Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2020

Πρωτομαγιά κι ο κορονοϊός.

Εικόνα
                       Πρωτομαγιά κι ο κορονοϊός. Σα δε ντρέπεσαι τρομάρα να σού ‘ρθει κυρ’ Αγησίλαε. Στην ηλικία που βρίσκεσαι,   με τρείς αγκαλιές μουστάκια κι είκοσι πέντε πίεση, και παρά τα αυστηρά απαγορευτικά μέτρα κυκλοφορίας λόγω κορανιού, και μάλιστα χωρίς μάσκα, να μου τρέχεις στα χωράφια και να μου μαζεύεις λουλουδάκια για το στεφάνι του Μάη. Πίσω μου σ’ έχω σατανά, να μη πω καμιά πιο βαριά κουβέντα μεσημεριάτικα. Ορίστε κατάσταση φίλε μου. Εξήντα πέντε χρονών γάιδαρος με λίγα απ’ όλα, που παίρνει κάθε μέρα μιάμιση ντουζίνα φάρμακα, και με το ένα ποδάρι στο λάκκο, να μου τρέχει στις εξοχές να μαζέψει παπαρούνες και λουλουδάκια για να φτιάξει λέει στεφάνι για το Μάη. Τι να σου πω κυρ’ Αγησίλαε; Να σε στείλω από κει που ξέρεις ή ν’ αρπάξω τις παπαρούνες να στις δώσω να τις φας; Σαράβαλο όπως είσαι θ’ αρπάξεις κανένα κορονοϊό και θα μπεις κι’ εσύ στα τεφτέρια και τους λογαριασμούς του Τσιόρδα και του Χαρδαλιά και θα σε κράζουν και σένα μαζί με τους άλλους απ’ τη τηλ

Ο κύκλος του χρήματος.

Εικόνα
                                      Ο κύκλος του χρήματος. Πάει κι ο κορονοποϊός που μας είχε κλείσει φυλακή στα σπίτια μας, βρέθηκε επιτέλους το φάρμακο και μας ελευθέρωσε. Οι αστοί περισσότερο, που οι πιο πολλοί την έβγαλαν τόσο καιρό κλεισμένοι μέσα σε κάτι σπηλιές που τις λένε διαμερίσματα και βλέπουν από κάποιες τρύπες τον απέναντι τοίχο που τις λένε παράθυρα, βγήκαν σαν τ’ αφηνιασμένα άλογα. Ένας απ’ αυτούς άρπαξε το αυτοκίνητό του και πήρε δρόμο, πήγαινε κι όλο πήγαινε, μήτε ο ίδιος ήξερε που θα τον βγάλει ο δρόμος. Τελικά έφτασε σε κάποιο απόμερο χωριουδάκι, του άρεσαν τα νερά τα βουνά, τα δένδρα κι αποφάσισε να μείνει μέχρι να συνέλθει απ’ τη κλεισούρα. Πήγε στο μοναδικό ξενοδοχείο που υπήρχε, ο ξενοδόχος έτριβε τα μάτια του γιατί είχε από καιρό να σταυρώσει πελάτη, πλήρωσε προκαταβολικά ένα μήνα και πήρε δρόμο προς το δάσος για να ξεσαλώσει. Με τα χρήματα αυτά πρώτη δουλειά του ξενοδόχου ήταν να πληρώσει τον υπάλληλό του που ο φουκαράς τα είχε μεγάλη ανάγκη.

Ου ριφινές.

Εικόνα
                                          Ου ριφινές. Είχα πάει στ’ Αθήνα για κάποιες δ’λειές κι κ’ δα π’ πιρπαταγα κάποιούς μι χτύπ’σι ’στη πλάτ’ κι άκ’σα μια φουνή να μ’ λέει.   -- Τι καν’ς ρε παλιόφιλι Βαγγέλ’, είσι καλά; Δε π’στευου να μη μη θ’μάσι; Τουνι θ’μηθ’κα, δεν είχανι πιράσ’ κι πουλλά χρόνπα, στρατιώτις στου Βαθύ κάναμι μαζί, ήτανι ου Ηρακλής ου φαταούλας π’ λέαμι, έτρουι τουν αγλέουρα, δανίζ’τανι τ’ς άπλυτις ακόμα καραβάνις μας για να προυλάβ’ να παρ’ πιρίσημα απ’ του καζάν’ για να του φάει τα’ απόγεμα. Ήτανι ένας μπόγους κρέας. -- Τι χάλια είνι αυτά βρε Ηρακλή; Πως κατάντ’σις ατσιδάς; -- Ειδις, πάχ’να   λ’γακ’. -- Αμα αυτό Ηρακλή του λες λ’γακ’ τότι του πουλύ πόσου είνι; Μ’ επιασι απ’ του χέρ’. -- Πάμι να τσ’μπίσουμι τίπουτα κι να θ’μηθούμι τα παλιά; -- Πάμι. Πήγαμι σι μια ψησταριά κι φουνάζ’ του γκαρσόν. -- Για μένα θα φέρ’ς ένα ψ’τό κουτόπουλου ουλόκληρου, δυο μιρίδις σπληνάντιρου, μια τασκεμπάπ, μια διπλή μακαρουνάδα, δυο μιρίδις π’χτή,