Κάποτε στο κακοπέρατο.

Αποτέλεσμα εικόνας για κακοπέρατο  φωτογραφίες


Κάποτε στο κακοπέρατο.
Απόσπασμα απ’ το διήγημα «Εκδρομή στον Κέρκη» του Στ. Παναγιωτίδη, Δ/τη της εφημερίδας «Σαμιακή Ηχώ». Δημοσιευμένο στο ημερολόγιο της Αδελφότητας Σαμίων του έτους 1938.
Η απόφαση ελήφθη. Πρέπει να φθάσω στην κορυφή του.
Προχωρώ ακόμα χωρίς να αισθάνωμαι την παραμικρή κούραση, οπότε δεξιά παρουσιάζεται κάτι σαν βίλλα πολυτελής, ντυμένη μέσα στα δασικά χρώματα. Είναι ένα πανόραμα. Η μόνη μου σκέψις είναι να ξεκουραστώ λιγάκι και ν’ αρχίσω την πορεία μου. Μα μια μοναχή, που έστεκε σε απόσταση αρκετών μέτρων, με καλούσε να πλησιάσω. Η πρώτη της δουλειά ήταν να με οδηγήσει στην παρακείμενη εκκλησία της Παναγίας. Είναι ένα εκκλησάκι μικρό, αλλά κάτασπρο, το εσωτερικό του είναι αρκετά καλά στολισμένο. Εικόνες καινούριες, τα καντηλάκια του κομψότατα, τα μανάλια του αστράφτουν κυριολεκτικά και μια ξέχωρη καθαριότητα διακρίνω. Κατόπιν με οδήγησε στα νεόκτιστα «κελιά». Εκεί βρισκόταν μερικές ακόμη καλόγριες, στις οποίες προΐσταται η ηγουμένη Συγκλητική, μια αρκετά ευτραφής μοναχή, εις το πρόσωπον της οποίας διακρίνει κανείς μεγάλη δραστηριότητα. Και πράγματι. Η ηγουμένη δια των μεγάλων της προσπαθειών κατόρθωσε εις τρόπον ώστε εκεί πάνω, σε τέτοιους  άγριους τόπους, να βρίσκει κανείς μια περιποίηση, που ούτε η πόλις είναι ικανή να προσφέρει. Μέσα στα κελιά αυτά υπάρχουν διάφορα μηχανήματα, με τα οποία οι καλόγριες κεντούν διάφορα εργόχειρα, τραπεζομάντιλα, πλέκουν κάλτσες, πράγματα, τα οποία αποτελούν το κύριο έσοδο, το οποίο τους εξασφαλίζει μια οπωσδήποτε άνετη ζωή.
Μόλις εισέλθεις εις τα κελιά αυτά, σου προξενεί κατάπληξη η μεγάλη καθαριότης. Όλα βρίσκονται στη θέση τους με μια ξεχωριστή τάξη. Σε κάθε κελί, πέντε εν όλο, υπάρχει και ένα κρεβατάκι καθαρότατο με τα κάτασπρα σεντονάκια του, έτοιμο να προσφέρει ότι μπορεί σε κάθε επισκέπτη. Την προσοχή μου αυτή που προσπαθώ να εξετάσω τι άλλο υπάρχει εκεί μέσα, την ταράσσει η λεπτή φωνή μιας μοναχής, η οποία παίρνοντας ένα γλυκό ταπεινό ύφος, μου λέγει, ότι αν θελήσω, το βράδυ, μπορώ να κοιμηθώ σ’ ένα απ’ αυτά τα κρεβατάκια, τα οποία προέρχονται από διαφόρους δωρητάς. Όπως δε εξέτασα, όλα σχεδόν όσα υπάρχουν εκεί μέσα, αποτελούν δωρεάς διαφόρων επισκεπτών. Ακόμη και η επισκευή του κτιρίου αυτού των κελιών έχει γίνει από συνδρομές ευσεβών χριστιανών.
Φυσικά ήταν αδιανόητο να μην δεχθώ την προσφορά αυτή της σεμνότατης μοναχής, η οποία συνεχίζουσα με το αυτό ύφος, μου είπε ότι όλες οι αδελφές είναι προθυμότατες να με περιποιηθούν.
Να σας πω κάτι, αγαπητέ μου αναγνώστη. Είχα πεθάνει κυριολεκτικά απ’ τη πείνα. Τα λίγα τρόφιμα που είχα πάρει μαζί μου, που τα είχα βάλει μέσα στο σακίδιο, τα ξέχασα φαίνεται κάπου κει που αποχαυνωμένος κοιτούσα και θαύμαζα τη φύση. Δεν ξέρω κι εγώ τι ήταν αυτό που μου άνοιξε τόσο πολύ την όρεξη. Ήταν μεσημέρι και στρογγυλοκάθισα στη τραπεζαρία στο άκουσμα του φαγητού. Σε λίγο το τραπέζι στρώθηκε και το φαϊ σερβιρίστηκε. Είχαν άγρια χόρτα με σαρδέλες. Αλλά τα χόρτα αυτά στα μάτια μου ξεπέρναγαν σε αξία και το κρέας ακόμα. Ρίχτηκα λοιπόν στο φαϊ κι’ έτρωγα όσο μπορούσα πιο γρήγορα. Κατόπιν μου παρουσίασαν φρούτα καρπούζι, έπειτα γλυκό. Μα να σας πω την αλήθεια, αν η ζωή δεν είχε απαιτήσεις, σας βεβαιώ ότι δεν θα το κουνούσα απ’ εδώ. Στο σερβίρισμα του καφέ άναψα ένα τσιγαράκι. Όπως ήταν συγκεντρωμένες όλες εκεί, οι περιποιητικές καλόγριες με την ηγουμένη, βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω μερικά πραγματάκια, που αληθινά μου πλουτήσαν τις γνώσεις μου. Μέσα σ’ αυτές τις συζητήσεις, εκείνο που μου έκανε εντύπωση, ήταν το «κακοπέρατο». Προθυμότατη, όπως πάντοτε, η ηγουμένη, παρακάλεσε μια μοναχή να με οδηγήσει, να φθάσω μέχρις εκεί.
Ο δρόμος στην αρχή ήταν κάπως υποφερτός. Προχωρούμε μαζί μέσα στα δένδρα και σε λίγο σταματώ έκπληκτος. Ένα στενότατο δρομάκι βρέθηκε μπροστά μου. Η μοναχή προχωρούσε σα να περπατούσε σε πραγματική λεωφόρο. Προς στιγμήν, σας λέγω την αλήθεια, μόλις πάτησε το ένα μου πόδι, ζαλίστηκα, τα μάτια μου σκοτείνιασαν και θα γύριζα ασφαλώς πίσω, αν δεν εθίγετο η ανδρική μου αξιοπρέπεια. Προχωρούσα σιγά – σιγά, κυριευμένος από ένα φόβο υπερβολικό. Αριστερά ήταν κάτι απότομα βράχια του βουνού, δεξιά ένα πραγματικό χάος. Που να γυρίσω να το αντικρίσω. Κρατιόμουνα με πραγματική αγωνία και προχωρούσα. Το δρομάκι στενότατο, ίσα – ίσα που χωρούσαν τα δυο μου πόδια. Έτρεμα ολόκληρος, ένα παραπάτημα, μια απροσεξία, θα μ’ έκαναν ν’ αντικρίσω τον θάνατο. Χίλιες δυο σκέψεις περνούσαν σαν κινηματογραφική ταινία απ’ το μυαλό μου. Προχωρούσα ακόμη μ’ απέραντο φόβο, τα έβαζα με τον εαυτό μου, που ήθελα να είμαι τόσο περίεργος. Συλλογιζόμουν το σπίτι μου, τον πατέρα μου, την μητέρα μου, την αδελφή μου, τους έβλεπα να κλαίνε σπαρακτικά για το χαμό μου. Το μυαλό μου προσηλωμένο στον βέβαιο θάνατο, έκανε κι’ αυτό σκέψεις, πως θα ‘πεφτε το σώμα μου όταν έπεφτε στο γκρεμό.
Ξαφνικά, παρ’ ολίγο να γλιστρήσω απ’ τη φωνή της μοναχής, η οποία μου διέκοψε τις σκέψεις αυτές λέγουσα: «μη φοβάσαι κύριε». Σας βεβαιώ αυτό ήταν όλο. Πήρα θάρρος εξαιρετικό και σε λίγο βρισκόμουνα μπρός σε κάτι σκαλοπάτια τεχνητά. Γύρισα κατόπιν όταν ασφαλίστηκα και είδα πίσω μου αυτό το μονοπάτι που πέρασα. Αμέσως είπα μέσα μου πως θα ήταν αδύνατο να το περάσω και πάλι. Θα προτιμούσα να πεθάνω εκεί που στεκόμουν. Εν τούτοις ανέβηκα τα  σκαλοπάτια, μια σπηλιά πολύ άγρια και θεοσκότεινη βρέθηκε μπροστά μου. Η μοναχή συνηθισμένη προχώρησε στο εσωτερικό της σπηλιάς. Την ακολούθησα και εγώ. Εκεί μόλις μπήκαμε μας υποδέχτηκε ένα κοπάδι από άγρια περιστέρια με το δυνατό τους φτερούγισμα. Αριστερά της σπηλιάς υπάρχει μια εκκλησίτσα, που την ονομάζουν «πέρα Παναγία». Για την εκκλησία αυτή λέγεται ότι εις τον ύπνο μια μοναχή είδε πως εις το μέρος αυτό υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας, θαμμένη από χρόνια. Το όνειρο αυτό το είδε επί τρεις φορές συνεχώς. Τότε αποφάσισε και πήγε η ίδια κι’ αφού έσκαψε αρκετά, βρήκε την εικόνα αυτή κι’ έτσι έχτισαν στο επικίνδυνο αυτό μέρος την μικρή εκκλησίτσα. Πολλοί μάλιστα λένε ότι την εικόνα  αυτή την έκλεψαν κάποιοι, οι οποίοι την μετέφεραν σε κάποιο χωριό της Σάμου. Η εικόνα όμως βρέθηκε και πάλι στο ίδιο μέρος που ήταν πριν. Τώρα αυτή δεν υπάρχει εκεί, καταβάλει δε προσπάθεια η ηγουμένη, όπως την επανεύρει. Η . εκκλησίτσα έχει αρκετές εικόνες, είναι ασπρισμένη, το δε καντηλάκι της είναι πάντα ακοίμητο. Εκείνο όμως που μου κίνησε την περιέργεια ήταν κάτι μικροσκοπικά ψωμάκια, τα οποία ήταν καρφωμένα πάνω στα δυο κατάμαυρα μανάλια. Στη σχετική  μου δε ερώτηση, η καλή μοναχή μου είπε ότι τα ψωμάκια αυτά τ’ αφήνουν επίτηδες οι επισκέπτες, διότι πιστεύουν ότι εκεί μονάζουν ασκητές. Η ιδέα αυτή ενισχύεται και εκ του ότι παραπλεύρως υπάρχει κάποιος λάκκος εις τον οποίον διακρίνονται ανθρώπινα οστά.
Προχωρώντας λίγα βήματα, εννοείται με αναμμένα κεριά, διότι εδώ είναι εξαιρετικώς σκοτεινά, διέκρινα ένα πιθάρι κατακάθαρο, που αν και τόσων ετών, νομίζει κανείς ότι μόλις βγήκε απ’ το καμίνι, στάζει δε μέσα, σταγόνα – σταγόνα το «Αγίασμα». Άλλο αξιοσημείωτο δεν υπήρχε εκεί μέσα. Ησυχία απόλυτος επικρατεί, που την ταράσσουν πότε – πότε μερικοί δυνατοί χτύποι, η προέλευσης των οποίων είναι αδύνατον να εξακριβωθεί.
Εξερχόμαστε απ’ τη σπηλιά και αντικρίζουμε και πάλι το τρομερό κακοπέρατο, που η σύνθεση της λέξεως  μαρτυρεί την πραγματικότητα. Τότε θυμήθηκα ότι ήμουνα χριστιανός ορθόδοξος και έκαμα το σταυρό μου. Εν τούτοις ο φόβος μου αυτή τη φορά ήταν πολύ μικρότερος από την προηγούμενη. Το κακοπέρατο το πέρασα γρήγορα γρήγορα, κι έτσι πήρα την απόφαση….ότι εξασφάλισα τη ζωή μου. Ως δια μαγείας όμως ολόκληρος εκείνος ο φόβος μεταβλήθηκαν σε μια διαολεμένη όρεξη. Εύκολα κανείς μαντεύει ποια ήταν η δουλειά μου μόλις έφτασα στο μοναστήρι.                                         

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο