαλαν το καθεστώς της Ηγεμονίας, έκαναν ξανά την εμφάνισή τους. Ο Λυκούργος Λογοθέτης, στην απολογιστική του έκθεση, στην 8η και τελευταία γενική Συνέλευση των Σαμίων γράφει.
«Πέρισυ κατ’ Απρίλιον και 7βριον πειρατικά πλοία περιέπλεον τα παράλια της Σάμου γυμνούντα παν είδος πλοίων καθώς και ένα Καρλοβάσιον, τα οποία υπέφερον κατηγορίαν εις την Πατρίδα. Τούτο ηνάγκασε το Διευθυντήριον και την Επαρχιακήν Δημογεροντίαν ώστε να ναυπηγήθώσι δύο πλοία αρμόδια προς καταδρομήν των πειρατών, και τω όντι άμα διαδοθείσης της φήμης ότι κατασκευάζονται πλοία κατά των πειρατών δεν εφάνη πλέον εις τα νερά της Σάμου πειρατικόν. Το έν εκ τούτων ευρίσκεται παρά τω Διευθυντηρίω και το άλλο εις Μαραθόκαμπον υπό την οδηγίαν του Καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδου, δια να είναι πρόχειρον εις την φωλεάν των πειρατών, δηλ. εις Κρουσσούς άμα φανώσιν εκεί».
Κατά την περίοδο της Ηγεμονίας πολλές φορές εμφανίστηκαν πειρατές, συνήθως ήταν ολιγάριθμοι με περιορισμένη δράση, και σε τίποτα δεν έμοιαζαν με τις επιδρομές που γινόταν πιο παλιά.
Στις 28 Ιουνίου του 1846, πειρατές μπήκαν στο μοναστήρι της Αγίας Ζώνης, έκλεισαν τους καλόγερους στο υπόγειο, και βασάνισαν απάνθρωπα τον Ηγούμενο Γρηγόρειο Κώνωπα για να τους παραδώσει το θησαυρό. Επειδή θησαυρός δεν υπήρχε, έκλεψαν ένα ασημένιο σκεύος κι ένα πολύτιμο αρχιερατικό εγκόλπιο κι έφυγαν, ενώ ο ηγούμενος ξεψύχησε. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και οι ίδιοι οι πειρατές έκαναν ρεσάλτο σ’ ένα πλοίο στον επταστάδιο, και πήγαν στη Σαμιοπούλα να μοιράσουν τα λύτρα. Εκεί υπήρχε ένας καλόγερος, κι ένας απ’ τους πειρατές, με το όνομα Γιάννης Βουλής, του παρέδωσε το εγκόλπιο για να επιστραφεί στο Μοναστήρι.
Κατά τον Ιούνιο του 1849, δεκατέσσερις ληστές πάτησαν το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στους Μυτιληνιούς, και υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια τον ηγούμενο Νεόφυτο, για να τους παραδώσει τους θησαυρούς που δεν υπήρχαν. Το έβαλαν στα πόδια όμως, όταν τυχαία εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός σκοπού, ενώ ο ηγούμενος σε λίγες μέρες απεβίωσε.
Το 1850 άλλοι πάτησαν το μοναστήρι της Βροντιανής στους Βουρλιώτες, κι εδώ βασάνισαν μέχρι θανάτου τον γέρο ηγούμενο Δανιήλ, που ούτε εδώ υπήρχε θησαυρός.
Απ αυτές τις περιπτώσεις φαίνεται ότι οι πειρατές αυτοί αποτελούταν από μικροομάδες, που είχαν τα ορμητήριά τους στη Σάμο ή στα γύρω ξερονήσια, κι έκαναν επιθέσεις σε αδύναμους στόχους και μεμονωμένα πλοία.
Όταν ανέλαβε τοποτηρητής αρχικά, και ηγεμόνας στη συνέχεια, ο Ιωάννης Γκίκας το 1854, βρήκε τη Σάμο σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Το ωίδιο του αμπελιού, που μόλις είχε εμφανιστεί στη Σάμο έκανε μεγάλες ζημιές στη παραγωγή σταφυλιών κι έφερε μεγάλη φτώχια. Το δημόσιο ταμείο ήταν άδειο, πάνω από εκατό ληστές βρισκόταν στα βουνά, και πολυάριθμοι πειρατές δρούσαν στα παράλια και τις γύρω νησίδες,
Βλέποντας αυτή την κατάσταση βάλθηκε ν’ απαλλάξει την Σάμο απ’ όλους αυτούς. Αναδιοργάνωσε την χωροφυλακή κι άρχισε τις καταδιώξεις, μη διστάζοντας πολλές φορές να είναι ο ίδιος επικεφαλής των αποσπασμάτων. Δε δίστασε, κυνηγώντας τον διαβόητο ληστή Μαυρίκο, να μπει στη σπηλιά μόνος του, όταν οι χωροφύλακες δίσταζαν να πλησιάσουν, στον οποίο παραδόθηκε τελικά. Επίσης μια άλλη φορά πήγε νύχτα στους Μαυρατζαίους, όταν πληροφορήθηκε ότι υπήρχαν λησταί, τους οποίους καταδίωξε μέχρι το βουνό. Έτσι απάλλαξε το νησί απ’ τους ληστές, πολλοί εξοντώθηκαν κι άλλοι έφυγαν. Το ρήμα κλέβω, έλεγε, πρέπει να διαγραφεί απ’ τα Σαμιώτικα λεξικά.
Την ίδια εποχή, κι ενώ διαρκούσε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ναυλοχούσαν στη Σάμο δυο μοίρες των στόλων της Αγγλίας και της Γαλλίας, που ήταν σύμμαχοι των Τούρκων, που μετά από συνεννόηση με τον ηγεμόνα καθάρισαν την Σάμο, τα γύρω νησιά και τις βραχονησίδες απ’ τους πειρατές. Δεν περνούσε μέρα που να γύριζαν τα πολεμικά, και να μην κρέμονται κάμποσοι απ’ τα ξάρτια τους.
Τα Γαλλικά πολεμικά Προμηθεύς με κυβερνήτη τον Ιούλιο Φερρόν, Ερωδιός με κυβερνήτη τον Ντεμουλέν, και το Σαπτάλ με κυβερνήτη τον Πουατιέ, αλώνιζαν τις γύρω θάλασσες κυνηγώντας τους πειρατές και καταστρέφοντας τα πλοία και τα ορμητήριά τους. Ο Πουατιέ τους είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος, δείχνοντας φοβερή σκληρότητα. Κάποτε όταν κάποιος κυνηγημένος ληστής κατέφυγε στο Παλιόκαστρο, όπου τον έκρυψαν, απείλησε ότι αν δεν τον παρέδιδαν σε ορισμένη ώρα θα έκαιγε το χωριό. Όταν ετοιμάστηκε να εκτελέσει την απειλή του τον παρέδωσαν. Δίκες και συνήγοροι δεν υπήρχαν, πιάσιμο και κρέμασμα, μια κι έξω.
Ένα πρωινό, κι ενώ ο ηγεμόνας Ι. Γκίκας είχε συνεργασία με τον διοικητή χωροφυλακής, ζήτησε κάποιος να τον δει. Όταν μπήκε, ήταν ένας ψηλός, σκληρός, και όμορφος άνδρας με φουστανέλα, ζήτησε να μείνουν μόνοι και ρώτησε τον ηγεμόνα, τι είδους άνθρωπος νομίζεις ότι είμαι; Τους θεωρώ όλους καλούς, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου, απάντησε ο ηγεμόνας. Απατάσαι του απάντησε, είμαι κακός, και του έδειξε τα ναυτιλιακά έγγραφα Αγγλικού πλοίου, που πρόσφατα είχε ληστευτεί και τα μέλη του πληρώματος είχαν σφαγή. Του είπε ότι αυτός ήταν ο αρχηγός, του ανέφερε τα εγκλήματά του και τους συντρόφους του, και ζήτησε να τιμωρηθεί γιατί δεν μπορούσε να ζήσει ήσυχος και δεν είχε το θάρρος ν’ αυτοκτονήσει. Ο ηγεμόνας τον παρέδωσε στη δικαιοσύνη και πέθανε μετά από μερικούς μήνες από φυματίωση. Ο ληστής αυτός λεγότανε Ιωάννης Μακρής.
Μια μέρα έκπληκτοι οι κάτοικοι του Βαθιού είδαν τις πρώτες εκτελέσεις που έγιναν στη Σάμο. Κατά τον Επ. Σταματιάδη εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό, από τούρκο δήμιο που έφεραν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, τέσσερις κακούργοι. Αυτοί ήταν οι Νικ. Μώρος, Δ. Ρουμάνης, Μιχ. Σαρρής κι ο Δημ. Βογιατζιδάκης. Αυτοί καταδικάστηκαν στις 11 Δεκεμβρίου του 1856.
Αναλυτικότερος γι’ αυτά είναι ο Ε. Κρητικίδης στο βιβλίο του «τοπογραφία, αρχαία και σημερινή της Σάμου». Αναφέρει για τέσσερις που αποκεφαλίστηκαν στο Βαθύ, δυο που κρεμάστηκαν σε τούρκικο πλοίο, και για έναν που πνίγηκε όταν προσπάθησε να δραπετεύσει. Αυτοί ήταν οι Ιωαν. Μώρος απ’ τους Βουρλιώτες, Γεωργ. Βογιατζής, Δ. Μωραϊτης και Κουμεώτης εκ Βαθέος Ν. Ανδρονόκου και Ανδ. Σπανού, απ’ το Ν. Καρλόβασι, Γ. Τσογράνης απ’ τους Μυτιληνιούς, κι ο φυγόδικος Κουτσουράς απ’ τον Πύργο. Μαζί Μ’ αυτούς ο Γ. Νέγρος, γόνος σημαντικής οικογένειας απ’ το Βαθύ, που σκοτώθηκε από στρατιώτες σ’ ένα απ’ τα νησάκια των Φούρνων. Αυτός με τον φυγόδικο Καραμάνη απ’ τους Μυτηληνιούς, σκότωσαν ολόκληρη οικογένεια στο χωριό Δωμάτια της Μικράς Ασίας το 1852, και ο Ιωαν. Φράγκος απ’ τη Χώρα, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο, πήρε χάρη και πέθανε στη φυλακή.
Σ’ ένα απ’ τα νησάκια των Φούρνων, ζούσε με την οικογένειά του κάποιος, ονομαζόμενος Μανώλης Μύτικας, τσοπάνης, ασκώντας ένα ιδιότυπο τύπο πειρατείας. Όσοι, για κάποιο λόγο άραζαν στον όρμο του νησιού του, μετά από φιλοξενία τους σκότωνε, έπαιρνε τα υπάρχοντά τους, βούλιαζε τα σκάφη τους κι εξαφάνιζε τα ίχνη. Κάποια φορά έτυχαν στο νησί οι Κ. Καλοβελώνης με το γιό του Σταμάτη, απ’ το παλαιό Καρλόβασι, ο Χαρίδημος Καπώλης απ’ τη Λέκα, κι ο Γ. Κολομπότης απ’ το Μαραθόκαμπο, που τους σκότωσε, πήρε ότι είχαν κι εξαφάνισε τα ίχνη τους.
Μετά από μερικές μέρες, ο Μύτικας μ’ ένα απ’ τα παιδιά του , πήγαν με τη βάρκα τους στον όρμο του Μάραθοκάμπου για να πουλήσουν τυρί και μαλλιά και ν’ αγοράσουν αναγκαία είδη, φορώντας ο γιός το φέσι του Γ. Κολομπότη. Ο πατέρας του άτυχου νέου, γνώρισε το φέσι του γιού του και το κατήγγειλε στις αρχές, κι ο τότε ηγεμόνας Αριστάρχης έστειλε κρυφά πλοίο με στρατιώτες και τους συνέλαβαν. Απολογούμενοι δήλωσαν ότι με τον τρόπο αυτό είχαν σκοτώσει σαρανταοκτώ ανθρώπους, μεταξύ αυτών και τους Α. Καρακατσάνη και Κ. Μπαγανά απ’ τον Μαραθόκαμπο. Δικάστηκαν από ενόρκους εις θάνατο, και τους αποκεφάλισε ένας Αλβανός δήμιος στον όρμο του Μαραθοκάμπου το καλοκαίρι του 1863.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
- Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ
- Επ. Σταματιάδη ΣΑΜΙΑΚΑ
- Νικ. Σταματιάδη ΣΑΜΙΑΚΑ
- Περιοδικό. Ιστορία εικονογραφημένη.
- Εμ. Κρητικήδη ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
- Εμ. Κρητικήδη ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιων. Βακιρτζη ΙΣΤΟΡΙΑ Της ΣΑΜΟΥ
- Ν. Κεφαληνιάδη. ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΥΡΣΟΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ.
- Αλ Σεβαστάκη ΣΑΜΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ 1830-1834
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου