Η αμπελοκαλλιέργεια στη Σάμο Η ποικιλία άσπρο μοσχάτο.

Σχετική εικόνα


                Η αμπελοκαλλιέργεια στη Σάμο
                     Η ποικιλία άσπρο μοσχάτο.
Απ’ τα βάθη της αρχαιότητας ήταν γνωστό το κρασί κι όπως φαίνεται οι προγονοί μας ήταν άριστοι οινοποιοί. Ονομαστά ήταν τότε μέχρι και τη Βυζαντινή περίοδο τα κρασιά της Λέσβου, ο αριούσιος οίνος της Χίου, ο πράμνειος της Ικαρίας, το περίφημο Γανίτικο, της Θράκης, και πολλά άλλα.
Η Σάμος κατά την αρχαιότητα, αλλά και κατά την Βυζαντινή περίοδο ακόμα, δεν φημιζόταν για τα καλά κρασιά της. Ο Στράβωνας αναφέρει κατηγορηματικά ότι η Σάμος υστερούσε σε κρασιά: «έστι ουκ εύοινος καίπερ ευοινουσών των κύκλω νήσων και της ηπείρου» και  «περί μεν ούν οίνους ου πάνυ εύτυχεί η Σάμος», το ίδιο αναφέρει κι ο Απούλιος. Λόγος γίνεται μόνο για την «Σαμίαν άμπελον» και «Σαμίαν σταφυλή», που πιθανόν να επρόκειτο για κάποια αξιόλογη επιτραπέζια ποικιλία, όπως τα φημισμένα ιππώνεια της Αττικής και τα Ροδιακά.
Για το μοσχάτο κρασί, για πρώτη φορά κάνει λόγο ο Γάλλος περιηγητής και  βοτανολόγος Pitton de Tournefort, που επισκέφτηκε τη Σάμο το 1702 και γράφει στ’ απομνημονεύματά του: «Ο Στράβων τα εύρισκε στη Σάμο όλα εξαίρετα εκτός απ’ το κρασί, αλλ’ ως φαίνεται δεν ήπιεν ανθοσμίαν», και παρακάτω ότι «τα μοσχάτα σταφύλια είναι ο ωραιότερος καρπός της νήσου». Για το μοσχάτο κρασί της Σάμου, κάνει λόγο κι ο ιερωμένος απ’ την Σκόπελο, Καισάριος Δαπόντες, που επισκέφτηκε την Σάμο το 1757 στο ποίημά του «Ο κήπος των Χαρίτων».               
Όλα αυτά δείχνουν ότι η ιστορία της ποικιλίας άσπρο μοσχάτο, που έκανε γνωστή τη Σάμο στα πέρατα του κόσμου, δεν είναι μεγάλη. Ο καθηγητής της αμπελουργίας της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, Οδυσσέας Νταβίδης, αναφέρει ότι η ποικιλία αυτή είναι Μικρασιατικής προέλευσης και τα πρώτα στοιχεία για την καλλιέργειά της στη Σάμο, ανάγονται στο τέλος του 16ου αιώνα. Αναφέρει επίσης ότι δεν προέρχεται από υβριδισμό αλλά από μεταλλαγή.
Όπως φαίνεται κατά τον εποικισμό της Σάμου τον 16ο αιώνα, κάποιοι μικρασιάτες έποικοι έφεραν την ποικιλία στη Σάμο, όπου βρήκε τις κατάλληλες εδαφοκλιματικές συνθήκες που την ευνόησαν στο ν’ αποδώσει πλήρως τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά.
Η αμπελουργία στη Σάμο γνώρισε την μεγαλύτερη ανάπτυξη από κάθε άλλη φορά, όταν το 1863 εμφανίστηκε στη Γαλλία η φυλλοξήρα, που γρήγορα επεκτάθηκε και κατέστρεψε τ’ αμπέλια της  Ευρώπης. Η φυλλοξήρα, (Phylloxera vastatrix, φυλλοξήρα η φθοροποιός) είναι ένα μικροσκοπικό έντομο που παρασιτεί στη ρίζα των κλημάτων και μεταφέρθηκε απ’ την Αμερική όπου ενδημούσε, προφανώς με προϊόντα στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι, για ανεύρεση κρασιών και σταφίδας, απ’ τις οποίες κατασκεύαζαν κρασί, στράφηκαν προς τις αμόλυντες ακόμα περιοχές, της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, μεταξύ των οποίων και η Σάμος. Η ζήτηση ήταν μεγάλη, οι τιμές ανέβηκαν κατακόρυφα κι αυτό ήταν το κίνητρο των γεωργών να επεκτείνουν την αμπελοκαλλιέργεια.
Στη Σάμο, μεγάλες εκτάσεις, ακόμα και οι πιο άγονες, φυτεύτηκαν μ’ αμπέλια, όπως μαρτυρούν τα γκρεμισμένα πεζούλια και οι κατεστραμμένες καλύβες με τα πατητήρια, που σήμερα βρίσκονται μέσα στα πευκοδάση. Ο Επ. Σταματιάδης  αναφέρει στα Σαμιακά ότι η έκτασή τους έφτασε τις 45.631 στρέμματα, που αντιστοιχούν στο 9,5% της συνολικής έκτασης του νησιού, με το τμήμα Χώρας να είχε τα περισσότερα 46,5% και το τμήμα Μαραθοκάμπου τα λιγότερα 6,3%. Σημειώνει επίσης ότι το χρήμα ήταν άφθονο στο νησί κι ότι «η πολυτέλεια ήρξατο επ’ εσχάτοις μετ’ ακρατήτου ορμής κατακλύζουσα και αυτού του τελευταίου γεωργού την καλύβην». Η επανασύσταση όμως των αμπελιών στην Ευρώπη πολύ τον ανησύχησε και γράφει. «Και ένεκα μεν της ενσκηψάσης εις τας αμπέλους της Γαλλίας και της Ιταλίας νόσου κατά τα τελευταία ταύτα έτη, αι της Σάμου σταφίδες υπερετιμήθηκαν, μεγάλως ζητούμεναι υπό των εν Ευρώπη οινοποιων¨ αλλ’ αντί των προσβληθεισών αμπέλων οι των χωρών εκείνων γαιοκτήμονες ενεφύτευσαν κλήματα αμερικανικά, αντέχοντα ομολογουμένως εις τας της φυλλοξήρας προσβολάς, μέγισται δε γαιών εκτάσεις πανταχού της Ευρώπης και της Ασίας και της Αφρικής μετεβλήθησαν εις αμπελώνας. Και τι άρα γε συμβήσεται μετά τινά έτη, όταν η μεν νόσος εκλιπη, αι δε άρτι φυτευθείσαι άμπελοι καρποφορήσωσι; πάντως η μεν αξία των σταφίδων υποστήσεται έκπτωσιν μεγίστην, αι δε χώραι ων οι κάτοικοι κυρίαν πρόσοδον την εκ του προϊόντος τούτου, εις κρισιμωτάτην θέλουσι περιέλθει οικονομικήν κατάστασιν. Και δυστυχώς την πικράν ταυτήν αλήθειαν βλέπομεν πραγματοποιουμένην από του παρελθόντος έτους, καθ’ ό, δια τους προεκτεθέντας λόγους, αι των σταφίδων τιμαί υπέστησαν μεγίστην υποτίμησιν επί βαρυτάτη των γεωκτημόνων ζημία».
Και πράγματι, μέχρι τέλους της δεκαετίας του 1880 οι Ευρωπαίοι είχαν ολοκληρώσει τις αναμπελώσεις, τ’ αμπέλια άρχισαν ν’ αποδίδουν και η πολύ μεγάλη προσφορά έφερε την κατακόρυφη πτώση των τιμών κι ακολούθησε η λεγόμενη παγκόσμια οινική κρίση.
Στην Ελλάδα η σταφίδα έμεινε απούλητη και δημιουργήθηκε το λεγόμενο «σταφιδικό ζήτημα», που ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις και την ταλαιπώρησε ολόκληρες δεκαετίες.
Όταν η φυλλοξήρα έφτασε στη Μικρά Ασία, για τη Σάμο που είχε μεγάλη επικοινωνία, ήταν πια κάτι το αναμενόμενο. Ο επόπτης γεωργίας και δασών της Ηγεμονίας Αριστ. Μανταφούνης, γεωπόνος του πανεπιστημίου του Μομπελιέ της Γαλλίας, δημιούργησε δυο φυτώρια παραγωγής Αμερικανικών μοσχευμάτων και παρότρυνε τους γεωργούς να τα χρησιμοποιούν κατά το φύτεμα νέων αμπελιών, ώστε να είναι ασφαλισμένοι όταν κι όποτε εμφανιζόταν η φυλλοξήρα στη Σάμο. Ζήτησε μάλιστα το μέτρο να γίνει υποχρεωτικό αλλά η Σαμιακή βουλή το απέρριψε.
Την άνοιξη του 1892 εμφανίστηκε η πρώτη κηλίδα της φυλλοξήρας στη θέση στεφάνα της περιοχή Μυτιληνιών, που μεταφέρθηκε όπως λέγεται, απ’ τη Μ. Ασία με κοπριά. Αμέσως ο Επόπτης για την εξουδετέρωσή της έδωσε εντολή να ξεριζωθεί το μολυσμένο αμπέλι καθώς και τα γύρω απ’ αυτό και ν’ απολυμανθεί το έδαφος με διθειούχο άνθρακα. Οι αμπελουργοί όμως αντέδρασαν, επακολούθησαν σοβαρά επεισόδια και τα μέτρα σταμάτησαν. Τον επόμενο χρόνο και δεύτερη κηλίδα εμφανίστηκε στον Άγιο Δημήτρη στα Κοντακέικα και τ’ αμπέλια της Σάμου αφέθηκαν στο έλεος της φυλλοξήρας.
Η φτώχια που επακολούθησε είχε σαν επακόλουθο την αθρόα μετανάστευση, από στοιχεία που υπάρχουν 3083 νέοι κυρίως πήραν διαβατήριο για την Αμερική και 813 νέες για υπηρέτριες στην Αίγυπτο, όταν η Σάμος κατά την απογραφή του 1902 είχε 53051 κατοίκους κι αυτοί δεν ήταν οι μόνοι.
Για την αναμπέλωση των αμπελιών που κατέστρεφε η φυλλοξήρα, ο επόπτης επέκτεινε τα φυτώρια, δημιούργησε και τρίτο κι έδιδε τα μοσχεύματα δωρεά στους ενδιαφερόμενους. Επειδή μάλιστα η ντόπια παραγωγή δεν κάλυπτε τη ζήτηση έκαναν εισαγωγές κι απ’ τη Γαλλία.
Για να έχουν άμεσο εισόδημα οι αγρότες εισήγαγαν στη Σάμο την καλλιέργεια του καπνού, ότι το καλλίτερο για τις τότε πολυμελείς οικογένειες, αφού απαιτεί  πολλά εργατικά χέρια, αξιοποιώντας ακόμα και τα παιδικά και δεν άργησε να γίνει το πρώτο προϊόν για πολλά χωριά φέρνοντας μεγάλο πλούτο στο νησί. Έφεραν ακόμα ειδικούς γεωπόνους για την καθοδήγηση των αγροτών, μεταξύ αυτών και το μεγάλο Σπ. Χασιώτη που ίδρυσε γεωργική σχολή στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Καρλόβασι και παρέμεινε στο νησί τρία χρόνια. Ακόμα έφεραν έμπειρους καπνοκαλλιεργητές απ’ τη Μακεδονία για διδάξουν στους Σαμιώτες γεωργούς την καλλιέργεια του καπνού.
Μετά την ένωση με την Ελλάδα, επειδή οι ιδιώτες οινοποιοί εκμεταλλευόταν τους αμπελουργούς, μετά από πολλές προσπάθειες να συνεταιριστούν, ιδρύθηκε με νόμο το 1936 η αναγκαστικής μορφής, Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου (ΕΟΣΣ), δημιουργήθηκαν δυο οινοποιεία και οινοποιούσε την παραγωγή των σταφυλιών της Σάμου, εξαγοράζοντας και τις εγκαταστάσεις των ιδιωτών. Τελευταία όμως, ομάδα αμπελουργών ζήτησε και πέτυχε την άρση της αναγκαστικότητας, οινοποιώντας οι ίδιοι την παραγωγή τους.
Εκτός απ’ τη φυλλοξήρα κι άλλες αρρώστιες εμφανίστηκαν, που ταλαιπώρησαν, ταλαιπωρούν και θα ταλαιπωρούς τους αμπελουργούς.
Η πρώτη αρρώστια του αμπελιού που εμφανίστηκε στην Ευρώπη προερχόμενη απ’ την Αμερική ήταν ο μύκητας Uncinula necator ή oidium tuceri, το γνωστό ωίδιο. Στη Σάμο είναι γνωστό με το όνομα συναπίδι (σ’ναπιδ’).  Προσβάλει τα πράσινα μέρη του φυτού, η επιδερμίδα των ραγών μαυρίζει, σκληραίνει και σχίζεται και οι ζημιές πολλές φορές είναι πολύ μεγάλες.
Για πρώτη φορά εμφανίστηκε στ’ αμπέλια της Αγγλίας το 1845, το 1847, εμφανίστηκε στ’ αμπέλια της Γαλλίας και το 1849, κατά τον Εμ. Κρητικίδη, ή το 1851 κατά τον Επ. Σταματιάδη βρέθηκε και στ’ αμπέλια της Σάμου.
Για τους Σαμιώτες μπορεί να χαρακτηριστεί σαν η πιο επικίνδυνη αρρώστια του αμπελιού, γιατί η ποικιλία μοσχάτο είναι ευαίσθητη σ’ αυτή και οι κλιματικές συνθήκες της Σάμου ευνοούν την ανάπτυξή της.
Η παρουσία της στο νησί ξάφνισε τους αμπελουργούς, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, το ασυνήθιστο, οι περισσότεροι το απέδωσαν σε θεία τιμωρία, κι άρχισαν τις λιτανείες, τους αγιασμούς και τα τρισάγια. Το θειάφι που τους συνιστούσαν τ’ ονόμασαν λιβάνι του διαβόλου. Η αρρώστια αυτή έφερε γι’ αρκετά χρόνια μεγάλη αναστάτωση και φτώχια και πολλοί μετανάστευσαν. Τελικά όμως πείστηκαν ότι το θειάφι ήταν δώρο Θεού, ήταν η μοναδική λύση, οι ζημιές ελαχιστοποιήθηκαν χωρίς όμως να εξαφανιστούν .
Απ’ την Αμερική, ήρθε στην Ευρώπη κι ο περονόσπορος του αμπελιού, ο μύκητας (Plasmopara viticola). Για πρώτη φορά στην Ευρώπη εμφανίστηκε στ’ αμπέλια της Γαλλίας το 1878, το 1881 εντοπίστηκε στη Μεσσηνία απ’ τον Π. Γεννάδιο και κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1890 στη Σάμο. Θεωρείται σαν η πιο επικίνδυνη  αρρώστια τ’ αμπελιού, επειδή όμως το μοσχάτο Σάμου είναι ανθεκτικό στο μύκητα και οι κλιματολογικές συνθήκες του νησιού δεν επιτρέπουν την ανάπτυξή του, οι Σαμιώτες αμπελουργοί σπάνια και μόνο όταν οι συνθήκες ευνοούν, παίρνουν μέτρα εναντίον του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο