Απ’ τους απόκληρους της ζωής. Ο Ιερεμίας.

Παλιά επαγγέλματα : ο λούστρος | Αστακός διαχρονικός

                   Απ’ τους απόκληρους της ζωής.

                                     Ο Ιερεμίας.

   Τον γνώρισα ενώ  ήμουν στρατιώτης όταν το 1958 με1959 υπηρετούσα στη Σάμο, στο λόχο  διοικήσεως της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών (ΣΜΥ) που έδρευε τότε στο νησί. Δεν θυμάμαι αν το Ιερεμίας ήταν το όνομα ή το επώνυμό του, πάντως μ’ αυτό το σπάνιο όνομα τον ξέραμε και φωνάζαμε όλοι.

   Δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις με τον άνθρωπο ούτε παρέα κάναμε, γνωριζόμασταν όμως καλά μεταξύ μας γιατί καμιά τριανταριά ήμασταν όλοι κι όλοι στο λόχο διοικήσεως, το αναγκαίο βοηθητικό προσωπικό της σχολής, γραφείς και οδηγοί οι περισσότεροι. Ο Ιερεμίας δεν είχε καμιά ειδικότητα, απλός τυφεκιοφόρος ήτανε, μόνιμος βοηθός μαγείρου, απαλλαγμένος από κάθε άλλη αγγαρεία. Λέγανε κι ήτανε γραμμένο και στο φάκελό του ότι ήταν επιληπτικός, δεν είχε πάρει όμως απαλλαγή γιατί, όπως αναφερότανε δεν ήταν ιατρικά εξακριβωμένο.   

   Ήσυχο παιδί, καλός με όλους, δεν κάπνιζε και δεν είχε δώσει ποτέ καμιά αφορμή ούτε στην υπηρεσία, ούτε στους συναδέλφους που τον συμπαθούσαν όλοι. Ούτε μια μέρα περιορισμό δεν του είχε καταλογισθεί, ήτανε ας πούμε ο ιδανικός στρατιώτης κι απ’ τους πιο συμπαθείς συναδέλφους.

   Τέλειωνε η θητεία του και δεν είχε πάρει ακόμα την κανονική του άδεια, ένα μήνα που δικαιούται και λαχταρά πότε θα την πάρει ο κάθε στρατιώτης, κι έτσι ένα μήνα πριν απολυθεί τον κάλεσαν, του την έδωσαν υποχρεωτικά και σ’ ένα μήνα που θα επέστρεφε το απολυτήριο θα ήταν έτοιμο και τέλος. Ο μήνας της άδειας όμως πέρασε αλλά ο Ιερεμίας  δε φάνηκε.

   Ακριβώς τα μεσάνυχτα της 15ης μέρας αφότου έληξε η άδεια του εν λόγω στρατιώτη, που έτυχε να είμαι γραφιάς υπηρεσίας, με φώναξε ο αξιωματικός υπηρεσίας με τον οποίο, όπως οι κανονισμοί προβλέπουν, συντάξαμε και υπογράψαμε ένα πρακτικό κηρύττοντάς τον Ιερεμία λιποτάκτη. Μετά απ’ αυτό το σήμα έπεσε και δεν πέρασαν παρά λίγες μέρες και μας τον έφεραν συνοδεία δυο της τότε ΕΣΑ, ρακένδυτο με κάτι πολιτικά παλιόρουχα, τα στρατιωτικά προφανώς τα πούλησε, ο οποίος μόλις πάτησε το στρατόπεδο, αλήθεια ή ψέματα ποιος ξέρει, έπαθε κρίση και μεταφέρθηκε στο αναρρωτήριο που ήταν στο παλιό νοσοκομείο, αυτό που γκρέμισαν κι έφτιαξαν  το σημερινό Διοικητήριο. Ήταν και είναι η μοναδική φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο.   

  Σε μια δυο μέρες η διοίκηση όρισε ανακριτή τον ίδιο τον αξιωματικό με τον οποίο κηρύξαμε τον  Ιερεμία λιποτάκτη κι εμένα σαν γραφέα βοηθό του και πήγαμε στο αναρρωτήριο όπου βρισκόταν ακόμα για την ανάκριση.

    Ο Ιερεμίας δεν ήταν αυτή τη φορά αυτός ο ήπιος άνθρωπος που ήξερα κι έζησα μαζί του  μερικούς μήνες πριν, ήταν διαφορετικός, επιθετικός, κανέναν δεν λογάριαζε κι έδειχνε ν’ αδιαφορεί για τις όποιες συνέπειες θα μπορούσε να έχει για τη πράξη του. Ο κάθε κατηγορούμενος, αθώος ή ένοχος προσπαθεί να βρει κάποιες δικαιολογίες για να ελαφρύνει τη θέση του, αντίθετα ο Ιερεμίας με τις απαντήσεις του την επιβάρυνε περισσότερο. Τον ρωτά ο λοχαγός γιατί δε γύρισες κανονικά, το απολυτήριό θα έπαιρνες και θα έφευγες; Γιατί έτσι μου κάπνισε, ήταν η απάντηση του Ιερεμία, και σε παρατήρηση του λοχαγού, μάλλον συμβουλή ήτανε, ότι μ’ αυτά που λέει επιβαρύνει τη θέση του και θα έχει μεγάλους μπελάδες, απάντησε να τα γράφετε  όπως τα λέω εγώ και δε γινόταν κι αλλιώς, έτσι ακριβώς τα γράψαμε.

   Σε λίγες μέρες απολύθηκα, έχασα τη συνέχεια και μ’ έτρωγε η περιέργεια, ήθελα να μάθω γιατί τα έκανε όλα αυτά, απολυμένος ήτανε, ποιος ο λόγος της λιποταξίας και γιατί με τις απαντήσεις του κατά την ανάκριση προσπαθούσε μάλλον να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τη θέση του, ποιος να ήτανε ο σκοπός του τι επιδίωκε μ’ όλα αυτά. Έμεινα με τα ερωτηματικά.

   Πέρασαν κανένα δυο χρόνια κι ένα μεσημέρι στο Πειραιά τον συνάντησα τυχαία δίπλα στο Δημοτικό θέατρο. Τον ακολουθούσα και τον γνώρισα απ’ το χαρακτηριστικό που σ’ ένα μεγάλο μέρος στο πίσω του κεφαλιού του δεν είχε μαλλιά, ρακένδυτο, μ’ ένα κασελάκι λούστρου. Φώναξα τ’ όνομά του και γύρισε, με γνώρισε αμέσως, τον πήρα και καθίσαμε σε μια ψησταριά που βρέθηκε λίγο παραπέρα, να πάρουμε κάτι και να θυμηθούμε τα παλιά. Διψούσα να μάθω την συνέχεια, να ικανοποιήσω την περιέργειά μου.

   Όπως μου είπε δεν είχε κανένα στο κόσμο, βρέθηκε, δε γνώρισε ούτε μάνα, ούτε πατέρα, ούτε συγγενείς, ποιος ξέρει ποια μάνα, μη μπορώντας να το μεγαλώσει, νήπιο ακόμα το εγκατέλειψε και  μεγάλωσε μέσα στα ορφανοτροφεία και τα άσυλα άρρωστος, γιατί πραγματικά ήταν επιληπτικός, όπως με βεβαίωσε, δεν το έκανε ψέματα για ν’ απαλλαγεί απ’ το στρατό όπως νομίζαμε όλοι, άλλωστε αυτός ήταν ο σκοπός του, να μην απολυθεί. Δραματική η κατάσταση, προτιμότερο να μην τον συναντούσα κι άκουσα όσα άκουσα.

   Ήταν άστεγος, ανήμπορος για κάθε άλλη δουλειά εκτός απ’ αυτή του λούστρου που με μεγάλη δυσκολία εξοικονομούσε τα πλέον αναγκαία για την επιβίωσή του. Στο στρατό μου είπε περνούσε καλά, ρούχα, τροφή και στέγη εξασφαλισμένα, δε χρειαζόταν περισσότερα, αυτά του έφταναν, που σαν πολίτης τα στερούταν. και γι’ αυτό δεν ήθελε ν’ απολυθεί. Νόμιζε ότι την ποινή φυλάκισης που θα του υπέβαλαν θα την υπηρετούσε σα βοηθός μαγείρου στη ΣΜΥ κι ήθελε όσο το δυνατό περισσότερη, γι’ αυτό λιποτάκτησε και γι’ αυτό έλεγε όσα μας έλεγε. Πολλοί παρόμοιοι του Ιερεμία το επεδίωκαν αυτό και υπηρετούσαν τη φυλακή στις μονάδες τους, αυτή όμως την εισέπρατταν λιανικώς των πέντε, δέκα και είκοσι ημερών που στο τέλος σταματούσαν για να τους ξεφορτωθούν. Η εν λόγω περίπτωση όμως ήταν διαφορετική κι ο Ιερεμίας κακώς τα υπολόγισε ή ακόμα κακώς τον συμβουλέψανε, πέρασε στρατοδικείο και με έξη μήνες φυλακή αντί τα μαγειρεία της ΣΜΥ τον οδήγησαν στη Μακρόνησο, εκεί όπως μου είπε πραγματικά μαρτύρησε, μέχρι πέτρες άσκοπα τον έβαζαν να κουβαλά στον ώμο, λίγο ακόμα και θα πέθαινε, δεν θ’ άντεχε περισσότερο.

   Ομολογώ ότι δεν μ’ άρεσε καθόλου αυτή η συνάντηση, μακάρι να μη τύχαινε, έφυγα περισσότερο προβληματισμένος, γιατί αυτή η φτώχια κι αυτή η δυστυχία, γιατί να υπάρχουν άνθρωποι που δεν είδαν ποτέ χαρά στη ζωή τους;

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΣΑΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940.

Τα παρατσούκλια των χωριών της Σάμου.

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΒΡΑΔΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ 1948 ΣΤΟ ΜΑΡΑΘΟΚΑΜΠΟ.