Ποίημα θρήνος του Γ. Κλεάνθη του Τυρταίου της Σάμου στη σύζυγό του Κλεοπάτρα.


Ποίημα θρήνος του Γ. Κλεάνθη του Τυρταίου

    της Σάμου στη σύζυγό του Κλεοπάτρα.

 

Ο Γεώργιος  Διακογεωργίου, ο επονομαζόμενος Κλεάνθης ανήκε σε μια απ’ τις πρώτες οικογένειες του Καρλοβάσσου. Γεννήθηκε το 1800 και μορφώθηκε κοντά στο θείο του Λυκούργο Λογοθέτη. Κατά την επανάσταση πρόσφερε πολλά στη πατρίδα κι υπήρξε ο εθνικός ποιητής της Σάμου. Παντρεύτηκε την κόρη του Καπετάν Σταμάτη, την Κλεοπάτρα την οποία υπεραγαπούσε, που πέθανε εξόριστη στην Κάρυστο στη γέννα της, κι όταν εκείνος βρισκόταν στη Μύκονο. Το γεγονός αυτό τον συγκλόνισε και σε λίγα χρόνια, το Σεπτέμβρη του 1839 πέθανε κι αυτός από μαρασμό.

Της έγραψε ένα ποίημα θρήνο το οποίο σας παραθέτω.   

 

Κατεβαίνει ο ήλιος στη δύση

και ο χειμώνας βογγάει βαρύς

Τα πλεούμενα βρίσκουν λιμένα

τα πουλιά κατοικιάζουν νωρίς.

 

Ο βοσκός χειμαδιάζει τ’ αρνάκια

περιστέρι με ταίρι συζεί

Τα τριγώνια ζευγάρι ζευγάρι

κατοικιάζουν στους βράχους μαζί.

 

Και εγώ νυχτοπούλι θλιμμένο

έρμος έρμα λαγκάδια γυρνώ

Με το αχ και με το οχ σαν εκείνο

την αθλίαν μου τύχην θρηνώ.

 

Ω αστέρι, που έρημος τάφος

σε σκεπάζει με χώμα σκληρό,

Μήτε στήθος μου έμεινε πλέον

μήτε δάκρυ στα μάτια υγρό.

 

Χθες στεφάνι λαμπρόν υμεναίου

σε εστόλιζε νυμφην θεάν

Ηλιοστάλακτα κάλλη φορούσες

κι ακτινόβολον είχες θωριάν.

 

Άγριος σήμερον τόπος και τάφος

σε λαγκάδια κρατούν σκοτεινά

Εβασίλευσες ήλιε της Σάμου

στης Καρύστου τα μαύρα βουνά.

 

Ροδανθούσες ψυχίτσα όταν

εχ’ υγείαν  σου είπα λοιπόν,

Της πατρίδος μου, Πάτρα, πηγαίνω

να συντρέξω μεγάλον σκοπόν

 

Υπουργός και υίος της Πατρίδος

χρέη εχ’ υψηλά εις αυτήν

Κάθε άλλο του χρέος αφήνει

για Πατρίδα μητέρα σεπτήν.

 

Με καρδιόχυτον δάκρυ με είδες,

 άμε μ’ είπες καλέ στο καλό.

Και το χέρι μ’ έδωκες τότε,

με χειλάκι κλειστό τρεμουλό.

 

Με πικρόν μ’ εξεκίνησες δάκρυ

και μ’ αθώα σου λόγια απλά,

Προτιμάτ’ η Πατρίς απ’ την Πάτρα

το γνωρίζω με είπες καλά.

 

Εις την γέννα μου πλην οπ’ αν ήσαι

να πετάξεις ναρθής να σε ιδώ,

Να σου πω της καρδιάς μου λογάκια

και τον κόσμο σ’ εσέ ν’ αποϊδώ.

 

Που να ξεύρω πως άωρη γέννα

σου μελέταε τυχ’ η σκληρά

Κι απ’ την Σάμον τον θάνατον προείδε

η ψυχή σου πολύ καθαρά

 

Μ’ ανεζήτεις και μαύρα πελάγη

με κρατούσαν μακράν από σε

Και αν ήμουν πουλί να πετάξω

δε σε πρόφθανα λύχνε χρυσέ.

 

Στρέφω τέλος τα όνειρα δείχνουν

πως στιγμή μ’ αναμένει πικρά

Δεν πιστεύω ποτέ πως το φως μου

μαύρη γη το σκεπάζει σκληρά.

 

Στ’ ακρογιάλι ρωτώ της Μυκόνου

και ηχώ μ’ απαντάει βραχνά

Εβασιλευσ’ ο ήλιος της Σάμου

στης Καρύστου τα μαύρα βουνά.

 

Τις να μ’ έλεγε φως μου πως είχα

το μελλούμενο τόσο σκληρό

Της χαράς το ποτήρι πως είπια

 με φαρμάκι του πένθους σμιχτό.

 

Οίμαι άκοσμε μάταιε κόσμε

πόσον άδικος στάθης σ’ εμέ

Τα καλά σου ειν’ όνειρα όλα

πλούτη, δόξα, χαραί και τιμαί.

   

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο