Το ξεσήκωμα των Καρμανιόλων στη Σάμο. 1805 - 1812

Αποτέλεσμα εικόνας για θυρεόσ τησ σάμου φωτο
              Το ξεσήκωμα των Καρμανιόλων στη Σάμο.
                                   1805  -  1812
Κατά τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα  και ολόκληρη την πρώτη δεκαετία του 19ου, βίαιες και αιματηρές συγκρούσεις σημειώθηκαν στη Σάμο μεταξύ των  «Καρμανιόλων» και των «Καλικαντζάρων», φατρίες που δημιούργησαν οι συνθήκες εκείνης της εποχής.
Οι φορολογικές επιβαρύνσεις, ο αποδεκατισμός, οι τελωνιακοί δασμοί, τα ποινικά πρόστιμα, τα πεσκέσια, τα έκτακτα δοσίματα και μ’ όσους άλλους τρόπους, νόμιμους ή παράνομους, μπορούσαν ν’ αντλήσουν πόρους, είχαν φέρει τον πληθυσμό του νησιού στα όρια μεγάλης φτώχειας.
Σε κάθε χωριό εκλεγόταν οι μικροί προεστοί και αυτοί εκλέγανε τους τέσσερες μεγάλους, ή κοτζαμπάσηδες κατά τους Τούρκους, που συνεργαζόταν με την οθωμανική διοίκηση στην οποία όφειλαν να υπακούουν. Αυτοί διοικούσαν την κοινότητα και διευθετούσαν τις μικροδιαφορές μεταξύ των χωριανών κι αυτοί κατένεμαν, εισέπρατταν και διαχειριζόταν τους φόρους.
Ήταν ο προστάτης και σύμβουλος κάθε καταπιεζομένου Έλληνα, η μεσοτοιχία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ο πάρεδρος ή ο σύμβουλος του Οθωμανού διοικητού. Αρκετοί απ’ αυτούς πρόσφεραν πολλά στον καταπιεσμένο τότε λαό και το έθνος.
Με το χρόνο έγιναν σχεδόν μόνιμοι και αποτέλεσαν δική τους τάξη, ήθελαν να είναι οι πρώτοι κι απαιτούσαν τον σεβασμό των άλλων, συγχρόνως όμως υπόβοσκε και μια άσβεστη απέχθεια και καχυποψία που πολύ σπάνια εκδηλωνόταν.
Το έτος 1784 ή το 1785 ο Γιαννάκης Ανδρεαδάκης αναδείχτηκε πρώτος μεγάλος προεστός, ο οποίος από τότε με άλλους δυο της δικής του επιλογής, μαζί με τους Τούρκους εξουσίαζαν το νησί και καθιερώθηκε σαν ο «Αγά Γιαννάκης».
Ο Αναγνώστης Σαλαμαλέκης απ’ τη Λέκα, που περιγράφει με το δικό του ποιητικό τρόπο τα τότε συμβάντα της εποχής γράφει.

Όλους ας τους αφήσωμεν κι ας πω για τον Γιαννάκη
που προεστός των προεστών υιός τ΄Ανδριαδάκη
οπού τον πρώτος του νησιού κι ότι ήθελεν ορίσει
όλοι του υποτάσσονταν πριν να τ’ ομολογήσει.

Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ –Καϊναρτζη μεταξύ Ρωσίας και Τούρκίας οι Έλληνες απόκτησαν το δικαίωμα να κατασκευάζουν μεγάλα πλοία και να πλέουν με Ρωσική σημαία. Η μικρή και ασήμαντη τότε ναυτιλία της Σάμου γρήγορα αναπτύχθηκε και τα Σαμιακά προϊόντα ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο με πολύ μεγάλα κέρδη. Την ίδια εποχή διαμορφώθηκαν και οι παράλιες ζώνες εμποροναυτικής και ναυπηγικής δραστηριότητας στο Βαθύ, στο Καρλόβασι, στο Ποτοκάκι, στο Κοκάρι, στον Μπάλο Κουμαιίκων στον Όρμο Μαραθοκάμπου και αλλού.  
Έτσι απέναντι στους αγρότες που ζούσαν στην άγνοια και την υποταγή, μια νέα τάξη άρχισε να δημιουργείται των ανθρώπων της θάλασσας και του εμπορίου, με νέες ιδέες τις ιδέες της Γαλλικής επανάστασης, που δίκαια θεωρήθηκε η επανάσταση του κόσμου κι αυτοί τότε έφεραν και χόρευαν τον Γαλλικό χορό της καρμανιόλας, απ’ όπου πήραν το όνομα «Καρμανιόλοι».
Έτσι τα πάθη πήραν μεγάλες διαστάσεις και δημιουργήθηκαν δυο φατρίες που μισούνταν θανάσιμα, η φατρία των Καρμανιόλων, που αποτελούταν απ’ τους  φιλελεύθερους, τους δημοκράτες και η φατρία των Καλικατζάρων που την αποτελούσε η φιλότουρκη τάξη των προεστών και των οπαδών τους, που πήραν αυτό το όνομα γιατί συνεδρίαζαν κρυφά τις νύχτες και συνωμοτικά:

Πολλές φορές εκάνασι σύνοδο εις το ρεύμα
και μερικοί είχαν σκοπό δια να κάμουν αίμα.

Γράφει ο Αναγνώστης Σαλαμαλέκης.
Το 1806 κατόρθωσαν οι καρμανιόλοι και πήραν τις θέσεις των καλικαντζάρων, οι οποίοι έστειλαν επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας την έκδοση σουλτανικού διατάγματος επανελέγχου των λογαριασμών. Εκεί συνάντησαν τον Λυκούργο Λογοθέτη ο οποίος με ενέργειές του, διαβήματα και με καταβολή 72000 γρόσια, εκδόθηκε το φιρμάνι για τον επανέλεγχο των λογαριασμών και την εξέταση της κατάστασης στη Σάμο.
Ο Λυκούργος Λογοθέτης μαζί με τα μέλη της επιτροπής και τον απεσταλμένο της Τουρκικής κυβέρνησης Μεχμέτ βέη, που θα εξέταζε την κατάσταση, έφτασαν στη Σάμο την πρώτη Μαρτίου του 1806. Στη σύνοδο που επακολούθησε, εκτός απ’ τους αντιπροσώπους των χωριών είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και μόλις ο Μεχμέτ βέης διάβασε το φιρμάνι δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος, το κοινό ζητωκραύγαζε υπέρ του Αγά Γιαννάκη Ανδρεαδάκη και ζητούσε τον θάνατο του Λυκούργου.
Ο Αγά Γιαννάκης με την στήριξη των Τούρκων υπαλλήλων, που από κοινού εκμεταλλευόταν το νησί, (μαζί τα τρώγανε), είχε εξαγοράσει τον αποσταλμένο της Πύλης Μεχμέτ βέη με 25.000 γρόσια και ο καδής Χαλήλ εφένδης, σύντροφος του προεστού Αγά Γιαννάκη Ανδρεαδάκη έγραψε την απόφαση (το ιλάμι) εξορίας του Λυκούργου. Μετά απ’ αυτά, τα σχέδια των Καρμανιόλων και του Λυκούργου ναυάγησαν κι ο τελευταίος με τα μέλη της επιτροπής αναχώρησαν για την Κωνσταντινούπολη.
Τα μίση και τα πάθη κορυφώθηκαν. Στην γενική συνέλευση που επακολούθησε αποφασίστηκε και πήγε αντιπροσωπεία στη Κωνσταντινούπολη η οποία ζήτησε την θανάτωση του Λυκούργου με την κατηγορία μυστικής συμμαχίας των Καρμανιόλων με τους Άγγλους και για παράδοση του νησιού στην Αγγλία και την φυλάκιση των μελών της επιτροπής. Εκείνη την εποχή οι σχέσεις Αγγλίας Τουρκίας δεν πήγαιναν καθόλου καλά.
Τελικά ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης, υποστηρικτής του Λυκούργου, δωροδόκησε τον Σεϊχ-ούλ-Ισλάμ με 74000 γρόσια και η θανατική ποινή μετατράπηκε σε εξορία στο Άγιον Όρος.
Η αρχή όμως είχε γίνει. Η νέα κίνηση άρχισε απ’ το Βαθύ.
Ο έμπορος Χριστόδουλος Μπαρπούνης κι ο καραβοκύρης χατζή Μιχάλης Αργύρη με τους συντρόφους τους συνεδρίασαν κι αποφάσισαν να καλέσουν όλα τα χωριά και ν’ απαιτήσουν Σύνοδο κι έλεγχο των λογαριασμών. Όλα τα χωριά συμφώνησαν. Κατά τον Αναγνώστη Σαλαμαλέκη

Δυο τρεις ήταν από βραδύς κι όσο να ξημερώσει
γενίκαν δέκα κι εκατό κι ακόμ’ άλλοι καμπόσοι.

Εκτός απ’ τον Μαραθόκαμπο, που απάντησαν.

με κριση το γυρεύομεν, πλην και με τους φετφάδες
και με κιτάπι του Καδή κι όχι με τις λωλάδες.

Τον Μάρτιο του 1807 έγινε η γενική συνέλευση στη Χώρα όπου συνάχτηκαν όλοι οι εξεγερμένοι απ’ όλα τα χωριά, γύρω στις επτά χιλιάδες και κράτησε πολλές μέρες. Έγινε έλεγχος των λογαριασμών της τελευταίας δεκαετίας (1797-1807) και βρέθηκε ότι ο Αγά Γιαννάκης με τους άλλους προεστούς είχαν καταχραστεί 64 πουγγιά, ή 32.000 γρόσια και τους έθεσαν προθεσμία 51 μέρες για να τα επιστρέψουν και εξέλεξαν  νέους μεγάλους προεστούς.
Επίσης έστειλαν επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη για να εκθέσει την κατάσταση της Σάμου και να εξασφαλίσει στηρίγματα που βρήκε όμως τις πόρτες κλειστές. Είχαν φτάσει και οι παλιοί προεστοί με χρήματα, δώρα και υψηλές γνωριμίες, που κατάφεραν ακόμα να διοριστεί Βοεβόδας της Σάμου ο χατζή Μουσάς, που ήταν δικός τους άνθρωπος και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Λυκούργου. 
Μόλις το έμαθαν τα μαντάτα οι Καρμανιόλοι και κατάλαβαν ότι με το χατζή Μουσά τα πράγματα θα χειροτέρευαν, κάλεσαν Σύνοδο τον Ιούνιο του 1808 και πήραν επαναστατικές σχεδόν αποφάσεις.
Α -- Να ζητηθεί από τον Καπουδάν πασά η απομάκρυνση απ’ τη Σάμο των παλιών προεστών όπως και του Βοεβόδα, του Καδή και του Σούμπαση Καρλοβάσου γιατί είναι ένα σώμα και μας αφάνισαν από τους τζερεμέδες και τις αδικίες. «Διόρισε ως ορίζεις».
Β -- Να ζητηθεί επίσημα η κατάργηση της ενοικίασης των προσόδων της Σάμου και να γίνει κατ’ αποκοπή (μακτού) που περιόριζε τις αυθαιρεσίες.
Γ -- Προχώρησαν στην αντικατάσταση των προεστών του έτους 1807 – 1808 με άλλους ίσως πιο αποφασιστικούς.
Στις αρχές Αυγούστου του 1808 ήρθε ο χατζή Μουσάς στη Σάμο και για ασφάλεια πήγε στον Μαραθόκαμπο, το μοναδικό αμέτοχο και εχθρικό χωριό στο κίνημα των Καρμανιόλων. Εκεί μαζευτήκαν οπαδοί του και με τη συνοδεία τους πήγε στο Καρλόβασι κι από εκεί διέταξε να φτάσουν οι αντιπρόσωποι των χωριών και οι μεγάλοι προεστοί για να τον συνοδέψουν μέχρι τη Χώρα στα «μπεϊλιδικα κονάκια». Τα χωριά δεν υπάκουαν και οι μεγάλοι προεστοί αξίωσαν να παραδώσει τον «μποκτσά» με τα χαρατζοχάρτια και
να φύγει από τον Τόπο
κι όσα πασχίζει ειν’ άκαιρα και χάνει και τον κόπο.

Μπρος σ’ αυτή την αντίσταση ο χατζή Μουσάς συνοδευόμενος απ’ τους χατζή Ασλάνογλου και το γιό του, πήγε στο Κουσάντασι για να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια απ’ τον στρατιωτικό διοικητή της περιοχής Ελέζογλου, που απουσίαζε στη Σμύρνη, κατάφεραν όμως κι επέστρεψαν με στρατιωτικό απόσπασμα με αρχηγό τον αξιωματικό Τσακάλογλου.  
Στη Χώρα οι Τούρκοι στρατιώτες μαζί με Σαμιώτες συντρόφους τους κυνήγησαν άγρια τους Καρμανιόλους, σκότωσαν δυο, τον Ιωάννη Καψάλη και τον Κωνσταντίνο Λαγό και λεηλάτησαν τα μαγαζιά, τα εργαστήρια και τα σπίτια της Χώρας.
Αυτή τη κρίσιμη ώρα για το κίνημα ξεσηκώθηκαν οι Βαθιώτες και πολιόρκησαν τα προξενεία Αγγλίας και Ρωσίας και περί τους εξακόσιους οπλισμένους ξεκίνησαν για τη Χώρα. Περνώντας απ’ τους Μυτιληνιούς, πήραν κι αυτούς, που ήταν έτοιμοι να δηλώσουν υποταγή και μαζί με άλλους που έφτασαν απ’ τους Βουρλιώτες κι απ’ αλλού κατέβηκαν στη Χώρα. Οι Τούρκοι πολέμησαν, δεν άντεξαν όμως και λίγοι λίγοι, μαζί με τα κλεμένα, έφευγαν προς το Ποτοκάκι να γλυτώσουν στις βάρκες. Τον χατζή Μουσά που συνέλαβαν την τελευταία στιγμή στο Ποτοκάκι, αφού τον κράτησαν τρείς μέρες χωρίς φαί και νερό τον έστειλαν στη Κωνσταντινούπολη και κατά τον Σαλαμαλέκη,

έχασε τους φοβερισμούς πούκανε στον καθένα,
όλο συμπάθιο γύρευε απ’ όλους έναν-έναν…..

Οι σύμμαχοι του χατζή Μουσά κι όσοι συμμετείχαν στα επεισόδια έφυγαν απ’ τη Σάμο και οι Καρμανιόλοι έστειλαν επιτροπή στη Κωνσταντινούπολη για να δώσει εξηγήσεις για τα γεγονότα. Ο Ελέζογλου, που χωρίς διαταγή του πήγε το απόσπασμα στη Σάμο, θεώρησε υπεύθυνους τους Δημήτρη χατζή Ασλάνογλου και το γιό του και τους κρέμασαν στο πλάτανο της Μεσακής στη Χώρα.  
Η Τουρκία παρόλο που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την Αγγλία και τη Ρωσία και με την δολοφονία του Σελήμ Γ, τον Φεβρουάριο του 1809 έστειλε τον Ομάρ Αγά με αυστηρές διαταγές και την σύλληψη των πρωτεργατών των επεισοδίων.
Εγκαταστάθηκε για ασφάλεια κι αυτός αρχικά στον Μαραθόκαμπο κι έστειλε απειλητική προσταγή στους τους μεγάλους προεστούς να πάρετε «κριτήν και ζαμπίτην και δυο τρεις οικοκυρούς από κάθε χωρίον και να έλθετε στο κονάκι του Καρλοβάσου δια να διαβάσωμεν το βασιλικόν φερμάνι, να γενήτε βακούφιδες εις ο,τι προστάζει».
Οι μεγάλοι προεστοί δεν υπέκυψαν κι έστειλαν τον Ισμαήλ αγά να φέρει στη Χώρα τον Ομάρ απ’ τον Μαραθόκαμπο. Έχοντας ως προηγούμενο και την ήττα του χατζή Μουσά υπέκυψε τελικά και με την κατάλληλη εκμετάλλευση των ανθρώπινων αδυναμιών του ημέρωσε κι έφυγε απ’ τη Σάμο χωρίς συλλήψεις και προβλήματα.
Από τότε τα πράγματα ηρέμησαν, είτε γιατί η Τουρκία τα θεώρησε επουσιώδη έναντι μεγαλυτέρων προβλημάτων, είτε γιατί οι καλικάντζαροι είχαν αποδεχθεί την ήττα τους και δεν ενεργούσαν πια.
Ο νέος βοεβόδας Βελή αγάς κατάντησε να γίνει υποχείριο των Καρμανιόλων, «κατ’ όνομα μόνον είχεν εξουσίαν».  
Με ενέργειες των υποστηρικτών του και των προεστών της Σάμου ελευθερώθηκε ο Λυκούργος κι ήρθε στο νησί με σκοπό να παραμείνει μόνιμα. Στις 22 Μαΐου του 1811 παντρεύτηκε τη Λουλουδίτσα, αδελφή του Καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδη και εκλέχθηκε προεστός του τμήματος Καρλοβάσου και στη συνέχεια και του Μαραθοκάμπου. Τον Μάρτιο του 1812 εμφανίστηκε ο Μανολάκης Στεφανή, εκπρόσωπος των καλικαντζάρων, σαν νέος αγάς της Σάμου και η άνοδος αυτή συνδυάστηκε με πράξεις βίας και καταδιώξεις.
Αποπειράθηκαν δυο φορές να δολοφονήσουν τον Λυκούργο ο οποίος έφυγε κρυφά για να επιστρέψει πανίσχυρος τον Απρίλη του 1821 σαν αρχηγός της επανάστασης.   

Για περισσότερα στα βιβλία:
-- Αλέξη Σεβαστάκη: ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΩΝ ΣΤΗ ΣΑΜΟ. Έκδοση: Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Ν. Δημητρίου».
-- Επ. Σταματιάδης: ΣΑΜΙΑΚΑ. Τομ. Β΄.
 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο