Η επιβολή του ηγεμονικού καθεστώτος στη Σάμο και η τύχη των εξόριστων και των φυγάδων.

My Samos: Ένα blog για τη Σάμο: Ιστορία/History

     Η επιβολή του ηγεμονικού καθεστώτος στη Σάμο και 

               η τύχη των εξόριστων και των φυγάδων. 

Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου του 1830 η Σάμος, αν και λεύτερη, αποκλειόταν απ’ τα όρια του Ελληνικού κράτους και θα έμεινε τουρκική επαρχία. Ότι δεν μπόρεσε να κάμει το τούρκικο κανόνι επτά ολόκληρα χρόνια, το πέτυχε για μια στιγμή η πένα της διπλωματίας. Οι αγώνες, οι θυσίες, οι φόβοι και οι στερήσεις πήγαιναν όλα χαμένα.

Ο Λυκούργος επανήλθε στη Σάμο, την ίδια εποχή ήρθε και κάποιος Γεντικλή – Μουσταφά λεγόμενος με φιρμάνι απ’ το σουλτάνο και ζήτησε υποταγή. Οι Σαμιώτες τον έδιωξαν και ξεκίνησαν ένα νέο αγώνα, ολομόναχοι αυτή τη φορά, εγκαταλελειμμένοι κι αβοήθητοι από παντού, όχι μόνο απέναντι στη Τουρκία αλλά και στις πανίσχυρες μεγάλες δυνάμεις, με σκοπό την ένωση με την Ελλάδα. Ο Καποδίστριας έβλεπε ότι δεν ήταν δυνατό ν’ αλλάξει η απόφαση των δυνάμεων, εκτός τούτου στα παράπονα των Τούρκων ότι δόθηκε στην Ελλάδα η Εύβοια, που δεν είχε επαναστατήσει, τους απάντησαν ότι γι’ αυτήν παίρνουν τη Σάμο και τη Κρήτη.

  Η απόφαση ήταν ομόφωνη, ένωση με την Ελλάδα, απειλώντας ότι διαφορετικά θα εγκαταλείψουν ομαδικά το νησί. Έστειλαν αντιπροσώπους στους πρέσβεις των δυνάμεων στο Ναύπλιο και τη Κωνσταντινούπολη, στον Καποδίστρια, τον βασιλιά Όθωνα, μέχρι που ζήτησαν απ’ τον Ρώσο ναύαρχο να γίνει η Σάμος Ρωσική επαρχία, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά η Τουρκία στην επιμονή των Σαμίων και υπό την πίεση των συμμάχων δέχτηκε να δώσει προνόμια στους Σαμιώτες και στις 10 Δεκεμβρίου του 1832 ο σουλτάνος υπόγραψε φιρμάνι που αναγνώριζε ηγεμονία στη Σάμο.

Με το καθεστώς αυτό η Σάμος θ’ αποτελούσε ηγεμονία εντελώς αυτόνομη, με πλήρη εσωτερική αυτοδιοίκηση, καταβάλλοντας ένα μικρό φόρο στη Τουρκία, ο ηγεμόνας θα είναι ομογενής και ομόδοξος των Σαμίων, θα διορίζεται απ’ το Σουλτάνο και δεν θα υπήρχε τούρκικος στρατός στο νησί. Τα προνόμια αυτά ανακοίνωσαν στους Σαμιώτες οι πρεσβευτές των συμμάχων στις 15 Σεπτεμβρίου του 1833 και εγγυήθηκαν την πιστή εφαρμογή τους, αυτοί όμως τ’ απορρίψανε, ο σκοπός τους ήταν ένας η ένωση με την Ελλάδα κι έτσι ανώφελα συνεχίστηκε ο αγώνας μέχρι  την άνοιξη του 1834.

Πολλοί, με πρώτο το Λυκούργο, έβλεπαν ότι στο τέλος θ’ αναγκαστούν να υποκύψουν και θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη θέση της Τουρκίας και  την εύνοια των συμμάχων προς τους Σαμιώτες, για να πετύχουν όσο το δυνατό περισσότερα. Κανένας όμως δε μιλούσε, φοβούμενος τον κόσμο και κυρίως τους στρατιωτικούς που ήταν άτεγκτοι. Όταν ο Λυκούργος τόλμησε να πει κάτι σχετικό στο κουνιάδο του τον Καπετάν Σταμάτη, αυτός του είπε: «Λυκούργε, έχω κι άλλες χήρες αδελφές σπίτι μου και ταΐζω. Καθόλου δεν θα δυσκολευτώ να πάρω χήρα και τη δική σου».  

Στις αρχές Απριλίου του 1834 κατέπλευσε ο Τουρκικός στόλος με ναύαρχο τον Χασάν Βέη, φέρνοντας μαζί τον Κ. Μουσούρο, αντιπρόσωπο του πρώτου ηγεμόνα Βογορίδη, διάφορους άλλους αξιωματούχους και στρατό, απέκλεισε το νησί κι έστειλε αντιπροσώπους στα χωριά ζητώντας να δηλώσουν υποταγή. Κανένα χωριό δεν υποτάχτηκε κι όλοι δήλωναν ότι θα μετανάστευαν στην Ελλάδα και θα ερήμωνε το νησί.

Στις 13 Μαΐου αποβίβασε 300 στρατιώτες στο Βαθύ, οι Σάμιοι οπλοφόροι απομακρύνθηκαν για ν’ αποφύγουν τυχόν σύγκρουση κι αιματοχυσία, κατέβασαν την Ελληνική σημαία που κυμάτιζε στο Υγειονομείο, ύψωσαν τη σημαία της ηγεμονίας και κατάλαβαν τη πόλη. Μέχρι τις αρχές Αυγούστου όλα τα χωριά είχαν υποταχθεί, ο λαός όμως, εκτός από λίγους, δε δήλωνε υποταγή περιμένοντας να στείλει καράβια η Ελληνική Κυβέρνηση για να μεταναστεύσει.

Με την επικράτηση του νέου καθεστώτος περισσότερα από 6000 άτομα κι όλοι οι πρωτεργάτες της επανάστασης μετανάστευσαν στη Χαλκίδα, που είχε οριστεί για νέα διαμονή των Σαμίων και σε νησιά και θα έφευγαν πολλοί περισσότεροι όταν οι Τούρκοι, παρά τις εντολές των συμμάχων, δεν τους εμπόδιζαν μ’ όποιο τρόπο μπορούσαν.

Απομείνανε μόνο οι καλικάντζαροι να διοικήσουν το νησί, με μοναδικά προσόντα τον ραγιαδισμό και την κολακεία. Στη πρώτη γενική συνέλευση που έγινε τον Αύγουστο του 1834, μετά από υποδείξεις του Βογορίδη και του αντιπροσώπου του Κ. Μουσούρου, ψήφισαν πράγματα που θάμπωναν τη λάμψη και το μεγαλείο 13 ετών ηρωικών αγώνων.

1 – Έστειλε στο σουλτάνο έγγραφο γεμάτο κολακεία, με το οποίο δήλωναν την υποταγή της Σάμου στη Πύλη.

2 – Στο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΜΟΝ ΕΣΩΣΕ 6 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 1824, στη σφραγίδα της Σάμου, άλλαξαν το έτος και το έκαναν 1834.

3 – Τίμησαν από ευγνωμοσύνη δήθεν, τους πρεσβευτές των τριών δυνάμεων και τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας, με χρυσά μετάλλια.

4 – Παρακάλεσαν τους Τούρκους να παραμείνουν στη Σάμο 200 Τούρκοι στρατιώτες, για την ασφάλεια του νησιού δήθεν, καταπατώντας απ’ τη πρώτη κιόλας μέρα τα προνόμια.

5 – Και το χειρότερο όλων, εξόρισαν τους πρωτεργάτες της επανάστασης, τον Λυκούργο Λογοθέτη, τον Καπετάν Σταμάτη, τον Κωνσταντίνο Λαχανά, τον Δεσπότη Κύριλλο, τον Γεώργιο Κλεάνθη, τον Γιάννη Λεκάτη, τον Εμμανουήλ Αγγελίνα και 63 άλλους ακόμα, δείχνοντας το φοβερό μίσος τους κατά των καρμανιόλων, όταν αυτοί δεν τους ενόχλησαν όταν ήταν παντοδύναμοι. 

  Η κατάσταση για όσους έφυγαν απ’ τη Σάμο δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Ο Ν. Σταματιάδης στα Σαμιακά, τ. Β σελ. 218 γράφει. «Καίτοι η Ελληνική Κυβέρνησις είχε διατάξει πολλά προς καταυλισμόν των Σαμίων, ο Νομάρχης Ευβοίας και οι υπάλληλοι αυτού έδειξαν ασύγγνωστον αδιαφορίαν. Μέρος των μεταναστών περιωρίσθη εις τα εξώτειχα του μεγάλου φρουρίου της Χαλκίδος επί οκτώ ημέρας όπως υποστή την κάθαρσιν, άλλο δε επί των ακτών των νήσων υπό τας καυστικάς ακτίνας του ήλίου. Άμα δε εισήλθον εις την πόλιν της Χαλκίδος ετοποθετήθησαν εις Τεμένη άνευ θυρών, εν υπαίθροις, εν υπογείοις. Αι κακουχίαι και αι ταλαιπωρίαι αύται, προεκάλεσαν επιδημικήν νόσον ήτις πολλούς Σαμίους εθέρισεν. Οι δυστυχείς ούτοι άλλα αναμένοντες και των πάντων στερούμενοι, επώλουν τα σκεύη των, τα ενδύματά των και ότι άλλο είχον, χάριν άρτου. Καίτοι δε υπεσχέθησαν αυτοίς γαίας και χρήματα προς καλλιέργειαν αυτών όπως δια της εργασίας αποζήσωσι, γαίας μεν έδωκαν, αλλ’ ουχί και τα μέσα της καλλιεργείας αυτών».

Ο ίδιος γράφει ότι ο Λυκούργος με την οικογένειά του κατάφυγαν στη Τήνο μαζί με τον  κουμπάρο τους Μανώλη Αγγελινίδη κι έμειναν σ’ ένα φτωχόσπιτο χωρίς έπιπλα, στερούμενοι ακόμα και τα πλέον αναγκαία. Η σύζυγος του Λυκούργου, η αρχόντισσα της Σάμου, κυριεύτηκε από μελαγχολία και δεν μπορούσε να κρύψει τα δάκρυά της. Βλέποντας αυτή τη κατάσταση ο Αγγελινίδης πήγε σε κάποιο έμπορο, τον Παύλο Σαγρέδο και του ζήτησε χρήματα δίνοντάς του σαν ενέχυρο τα όπλα του, δεν είχε και τίποτα άλλο. Ο έμπορος του έδωσε αμέσως 800 Ισπανικά τάλιρα, δεν δέχτηκε το ενέχυρο και του είπε, σκεφτόμουνα να σας ρωτήσω γι’ αυτό, φοβόμουνα όμως μη τυχόν και θίξω την αξιοπρέπειά σας. Σε λίγες μέρες θα φύγω για τη Βιέννη και θα δώσω εντολή στο κατάστημά μου να σας ανοίξουν οποιαδήποτε πίστωση θέλετε. Πολύ χάρηκε ο Αγγελινίδης που μπόρεσε να βοηθήσει ένα καλό φίλο σαν τον Λυκούργο και μάλιστα χωρίς να το γνωρίζει αυτός. Το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος βρισκόταν τότε σε άθλια οικονομική κατάσταση, αντιμετώπιζε πολλά και μεγάλα προβλήματα και οι Σαμιώτες πρόσφυγες δεν ήταν οι μόνοι που χρειαζόταν βοήθεια και προστασία.

Σ’ αυτή την οικτρή  κατάσταση βρισκόμενοι οι Σαμιώτες πρόσφυγες, έστειλαν επιτροπή στο Ναύπλιο με πρόεδρο τον Γιάννη Λεκάτη και γραμματέα τον Γιάννη Σφοίνη, να παρακαλέσει την Κυβέρνηση να μεριμνήσει γι’ αυτούς. Ένα  γράμμα που έστειλε απ’ την Τήνο, ο Καπετάν Σταμάτης και ο γαμπρός του Γ. Κλεάνθη, προς τον πρόεδρο τις επιτροπής και φίλο τους Γιάννη Λεκάτη, φανερώνει την κατάστασή που επικρατούσε.

 

« Προς τον κύριον Ι. Λεκάτην πληρεξούσιον των Σαμίων

                                                                                        Εις Ναύπλιον.

Αδελφέ.

Η κατάστασίς μου είναι άξια δακρύων και οδυρμών.

Δι’ αγάπην της κοινής πατρίδος αφήσαντες εις την πρόνοιαν του Θεού τας οικογενείας μας, επιστρέψαμεν εδώ στερημένοι των φιλτάτων μας.

Αλοίμονον!......Η γή της Καρύστου έμελλε να δεχθή εις τα σπλάχνα της τα σπλάχνα μου….Γεώργιον, Ευδοκίαν και την ακριβή μου Κλεοπάτραν με το θηλάζων βρέφος, την κατάπιεν εντός είκοσι ημερών ο παμφάγος άδης. Δεν ευρήκαμεν παρά άθλια λείψανα, ζωντανά σκέλεθρα! Ποίαν τραγυκωτέραν θυσίαν εκτός των προλαβουσών επρόσμενεν η Ελλάς εσχάτως εις τον βωμόν της από δύο άτομα;

Οι εδώ και εκεί σκορπισμένοι πατριώται μας ομοιοπαθείς και αυτοί κατά το μάλλον και ήτον, απηλπισμένοι πλέον από την απεριθαλψίαν και από την βραδυκινησίαν (ως μοι ώφειλε) της επαγγελθείσης βοήθειας της Ελληνικής Κυβερνήσεως δια την αποκατάστασίν των, επήραν τον δρόμον προς την Σάμον και κάμνει ο καθείς ότι η ανυπέρβλητος ανάγκη τον υπαγορεύει.

Γλυκοφίλησέ μας τον κύριον Κωλέττην και συμβουλεύσατέ μας, δι’ αγάπην του Θεού! τι να κάμωμεν; Θρασύβουλοι να γείνομεν ή Θεμιστοκλείς προσφυγες εις τον εχθρόν, απηλπισμένοι από τους φίλους…..Η καρδία μας κατακαίεται ως άνθραξ πυρός και ο νους είναι καταθολωμένος.

Ανυπομόνως περιμένομεν με πρώτον την απαντησίν σας.

Σας ασπαζόμεθα, κύριε Λεκάτη, με καρδιάν αναβρασμένην από δίκαια και δημόσια και ατομικά.

                                                                   Εν Τήνω τη 30 Σεπτεμβρίου 1834.

                                                                                    Οι αδελφοί  

                                                                           Σταμάτιος Γεωργιάδης

                                                                               Γ. Λ. Κλεάνθης 

 

Πολλοί Σαμιώτες επέστρεψαν εκείνη την εποχή, ζητώντας έλεος απ’ τον ηγεμόνα Βογορίδη, μεταξύ αυτών ο εξόριστος αδελφός του Καπετάν Σταμάτη, Αντώνης Γεωργιάδης κι ο Γιάννης Άπλυτος που συνεργάστηκαν μάλιστα με το νέο τυραννικό καθεστώς του πρώτου ηγεμόνα, ο Γιάννης Λεκάτης που ιδιώτευε στη Λέκα και πολλοί άλλοι ακόμα.

Όσοι έμειναν αποκαταστάθηκαν αργότερα. Όλοι, οι αγωνιστές διορίστηκαν σε ανάλογες θέσεις, ο Λυκούργος έγινε συνταγματάρχης και σύμβουλος επικρατείας, το 1847 έγινε γερουσιαστής και υποστράτηγος και πέθανε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου του 1850. Ο Καπετάν Σταμάτης έγινε συνταγματάρχης, εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα και πέθανε στις 8 Μαρτίου του 1864. Ο Γ. Κλεάνθης έζησε πέντε χρόνια μετά το χαμό της συζύγου και του παιδιού τους και πέθανε με την ενθύμησή της από μαρασμό, στον Ωροπό τον Σεπτέμβριο του 1839 σε ηλικία μόλις 38 ετών. 

 

Βοηθήματα:

Επαμ. Σταματιάδη «Σαμιακά».

Νικ. Σταματιάδη «Σαμιακά».

Ιωάννη Βακιρτζή. «Ιστορία της ηγεμονίας της Σάμου».

 

 

                                              Κάμπος Μαραθοκάμπου 28 – 9 - 2020-09-28

                                                           Ευάγγελος Γ. Κιλουκιώτης

                                

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο