Οι Γιαγάδες καταλύουν τις αρχές της Σάμου.

Ιωάννης Γιαγάς - iSamos.gr

           Οι Γιαγάδες καταλύουν τις αρχές της Σάμου.

       Ένα άρθρο του Κ. Πτινη στην εφημερίδα Σαμιακό Βήμα με τίτλο

                              «ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ».

   Πριν από μερικές εβδομάδες ένας ακόμα συμπολίτης μας όδευσε προς άλλους δρόμους αφήνοντας μνήμη ανθρώπου που διακρίθηκε στη ζωή για τη μεγάλη του δραστηριότητα περί τα κοινά. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Αμοργιανό του οποίου η σταδιοδρομία άρχισε σε μια πράξη τόλμης και έσβησε ήρεμα το απόγευμα της 18ης Οκτωβρίου.

   Ήταν αρχές Ιουνίου (5/6)  του 1925 όταν η Δημοκρατία που είχε επιβληθεί μετά τη Μικρασιατική καταστροφή βάδιζε μέσα σε δύσκολους δρόμους γεμάτους απρόοπτα και με διαρκείς κινήσεις στρατιωτικών που επεδίωκαν την κατάληψη της εξουσίας γνώρισε ένα από τα πιο γραφικά εξωφρενικά κινήματα που πραγματικά αναστάτωσε το πανελλήνιο.

   Το πρωί της 7ης Ιουνίου οι εφημερίδες των Αθηνών πληροφορούσαν το κοινό – κατάπληκτο φυσικά – με πηχυαίους τίτλους ότι «κάποιοι Γιαγάδες (Γιαγιάδες τους ονόμαζαν) κατέλαβαν ολόκληρη τη Σάμο και ότι μοίρα του στόλου με πλοίαρχο τον Μακεδονομάχο Ιωαν. Δεμέστιχα και με αποβατικά αγήματα απέπλευσε δια ν’ απελευθερώσει την νήσον…»!

   Τι ακριβώς είχε συμβεί; Η οικογένεια Γιαγά του Μαραθοκάμπου  - προπάππος ο γενναιότατος μαχητής των Ναπολεόντειων πολέμων στην Αίγυπτο και κατόπιν το 21 Σεβαστός Γιαγάς – με την διαφωνία Βενιζέλου – Κωνσταντίνου το 1914 είχε ταχθεί με το στρατόπεδο των βασιλοφρόνων. Έτσι θύται και θύματα ταυτοχρόνως των παθών και του μίσους της φοβεράς εκείνης εποχής υπήρξαν και οι τέσσερες αδελφοί Γιαγά Γεώργιος, Κίμων, Κώστας  και Ιωάννης τοπικοί πλέον αντίπαλοι του Θεμ. Σοφούλη. Σύντομα με το κίνημα Εθνικής Αμύνης Θεσσαλονίκης ο Γεώργιος επικεφαλής ανυπότακτων ενόπλων θα ευρεθεί στον Κερκετέα και κατόπιν ολόκληρος η οικογένεια σε αγώνα κατά των Αμυντικών. Θα συμπλακούν σε πολύωρες μάχες με αποσπάσματα χωροφυλακής τα δε λημέρια τους στο βουνό ονομαζόταν «κρητικά νεκροταφεία».

   Στη συμπλοκή της 6/1/1917 στους Κοσμαδαίους θα φονευθεί ο Γεώργιος αφού όμως οι διώκτες τους πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα. Την επόμενη οι κρητικοί χωροφύλακες τυφλωμένοι από το μίσος συνέλαβαν την μητέρα και την αδελφή Δήμητρα και μετά από βασάνους τις περιέλουσαν με πετρέλαιο και τις έκαψαν ζωντανές χορεύοντας και διασκεδάζοντας γύρω τους. Η αποκατάσταση του κράτους, τα επακολουθήσαντα γεγονότα, η κάποια ηρεμία, η δοθείσα το 1924 πολιτική αμνηστία θα επιτρέψει στους επιζώντες αδελφούς τους ατίθασους Καπεταναίους να επανέλθουν στη Σάμο από την περιπλάνησή τους στα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα. Αλλά παραμένουν κάποια γραφειοκρατικά κατάλοιπα. Όταν ξαφνικά το Πρωτοδικείο Σάμου και ο εισαγγελεύς επιθυμούντες να τακτοποιήσουν τα αρχεία ανακαλύπτουν ένα ακόμη αριθμό εκκρεμή διαφόρων κατηγοριών κατά των Γιαγιάδων και η δίκη ορίζεται στις 6 Ιουνίου 1925.

   Τότε σώφρονες Σάμιοι απευθύνονται στον Θ. Σοφούλη να επέμβει. Η αγόρευσή του στη βουλή είναι αποκαλυπτική: «Προ είκοσι ημερών είχον λάβει τουλάχιστον εκατόν επιστολάς εντός δύο ημερών από την Σάμον και μου έγραφον…..Όσοι γνωρίζουν το παρελθόν των Γιαγάδων ανθρώπων με καταπληκτικήν τόλμην και ένα ηρωισμόν αληθή, εγνώριζαν και εβεβαίωναν ότι η ενέργεια αυτή των δικαστηρίων ήτο όλως άστοχος, διότι αυτοί δεν θα ήτο δυνατόν να προσέλθουν εις την δίκην όχι ως φυγοδικούντες αλλ’ ως ευρισκόμενοι εις Δωδεκάνησον…». Και συνέχισε ο Σοφούλης: «Ηναγκάσθην τότε να επισκεφθώ τον Υπουργόν Δικαιοσύνης και να τον παρακαλέσω να μεσολαβήσει, αν του ήτο δυνατό, ώστε να ματαιωθεί αυτή η δικαστική ενέργεια η οποία όπως υπήρχεν εν Σάμω η πεποιθησις και η ιδική μου θα κατέληγε εις αυτό το αποτέλεσμα…».

   Εις τα λεχθέντα από τον Σοφούλη κάτι επιχείρησε ν’ απαντήσει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, που καθώς εφάνη δεν είχε δώσει την δέουσα σημασία, η μηχανή της γραφειοκρατίας δεν εκινήθη και οι τότε πολιτικοί αρχηγοί Παπαναστασίου, Καφαντάρης, Νικολόπουλος κλπ. ομιλούσαν περί χάους. Γεγονός πάντως ήταν ότι το κράτος είχε εξευτελισθεί. Τα συνβάντα οι Αθηναίοι και το Πανελλήνιο πληροφορήθηκαν κατάπληκτοι το πρωί της 7ης Ιουνίου από τις εφημερίδες  που τα παρουσίαζαν με πηχυαίους τίτλους γράφοντας ό,τι ήθελαν. Το σοβαρό «Ελεύθερο βήμα» έλεγε το εξής: «Την 06.45 πρωινήν χθες το τηλεγραφείον Χίου έλαβε τηλεγράφημα εκ μέρους του ευρισκομένου εις το χειριστήριον του τηλεγραφείου Σάμου δια του οποίου ανηγγέλετο ότι οι λησταί (έτσι τους έλεγαν οι βενιζελικοί) Γιαγάδες επανεστάτησαν και κατέλυσαν τας αρχάς. Ο τηλεγραφητής επίσης εζήτει να έλθουν ενισχύσεις από τη Χίο δια να σώσουν τους κατοίκους. Ο τηλεγραφητής Σάμου δεν είχε κατορθώσει να συμπληρώσει το τηλεγράφημα οπότε αιφνιδίως διεκόπη, παρ’ όλας δε τας επανειλημμένας προσπαθείας του τηλεγραφητού Χίου το τηλεγραφείο Σάμου δεν απαντούσε διότι είχε κοπεί το καλώδιον».

   Η σειρά των γεγονότων έχει ως εξής: οι Γιαγάδες αφού αφόπλισαν τη φρουρά (τον αστυνομικό σταθμό) Μαραθοκάμπου κατευθύνθηκαν  - γύρω στα μεσάνυχτα – στο Καρλόβασι όπου έγινε το ίδιο και ακολούθως στο Βαθύ. Το κάθε τι έγινε με θαυμαστή ακρίβεια. Στην πρωτεύουσα είχαν καταφθάσει μερικοί ομόφρονές των από τα χωριά. Άνοιξαν τις φυλακές και οι έγκλειστοι ενώθηκαν μαζί τους. Η εξουδετέρωση και ο περιορισμός των ανύποπτων αρχών υπήρξε υπόθεση εύκολη. Θύματα υπήρξαν ο στρατιώτης φρουράς του στρατώνα και ένας κατάδικος εκτελεσθείς δια προσωπικούς λόγους. Φρουροί ένοπλοι τοποθετήθηκαν όπου χρειαζόταν και ένας απ’ αυτούς προ του τηλεγραφείου που στεγαζόταν στο Βουλευτήριο, αριστερά κάτω όπου και προ ετών.

   Με το ξημέρωμα της 6ης Ιουνίου και την συγκέντρωση του κόσμου τα γεγονότα έγιναν γνωστά. Όλοι φρόντιζαν ν’ αποσυρθούν και προπαντός οι βενιζελικοί. Στην πλατεία συναντήθηκαν οι τηλεγραφητές. Σιωπηλοί κατευθύνθηκαν προς το Δημοτικό κήπο και από εκεί είδαν τον ένοπλο φρουρό που εκινείτο κατά μήκος της πλατείας από του πεύκου μέχρι του Μουσείου.

   -Θα πάω να τηλεγραφήσω είπε ο Αμοργιανός δόκιμος τηλεγραφητής μόλις 23 ετών. Οι άλλοι προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Όμως αυτός ελισσόμενος και επωφεληθείς του αργού βαδίσματος του σκοπού προς το Μουσείο όρμησε και επέτυχε ν’ ανεβεί τις σκάλες χωρίς να γίνει αντιληπτός. Το τηλεγράφημα που μετέδωσε ήτο σύντομο: «Γιαγάδες επανεστάτησαν Σάμον καταλύσαντες αρχές. Μεριμνήσατε. Αμοργιανός». Και κατόπιν ωσάν να μην συνέβη τίποτα κατευθύνθηκε στην έξοδο. Τότε τον είδε ο σκοπός. «Ποιος είσαι συ;» τον ρώτησε προτείνοντας το όπλο. «Εγώ ή εσύ;» του απάντησε ατάραχος. «Εγώ είμαι υπάλληλος - δεν είπε τηλεγραφητής – και μένω εδώ . εσύ ποιος είσαι και γιατί κρατάς όπλο;». «Τσακίσου από δω» του φώναξε ο σκοπός και ο Αμοργιανός έφυγε τρέχοντας.

   Τα υπόλοιπα αναφέρθηκαν. Η Χίος ετοίμασε απόσπασμα 32 χωροφυλάκων και 68 στρατιωτών, η Μυτιλήνη άλλο, στην Αθήνα ετοιμάστηκαν δυνάμεις, επίτακτα πλοία πλήρη στρατού άρχισαν να καταφθάνουν, ο στόλος απέπλευσε από το Φάληρο και σχεδιαζόταν πολεμικές  επιχειρήσεις. Την άστοχη αρχική ενέργεια και την βραδύτητα της γραφειοκρατίας πλήρωσε τελικά με την αξιοπρέπειά του το κράτος και ο φορολογούμενος λαός. Επί δικτατορίας Πάγκαλου όλα τα εν Ελλάδι παρόμοια αμνηστεύθηκαν και αργότερα οι Γιαγάδες αθωώθηκαν πανηγυρικά για κάθε τι παλαιό από το εφετείο Σύρου. Να σημειωθεί ότι ο ένας των αδελφών Ιωάννης Γιαγάς ήτο άνθρωπος αρίστης πνευματικής καλλιέργειας, εραστής της λογοτεχνίας, μελετητής των Ομηρικών επών. Οι κάτοικοι του Μαραθοκάμπου τον σεβόταν και τον εκτιμούσαν, ως άλλωστε και πολλοί Σάμιοι και υπηρέτησε την κοινότητά του επί τετραετίες ως Πρόεδρος αφίσας καλή μνήμη.

   Την ίδια τόλμη θα επιδείξει ο Κων. Αμοργιανός αργότερα στην κατοχή, ως διευθυντής του Τηλεγραφείου Τήνου και των μυστικών υπηρεσιών. Εγκατέστησε τους μυστικούς ασυρμάτους Κυκλάδων, επικοινωνούσε με το Στρατηγείο Μ. Ανατολής, επεσήμαινε τις κινήσεις των Γερμανών και επενέβαινε η Αγγλική αεροπορία, πραγματοποίησε την αρπαγή του μεγάλου πλοίου «Ασπασία» αιχμαλωτισθέντων των εν αυτώ Γερμανών, συνελήφθη από την Γκεστάπο ευτυχώς απελευθερωθείς ως απέδειξε ότι ήτο διευθυντής του τηλεγραφείου και όχι αλεξιπτωτιστής. Οι μεταβαίνοντες εις Μ. Ανατολή δια Τήνου Έλληνες πολιτικοί από αυτόν εφυγαδεύοντο και τελικά διέφυγε και ο ίδιος. Για την όλη του δράση ετιμήθη με ειδική διάκριση από την πατρίδα, τρίτος κατά σειρά εις τον πίνακα των τιμηθέντων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Αργότερα με την ανάμιξή του στα κοινά προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη μας. Ακόμη και το άγαλμα Σοφούλη που κοσμεί την παραλιακή λεωφόρο είναι έργο του Κων. Αμοργιανού που όχι μόνο κόπους και ιδρώτα κατέβαλε αλλά και πολλάς δεκάδας χιλιάδων δραχμών εξ’ ιδίων. Η εγκατάσταση τηλεφώνων στη Σάμο που μας έφερε κοντά στο κέντρο και έχουμε παγκόσμια επικοινωνία είναι έργο του. Και πολλά άλλα.

   Απέθανε σε ηλικία 94 ετών ο τελευταίος ίσως της παλαιάς γενιάς και ετάφη στο Πυθαγόρειο όπου πέρασε ήσυχα τις στερνές του ημέρες με πλήρη πνευματική διαύγεια. Ο θάνατος τον ευρήκε όρθιο, εύνοια Θεών.     

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο