ΧΑΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ. Απ’ τ’ αριστουργήματα της Σαμιακής λογοτεχνίας. Του ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΚΙΡΤΖΗ.

          Θλιμμένη, μοναχική γριά ηλικιωμένη γυναίκα.                                   ΧΑΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ.

                 Απ’ τ’ αριστουργήματα της Σαμιακής λογοτεχνίας.

                                                                                          του   ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΚΙΡΤΖΗ.

   Έξω στους δρόμους σπαρταριστή από χαρές και γέλια διάβαινε η ζωή. Ο ουρανός με τη συννεφιασμένη του όψη και η θάλασσα με την αγριεμένη μορφή, οι χιονισμένες κορυφές των βουνών και τα αριόκλωνα δένδρα, το άσπρο και καθαρότατο σπιτάκι της νοικοκυροπούλας, όπου έλαμπαν οι τοίχοι και ευωδίαζε η θεία του λιβανιού μυρωδιά, τα παιδάκια που έψαλλαν μέσα στους δρόμους, όλα, όλα διαλαλούσαν στην απέραντη πλάση τη γέννηση του Χριστού.

   Ο γερό-Θεοχάρης, μοναχός από το ψηλό παράθυρο του σπιτιού του κοίταζε αυτή τη μεγάλη χαρά. Το βλέμμα του ήταν θλιμμένο και το πρόσωπό του μαρτυρούσε πως κάποια πικρή σκέψη περνούσε από το νου του.

   Αι! ήταν κι ο Θεοχάρης άλλοτε όμορφος νιός κι άξιο παλικάρι. Τώρα τα εβδομήντα χρόνια που σήκωνε στη ράχη, του είχαν κόψει κάθε δύναμι και κάθε ελπίδα.

   Νιάτα και πάλε νιάτα. Αχ! Πως δεν ξέρετε να τα χαρείτε σεις που τα έχετε.

   Το μνημονικό του γέρο-Θεοχάρη στριφογύριζε στα πολύ περασμένα του χρόνια. Θυμούτανε τους καρδιακούς του φίλους που κανένας απ’ αυτούς πια δεν βρισκότανε στη ζωή, τα γλέντια που είχε κάμει μαζί τους, τα τραγούδια, τους χορούς και όλη την αξέχαστη ομορφάδα της νιότης. Νιάτα και πάλε νιάτα.

   Μα πιο πολύ απ’ όλα ο γέρο-Θεοχάρης θυμούτανε τον κρυφόν έρωτα που είχε στην ωραία Χρυσούλα. Πως μπορούσε να ξεχάσει ποτέ το αγγελικό εκείνο κορμί, το δροσερό πρόσωπό της, τα γλυκά της μάτια, τα χυμένα μαλλιά, τον άσπρο της λαιμό, την όμορφη και ζηλεμένη Χρυσούλα που γ’ αυτήν είχε να κάμει κάθε μέρα όλο το χωριό!

   Ακόμα δεν είχε ξεχάσει ο γέρο-Θεοχάρης και την ημέρα που είδε τη Χρυσούλα και του πλήγωσε την καρδιά. Ήταν και τότε παραμονή των Χριστουγέννων. Μα από την ημέρα εκείνη είχαν περάσει σαρανταπέντε  ολάκερα χρόνια.

   Η Χρυσούλα τότε με τα δεκαοχτώ χρόνια της ήταν σαν το ωραίο τριαντάφυλλο που το ραίνουν οι δροσιές του Απρίλη, άσπρη σαν τον κρίνο, κόκκινη σαν το άλικο γαρούφαλλο, δροσάτη σαν την άνοιξη, αλαφριά σαν πεταλούδα, όμορφη σαν τον άγγελο.

   Θαρρεί πως την βλέπει μπροστά του ακόμα ο γέρο-Θεοχάρης την παραμονή των Χριστουγέννων που η Χρυσούλα με ξέπλεκα μαλλιά όλο ζωή βγαίνοντας απ’ την πόρτα του περιβολιού της ανταμώθηκε με τον Θεοχάρη, ένα λεβέντη ως εκεί πάνω, μα τίμιο και άξιο παλικάρι.

   Ο Θεοχάρης όταν την είδε τότε και κόντεψε το χέρι του να αγγίξει το δικό της, άκουσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά και η φωνή του πιάσθηκε σαν να του κλείδωσε κανένας το στόμα. Σταμάτησε χωρίς να το θέλει.

   Ήταν μοναχοί στο μέρος εκείνο. Ψυχή άλλη δεν ήταν καμιά. Η Χρυσούλα σταμάτησε και αυτή εμπρός την πόρτα του περιβολιού. Ο αγέρας φυσούσε τα μαλλιά της και τα κλωνάρια της πορτοκαλιάς γυρμένα από τους καρπούς έκαναν σαν ένα λουλουδένιο στεφάνι γύρω στην αγγελική της μορφή.

   Ντροπαλά, ντροπαλά, σήκωσε για μια στιγμή το κόκκινο πρόσωπό της και τα μάτια της αντίκρισαν τα μάτια του Θεοχάρη. Θεέ μου, τι ματιά ήταν εκείνη. Τι μάγια είχε μέσα της. Σα να έλεγε στο φτωχό Θεοχάρη  που έστεκε μπροστά της και την κοίταζε βουβός σαν άγαλμα. «Καταλαβαίνω τον πόνο σου και νιώθω τη λαύρα που καίει τα σωθικά σου, μα η αγάπη σου δεν με βρίσκει ψυχρή κι αδιάφορη και μπορεί να είμαι δική σου σαν το θέλεις».

  Ο Θεοχάρης ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει την καρδιά του και να της ξεφανερώσει τον κρυφό έρωτα που έκαιγε τα σπλάχνα του, μα το λογικό του δεν ενεργούσε εκείνη την ώρα, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, η μιλιά του είχε πιαστεί και….έφυγε χωρίς να της πη ούτε καλημέρα.  

                                                   

                                                    ************

   Γοργά τα χρόνια άσπρισαν τον Θεοχάρη, μα δεν του γιάτρεψαν και τον πόνο της καρδιάς του. Της Χρυσούλας τα δροσερά νιάτα μαράθηκαν μέσα σε ξένη αγκαλιά. Ποιος ξέρει αν συλλογίστηκε και καμιά φορά από τότε το φτωχό Θεοχάρη. Τα σαρανταπέντε χρόνια έκαμαν το παλληκάρι γέρο σακάτη και τη λυγερή κοπέλα γριά καλομάνα.

   Ο γέρο-Θεοχάρης τώρα ολομόναχος, σαν ένας ξένος κι έρημος δεν μπορεί να χαρεί με τον άλλο κόσμο τη μεγάλη γιορτή του Χριστού. Φαντάζεται ο ίδιος πως εδώ στον κόσμο δεν έχει καμιά θέση γι’ αυτόν, πως είναι ένα βάρος στην κοινωνία και η ζωή του είναι ολότελα περιττή.

   Πρέπει να φύγω, είπε μέσα του, να είμαι μακριά από τους άλλους. Δεν ταιριάζει ένας έρημος κούκος να είναι μαζί  με τ’ άλλα ζευγαρωτά πουλιά.

   Και βγήκε έξω στο δρόμο. Που πήγαινε; Ούτ’ αυτός δεν ήξερε. Γύρω του σπαρταρούσε η χαρά. Μα αυτός δεν μπορούσε να την απολαύσει. Τώρα του φαινότανε μαρτύριο η ζωή. Δεν ήξερε που πηγαίνει και τι γυρεύει, μα έτρεχε όμως. Ίσως γιατί ήθελε να φθάσει στον τάφο μια ώρα αρχύτερα.

   Και όλο έτρεχε στον ατέλειωτο δρόμο του, μα σε λίγο χωρίς να το θέλει σταμάτησε κάπου. Μπροστά του να η αξέχαστη πόρτα του περιβολιού όπως ήταν δω και σαρανταπέντε χρόνια. Και στο μέσο της πόρτας. Να η Χρυσούλα. Μόνο η πορτοκαλιά δεν υπήρχε. Την έφαγαν κι αυτή τα πολλά χρόνια. Μα κάλιο που έλειπε, γιατί αν βαστούσε ακόμα, οι ανθοί της δεν θα στεφάνωναν πια ωραία παρθενικά μαλλιά.

   Στο μνημονικό του γέρο-Θεοχάρη ζωντάνεψε τότε η θύμηση που του έκαιγε για πάντα τα σωθικά του.

   Αντίκρυ του δεν έβλεπε την Χρυσούλα την εξηντάρα, μα στο πρόσωπό της θαρρούσε πως έβλεπε ακόμα τη μυστική λάμψη της αγάπης που είχε όταν την είδε δω και σαρανταπέντε χρόνια. 

   ---Για που κυρ’ -Θεοχάρη, τόσο βιαστικός;

   ---Μην τα ρωτάς…..Χρυσούλα, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι τι;

   ---Γιατί όχι, κυρ’-Θεοχάρη.

   ---Θυμάσαι από δω και σαρανταπέντε χρόνια πως ανταμωθήκαμε άλλη μια φορά εδώ στο ίδιο μέρος σαν αυτή την ημέρα;

   ---Μπα, σε καλό σου, κυρ’-Θεοχάρη. Που θυμήθηκες, παλιού ουρανού χαλάσματα.

   ---Πες μου στο Θεό σου, Χρυσούλα, το θυμάσαι;

   ---Πως δε το θυμούμαι.

   ---Τι κατάλαβες τότε για μένα;

   ---Ότι κατάλαβες και συ για μένα.

   ---Και αν σου φανέρωνα τότε την αγάπη μου, θα θύμωνες;

   ---Όχι καθόλου, γιατί κ’ εγώ……

   ---Κι’ αν σου έλεγα τότε να ζήσουμε για πάντα μαζί αγαπημένοι κι αχώριστοι, θα το δεχόσουνα;

   ---Βέβαια, μα δεν μου το είπες…..

   ---Έχε γειά Χρυσούλα.

   ---Στο καλό, Θεοχάρη.

                                                  ************

   Ο ουρανός με τη συννεφιασμένη του όψη και η θάλασσα με την αγριεμένη της μορφή, οι χιονισμένες κορυφές των βουνών και τα αριόκλωνα δένδρα, το άσπρο και καθαρότατο σπιτάκι της νοικοκυροπούλας όπου έλαμπαν οι τοίχοι και ευωδίαζε η θεία του λιβανιού μυρωδιά, τα παιδάκια που έψαλλαν μέσα στους δρόμους, όλα, όλα διαλαλούσαν στην απέραντη πλάση τη γέννηση του Χριστού, μα κανένας από όσους περνούσαν βιαστικοί το χαρούμενο δρόμο της ζωής δεν πρόσεξε και δεν είδε τα πικρά δάκρυα που αργοκυλούσαν από τα μάτια του γέρου-Θεοχάρη.

    Απ’ το ημερολόγιο της Αδελφότητας Σαμίων του 1938.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο