Η ΣΑΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940.

 

       ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΣΑΜΟΥ 1905 - Εφημερίδα ΕΟΣΣ | Σαμία Άμπελος 

 

          Η ΣΑΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940. 

                                    Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Κιλουκιώτης. 

   Η δεκαετία του 1940 υπήρξε η χειρότερη του 20ού αιώνα για ολόκληρο  σχεδόν τον κόσμο, λόγω του Β’ παγκοσμίου πολέμου.

Στην Ελλάδα όμως, όπως φυσικά και στη Σάμο, υπήρξε πολύ χειρότερη ένεκα και του εμφυλίου που ακολούθησε καθώς ολόκληρη τη δεκαετία βρισκόμασταν σε εμπόλεμη κατάσταση.

   Η επίθεση των Ιταλών απ’ την Αλβανία στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ήταν κάτι το αναμενόμενο.

Από καιρό ο Μουσολίνι προκαλούσε, ήθελε,λέει, ένα βράδυ κι αυτός να πάρει το καφέ του στα Γιάννενα.

Εκείνο όμως που κανένας δε περίμενε ήταν το φιάσκο που έπαθαν όταν ο Έλληνας φαντάρος πεισμωμένος απ’ την ύπουλη βύθιση του καταδρομικού Έλλη στη Τήνο το  Δεκαπενταύγουστο του ίδιου χρόνου από ιταλικό υποβρύχιο και τις ατέλειωτες προκλήσεις και ψευτοπαληκαριές των Ιταλών, τους σάρωσε στα Αλβανικά βουνά.

Απ’ το αδιέξοδο που βρέθηκαν τους έβγαλε η Γερμανία που επιτέθηκε στην Ελλάδα την Άνοιξη του 1941 και με τα φτερά της μπόρεσαν και πάτησαν επιτέλους Ελληνικό έδαφος.

   Στη Σάμο πάτησαν το πόδι τους στις 8 του Μάη του 1941 και χωρίς ντροπή η πρώτη τους προκήρυξη άρχιζε ως εξής: «Αι ένοπλοι δυνάμεις της νικηφόρου Ιταλίας….». 

Την ίδια εποχή κατέφθαναν, με τη φροντίδα του Δεσπότη, με διάφορα πλεούμενα  και οι  Σαμιώτες αλβανομάχοι που εγκαταλείφτηκαν και οι περισσότεροι κατέβηκαν νηστικοί και καταδιωγμένοι απ’ την Αλβανία στον Πειραιά με τα πόδια.

Οι Ιταλοί που σκόπευαν να προσαρτήσουν τη Σάμο στα Δωδεκάνησα ξήλωσαν τις αρχές και διόρισαν δικούς τους ανθρώπους, νομάρχη διόρισαν τον στρατιωτικό διοικητή της Σάμου, τον Πραξιτέλη Ιωαννίδη, αυτόν που διέλυσε το έμπεδο των Μυτιληνιών ενώ ο σαμιακός λαός περίμενε αντίσταση. Την εσωτερική τάξη ανέλαβε η καραμπινιερία, ενώ πολλοί αξιωματικοί της χωροφυλακής και του στρατού, μαζί με απλούς χωροφύλακες και στρατιώτες έφυγαν  για τη Μ. Ανατολή.

   Στα μέσα Ιουλίου κατέφθασε στη Σάμο η μεραρχία Cuneo με διοικητή τον Κάρολο Μελλότι, η Σάμος γέμισε Ιταλούς στρατιώτες, για περισσότερες από 12 χιλιάδες τους έλεγαν. 

   Τα τρόφιμα εξαφανίστηκαν, πολλά κρύφτηκαν για να πουληθούν στη μαύρη αγορά, το ψωμί έγινε ψωμάκι, τα όσπρια απόκτησαν την μεγαλύτερη τιμή της ιστορίας τους κι ο λύχνος, για όσους είχαν λάδι φώτιζε τα σαμιώτικα σπίτια.

Το νόμισμα που κυκλοφόρησαν οι Ιταλοί  της Casa mediteranea ήταν χαρτί εφημερίδας και παντού κυριαρχούσε η ανταλλαγή.

 Τα γεωργικά προϊόντα δεσμεύονται και η ΑΜΑΣΟ παίρνει για τον κατακτητή όλο το λάδι απ’ τον παραγωγό και του αφήνει μόνο 20 οκάδες.

Τα κοπάδια καταγράφονται και οι τράτες ψαρεύουν με την παρουσία Ιταλού.

 Τα καπνά και τα δέρματα δεσμεύτηκαν, τα βυρσοδεψεία σταμάτησαν και τα μόνα που δουλεύουν είναι τα ναυπηγεία που πολλοί καπάτσοι βρήκαν την ευκαιρία να γίνουν καραβοκύρηδες με μια χούφτα φάβα.

Τα δάση καίγονται και υλοτομούνται γιατί απ’ τα δάση της Σάμου πρέπει να καλυφθούν οι ανάγκες σε ξυλεία και καυσόξυλα των Ιταλικών δυνάμεων του Αιγαίου.

 Ο χειμώνας του 1941 ήταν ο χειρότερος, βρήκε το κόσμο ανέτοιμο κι όπως αναφέρετε πέθαναν απ’ την πείνα πάνω από 3000 άνθρωποι κυρίως στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Αυτοί μη έχοντας χωράφια να καλλιεργήσουν ανταλλάξανε ό, τι πολύτιμο είχαν με μια χούφτα φάβα ή κουκιά. Μια χούφτα σταφίδες ή λίγο πετιμέζι ήταν ό,τι  το πολύτιμο.

Σημαντική βοήθεια έδωσε ο Ερυθρός Σταυρός, ο Μητροπολίτης Ειρηναίος με επιτροπές επόπτευε στις διανομές των τροφίμων και δεν μπορούσαν ν’ αρπάξουν κι απ’ αυτά οι Ιταλοί.

Αλλά και η γαϊδουροφαγία πολλούς έσωσε, ο Μητροπολίτης μάλιστα, με εγκύκλιό του την συνιστούσε από θρησκευτικής πλευράς.

Δεν έμεινε παλιογάιδαρος και παλιομούλαρο, πουλήθηκαν για μοσχαράκι. 

 Από νωρίς κάποια αντιστασιακά κινήματα άρχισαν να φαίνονται στα χωριά, οι Ιταλοί κάτι υποψιάζονταν και παρακολουθούσαν.

Τον Φεβρουάριο του 1942 ο τσοπάνης Λευτέρης Μπέτσος (Λευτέρης Θεοχάρης) απ’ τους Μυτιληνιούς θα σκοτώσει δυο Ιταλούς και δυο συνεργάτες τους γιατί πήγαιναν με το έτσι θέλω, με νόμισμα χωρίς αξία και του έπαιρναν πρόβατα. Ήταν ο πρώτος.

Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου δυο Ιταλοί καραμπινιέροι σταμάτησαν στο Καρλόβασι τον Ιπποκράτη Ζαΐμη λέγοντάς του «ψηλά τα χέρια,» το χέρι όμως βγήκε απ’ τη τσέπη οπλισμένο και σκότωσε τον ένα, ο άλλος το έβαλε στα πόδια. Ανέβηκε κι ο Ιπποκράτης  στα βουνά και δε πέρασε πολύ κι έγιναν δυο καλές αντάρτικες ομάδες μια του Κέρκη και μια του Καρβούνη που κατεβαίνανε στα χωριά κι εμψυχώνανε το κόσμο.

 Σχεδόν σ’ όλα τα χωριά της Σάμου υπήρξαν άτομα που αναλάβανε το άτιμο έργο του προδότη και του συνεργάτη και πολλές κοπέλες παραστράτησαν, οι αντάρτες όμως σκότωσαν μερικούς απ’ τους πρώτους και κούρεψαν αρκετές απ’ τις δεύτερες κι έτσι το πράμα περιορίστηκε.

Με τη προσωρινή απελευθέρωση της Σάμου τον Σεπτέμβριο του 1943 οι αντάρτες συνέλαβαν και φυλάκισαν 70, απ’ αυτούς οι Άγγλου προώθησαν 14, τους πιο σεσημασμένους, στη Μ. Ανατολή και οι υπόλοιποι ελευθερώθηκαν με το Γερμανικό βομβαρδισμό.

Μεταπολεμικά το ειδικό δικαστήριο δωσίλογων καταδίκασε μερικούς και για τον χειρότερο δωσίλογο της Σάμου, τον πρόεδρο της ΕΟΣΣ, τον περιβόητο Ευάγγελο Δρόσο, εμφανίστηκε σαν μάρτυρας υπεράσπισης ο Θεμιστοκλής Σοφούλης καταθέτοντας ότι εκτελούσε ειδική εθνική αποστολή.

    Οι αντιφασίστες αξιωματικοί και οπλίτες της μεραρχίας Cuneo ήταν πολλοί, κι απ’ τον Μάρτη του 1943 επεδίωκαν μια συνάντηση με τους αντάρτες, με απώτερο σκοπό την επανάσταση και την ένταξη της μεραρχίας στο πλευρό των συμμάχων, σ’ αυτό θα συμφωνούσε οπωσδήποτε κι ο στρατηγός Σολνταρέλι. Τελικά ο Ιταλός λιμενάρχης Μπότο με την βοήθεια του Έλληνα λιμενάρχη με   μερικούς άλλους και συνοδευόμενος απ’ τον λοχία Βαλέντε διοικητή του ναυτικού φυλακίου στον Αη-Γιάννη τον Ελεήμονα στο Μαραθόκαμπο ήρθε σε επαφή με τους αντάρτες στη θέση Ορνιές στο Κέρκη.

Στη συνάντηση αυτή, που έλαβαν γνώση και οι Άγγλοι, συμφωνήθηκαν πολλά υπέρ του λαού κι ακόμα συμφωνήθηκε συνάντηση και  με τους Άγγλους στο πέλαγος, που δεν έγινε ποτέ λόγω της πτώσης του Μουσολίνι απ’ τον αρχιστράτηγο Μπαντόλιο.

 Στις 29 Αυγούστου του 1943 άρχισαν στον Κέρκη τις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών οι 1000 Ιταλοί φασίστες που ήρθαν γι’ αυτόν ακριβώς τον  σκοπό απ’ τη Ρόδο. Στο πέρασμά τους σκόρπισαν το φόβο τον τρόμο και το θάνατο.

 Μέσα σε λίγες μόνο μέρες σκότωσαν 40 αθώους. Το χωριό που την πλήρωσε περισσότερο ήταν η Καστανιά με 27 εκτελεσμένους,, ακολουθούν οι Κοσμαδαίοι με 6, ο Μαραθόκαμπος με 5 και το Καρλόβασι με τη Λέκα από έναν. Απ’ τους 40 αυτούς κανένας δεν ήταν αντάρτης, όποιος βρισκόταν στο ύπαιθρο βαφτιζόταν αντάρτης, τροφοδότης ή πληροφοριοδότης κι εκτελούταν.

Υποστηρίζεται από πολλούς ότι στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της  συνθηκολόγησης Μπαντόλιο ένας απ’ τους όρους, του Τσώρτσιλ προφανώς, θα ήταν και η εκκαθάριση της Σάμου απ’ τους κουμουνιστές αντάρτες, παρόλο που δεν υπήρξαν όλοι. Είναι πολύ πιθανόν, γιατί δεν είναι δυνατό στην εκπνοή της η Ιταλία, στα χάλια που βρισκόταν εκείνη την εποχή, ν’ ασχοληθεί με μια χούφτα αντάρτες της Σάμου. 

Στις 8 Σεπτεμβρίου ακούστηκε το αναπάντεχο, εκείνο που δε περίμενε κανένας εκείνες τις φοβερές ώρες, το απίστευτο, το ανέλπιστο ότι συμμάχησε η Ιταλία με τους συμμάχους.

Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας μαζί με τους μέχρι χθες εχθρούς του τους Ιταλούς, φωνάζοντας Χριστός Ανέστη και οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα.

Κάποιο κίνημα που πήγε να εκδηλωθεί απ’ τους Ιταλούς φασίστες δεν πήρε διαστάσεις. Ο όγκος των αντιφασιστών ήταν μεγάλος.

 Την επόμενη άρχισαν να κατεβαίνουν σε μικρές ομάδες και οι αντάρτες απ’ τα βουνά που έγιναν δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό.

Στις 11 του μήνα κατέπλευσαν στον Όρμο Μαραθοκάμπου με μικρό σκάφος οι πρώτοι Άγγλοι αξιωματικοί, ο αντισυνταγματάρχης Powson, ο ταγματάρχης Paris, ο λοχαγός Haris και ο  Έλληνας πλοίαρχος Λεβίδης.

Απ’ τον Μαραθόκαμπο  κατευθύνθηκαν στη Σάμο στο γραφείο του στρατηγού Soldarelli, όπου συσκεφτήκαν επί δίωρο.

 Στην Ικαρία κάποιο πρόβλημα σημειώθηκε μεταξύ ανταρτών και Ιταλών στρατιωτών και πήγαν για να το λύσουν με μια Ιταλική τορπιλάκατο οι Άγγλοι αξιωματικοί  μαζί με τον πλοίαρχο Λεβίδη και τον φασίστα, τον φονιά της Καστανιάς αντιστράτηγο Pierola, παρά την αντίθετη γνώμη των ανταρτών. Κατά την επιστροφή οι Ιταλοί φασίστες  τους αιχμαλώτισαν  και τους παρέδωσαν στους Γερμανούς στη Σύρο. Μεταπολεμικά ο Pierola δικάστηκε γι’ αυτό κι εκτελέστηκε.

 Στις 16 Σεπτέμβριου κατέφθασε στη Σάμο ο Άγγλος στρατηγός Arnold  εκπρόσωπος του αρχηγείου της Μ. Ανατολής με το επιτελείο του και μετά από συσκέψεις και συζητήσεις σχηματίστηκε μια προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Ειρηναίο με διπλή ψήφο και μέλη τον Αριστείδη Σιδηρουργό, τον Γεώργιο Λεβεντάκο, τον Στέφανο Αγγελίδη κι απ’ τους αντάρτες τον Γιάννη Ζαφείρη για να μετέχει σε στρατιωτικής φύσεως θέματα χωρίς ψήφο. Συγχρόνως έφτασαν και περί τους 600 Άγγλοι στρατιώτες που λίγο αργότερα αποδεκατίστηκαν σχεδόν όλοι στη μάχη της Λέρου, όπου συμμετείχε και ο ιερός λόχος.

Όλα αυτά γινόταν απ’ τους Άγγλους ερήμην της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης του Καϊρου, η οποία φοβούμενη προφανώς κάποιο πραξικόπημα απ’ την Τουρκία, έστειλε επειγόντως στη Σάμο τον Ιερό Λόχο που έπεσε με αλεξίπτωτα στη Βλαμαρή, τον Νικ. Νικολαρεϊζη σαν παρατηρητή και τον υπουργό Πρόνοιας και Περίθαλψης τον Σαμιώτη Μανώλη Σοφούλη που έγιναν μ’ ενθουσιασμό δεκτοί απ’ τους Σαμιώτες.

Οι αντάρτες, - καμιά διακοσαριά ήταν αυτοί που ήταν στο βουνό- μετά την ανακωχή ξεπέρασαν τους 1200 κι όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια περίπτωση οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν ευκαιριακοί, τυχοδιώκτες, πήγαν για να φάνε, ν’ αρπάξουν, να εκβιάσουν, να εκδικηθούν και  να σκοτώσουν και έτσι πολλοί αθώοι άνθρωποι την πλήρωσαν ακόμα και με τη ζωή τους.

 Ο λόγος που γινόταν δεκτοί απ’ τους αντάρτες όλοι αυτοί ήταν  για να δείξουν όγκο και να έχουν λόγο. 

  Ο Ρούσβελτ για να δελεάσει την Τουρκία που ήταν ουδέτερη να βγει στον πόλεμο της υποσχόταν τα Δωδεκάνησα και τη Σάμο. Ο  Χίτλερ όμως που είχε τις πληροφορίες του και δε τον συνέφερε μια τέτοια εξέλιξη, αντεπιτέθηκε και παρά τις φοβερά μεγάλες απώλειες τα κατέλαβε.

 Στις 16 Νοεμβρίου κατέλαβαν οι Γερμανοί και το τελευταίο νησί των Δωδεκανήσων, τη μεγάλη ναυτική βάση των Ιταλών τη Λέρο κι έφτασε η σειρά της Σάμου.

   Στη Σάμο δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις:  Απ’ τις βρετανικές λίγες έμειναν -οι περισσότερες απορροφήθηκαν απ’ τη μάχη της Λέρου- ο ιερός λόχος αριθμούσε 358 μόνο άνδρες, ενώ η Ιταλική μεραρχία Cuneo με τα τελευταία γεγονότα είχε χάσει τελείως το ηθικό της και οι μελανοχίτωνες παρέμειναν εχθρικοί. Αεροπορική κάλυψη και αντιαεροπορικά δεν υπήρχαν ενώ οι Γερμανοί κυριαρχούσαν στον αέρα και οι αντάρτες δεν θεωρούνταν τακτικός στρατός.

 Έτσι ο αγώνας θα ήταν άνισος η θυσία άσκοπη και πάρθηκε η απόφαση να εκκενωθεί το νησί και να παραδοθεί στους Γερμανούς χωρίς μάχη.

Την επόμενη  μέρα μετά την κατάληψη της Λέρου, στις 17 Νοεμβρίου, σμήνη Γερμανικών αεροπλάνων βομβάρδισαν το Βαθύ και το Πυθαγόρειο. Ο βομβαρδισμός αυτός ήταν απ’ τους πιο άγριους που δέχτηκε Ελληνικό έδαφος, κράτησε δυο περίπου ώρες, με πολύ μεγάλο αριθμό θυμάτων σε άμαχο πληθυσμό που λόγω της σύγχυσης που επακολούθησε παραμένει ανεξακρίβωτος και με φοβερά μεγάλες υλικές ζημιές. Ο βομβαρδισμός αυτός, που μάλλον αχρείαστος ήταν, φαίνεται να ήταν κάποια προειδοποίηση των Γερμανών προς την Τουρκία, μη τολμήστε και δεν τόλμησαν.

Μετά απ’ αυτό επακολούθησε ομαδική φυγή στρατού και πολιτών προς την Τουρκία με κάθε είδος πλεούμενο.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε την σημαντική δράση της Ιταλικής υγειονομικής υπηρεσίας που γιατροί, νοσηλευτές και στρατιώτες συγκέντρωσαν τους τραυματίες, τους περιέθαλψαν και φρόντισαν για την ταφή των νεκρών. 

   Ο Κ. Πτίνης στο βιβλίο «Χρόνια κατοχής» γράφει για κείνες τις μέρες. «Τις ημέρες προ της αποβάσεως των Γερμανών έγινε στη πρωτεύουσα μεγάλο κακό. Δεν άδειασαν μόνο οι αποθήκες, και αυτό ήταν φυσικό γιατί έπρεπε να τραφεί ο κόσμος, αλλά ελθόντες χωρικοί με ζώα λεηλατούσαν βομβαρδισμένα ή κλειστά σπίτια και μαγαζιά και δεν υπήρξαν λίγες οι συμπλοκές μεταξύ κατοίκων της πρωτεύουσας που φρόντιζαν να περισώσουν ότι ήταν δυνατόν και εκείνων που μη ευρίσκοντας τρόφιμα στις αποθήκες έμπαιναν στα σπίτια κι’ έπαιρναν ότι εύρισκαν. Πάσα λεηλασία σταμάτησε με την έλευση των Γερμανών».   

   Οι Γερμανοί, παρόλο που το σχέδιο Δαμοκλής για την επίθεση στη Σάμο ήταν καλά καταστρωμένο, δε βιάστηκαν να δώσουν μάχη, τους ήταν αναγκαίος και ο τελευταίος στρατιώτης, παρακολουθούσαν και περίμεναν.

Στις 21 του μήνα προσέγγισε το Πυθαγόρειο γερμανική τορπιλάκατος για διαπραγματεύσεις αλλά δέχτηκε πυρά κι έφυγε, επανήλθε την επομένη το πρωί, στις 22 κι έγινε δεκτή απ’ τους φασίστες μ’ αρχηγό τον αρχηφασίστα συνταγματάρχη Ούγκαρο  ο οποίος τους παρέδωσε το νησί, ενώθηκε μαζί τους και η γερμανική κατοχή της Σάμου, μετά από 74 μέρες ελευθερίας, αρχίζει.

 

   Ο κόσμος την Σάμου, όσος έμεινε μετά την φυγή στη Μ. Ανατολή, είχε πληροφορηθεί για τις βαρβαρότητες και ωμότητες των Γερμανών σε άλλες περιοχές κι ήταν τρομοκρατημένος. 

   Οι Γερμανοί που πολέμησαν στα Δωδεκάνησα κι ήρθαν και στη Σάμο προερχόταν απ’ την 999η μεραρχία. Αυτή σχηματίστηκε στο τέλος του 1942, όταν η Γερμανία είχε απόλυτη ανάγκη ανδρών και αποτελούνταν από κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου (κλέφτες, εγκληματίες κτλ.) και πολιτικούς κρατούμενους (κομμουνιστές,, σοσιαλιστές κτλ.). Η πειθαρχία ήταν σκληρή και οι λιποταξίες πολλές, απ’ τη Σάμο πολλοί πέρασαν στη Μ. Ανατολή και περισσότεροι κατά την φυγή τους πήγαν και παραδόθηκαν στους αντάρτες, ακόμα κι ο φρούραρχος Καρλοβάσου.

   Πρώτο τους μέλημα με τον ερχομό τους ήταν να ζητήσουν την παράδοση των τροφίμων, του ιματισμού και των όπλων που έκλεψαν οι πολίτες απ’ τις Ιταλικές και τις Αγγλικές αποθήκες. Για όποιον δε συμμορφωνόταν η ποινή ήταν θάνατος, αποτέλεσμα ήταν να επιστραφούν τα περισσότερα. Ο κόσμος φοβόταν. Αυτοκίνητα βρήκαν πολλά Ιταλικά σχεδόν ανέπαφα. Ακόμα βρήκαν πλήρως οργανωμένη την Ιταλική Υγειονομική Υπηρεσία.

   Έδωσαν εντολή στους λιοτριβιάρηδες να παρακρατούν το 15% του λαδιού που παράγει κάθε ελαιοπαραγωγός με την υπόσχεση ανταλλαγής με αλεύρι.

   Η αλιεία επετράπη και παρά τις διαταγές γινόταν με δυναμίτη που υπήρχε άφθονος απ’ το πολεμικό υλικό που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί, επίσης επέτρεψαν στα καΐκια να πηγαίνουν για εμπόριο στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Απ’ όλα αυτά στα λιμάνια είχαν κι αυτοί που στερούταν μεγάλο μερίδιο. Οι συναλλαγές έπρεπε υποχρεωτικά να γίνονται με δραχμές, τα λεγόμενα τότε στούκας, που δεν ήταν παρά χαρτί εφημερίδας, στη πραγματικότητα όμως το μόνο ανταλλάξιμο μέσο ήταν το λάδι η κάποιο άλλο πολύτιμο είδος.

   Αρχικά έγιναν μερικές δολιοφθορές στα ναυπηγεία και σε δρόμους και για ν’ αποφύγουν νέες έβαλαν τους πολίτες να τα φυλάνε με υπεύθυνους για ό,τι συμβεί τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Ο πατέρας μου δυο τρία βράδια κάθε βδομάδα ξενυχτούσε φυλάγοντας στον ταρσανά του Όρμου κι άλλοι ανά εκατό μέτρα στους κυριότερους δρόμους. 

   Στους Ιταλούς αιχμάλωτους, που ήταν μερικές χιλιάδες, φέρθηκαν απάνθρωπα. Μόλις ήρθαν, στις 24 του μήνα, έψαχναν για μια Αγγλική αποθήκη τροφίμων που είχε λεηλατηθεί, στη περιοχή Μανωλατών. Εκεί έγινε μια συμπλοκή με Μανωλατιώτες αντάρτες και σκοτώθηκαν δυο Γερμανοί, δυο αντάρτες και ο νεαρός που είχαν πάρει σαν οδηγό. Για να μη κάψουν το χωριό οι κάτοικοι εξαφάνισαν τους σκοτωμένους αντάρτες και μη βρίσκοντας στοιχεία οι Γερμανοί σχημάτισαν τη γνώμη ότι οι επιτιθέμενοι ήταν Ιταλοί.

   Στις 4 Δεκεμβρίου πήραν πάνω από 80 Ιταλούς αιχμαλώτους, κατά πολλούς μέχρι και 100, φορτώνοντάς τους όπλα, πυρομαχικά και, σκαπτικά , τους πήγαν στην Τσούκα, λίγο πιο κάτω από εκεί που ήταν η Αποθήκη των Άγγλων τους έβαλαν και άνοιξαν τους τάφους τους και τους εκτέλεσαν.

Γλύτωσε μόνο ένας, κατρακυλώντας κάτω από τα πεύκα.

 Στο πλοίο  PALMA φόρτωσαν 1100 Ιταλούς  για τον Πειραιά και το βούλιαξαν ανοιχτά στα Σαϊτάνια. Όπως μου έλεγαν οι Κοσμαδιώτες που έχουν εκεί κτήματα, έθαβαν τους πνιγμένους που έφερνε ο βοριάς στη παραλία σε ομαδικούς τάφους, γλύτωσε κι από εδώ μόνο ένας τον οποίο έκρυψαν και προστάτεψαν. Οι Γερμανοί διέδωσαν ότι το βούλιαξε Αγγλικό υποβρύχιο.

 Πάρα πολλοί Σαμιώτες,- και τους χρειάζεται έπαινος γι’ αυτό - αψηφώντας τις αυστηρές διαταγές με ποινή θανάτου για όσους περιέθαλπαν Ιταλούς, έσωσαν πολλούς, που έκρυψαν σε σπίτια, καλύβια, σπηλιές και πολλούς έστειλαν στη Μ. Ασία.

Στους Μαυρατζαίους που προστάτεψαν έναν Ιταλό ανθυπολοχαγό ήρθε αργότερα να ευχαριστήσει τους προστάτες του με το βαθμό του στρατηγού.

 Αλλά και τα συμπεθεριά δεν ήταν λίγα, πολλοί γύρισαν και πήραν τις Σαμιώτισσες που αγάπησαν. Στα στρατόπεδα τους είχαν νηστικούς, οι Σαμιώτες τους κουβαλούσαν χαρούπια, λαχανικά κι’ ό,τι άλλο βρώσιμο διέθεταν ακόμα κι απ’ το υστέρημά τους.

 Στ’ Απομνημονεύματά του ο Μίλτος Συννεφιάς, (σ. 51)  γράφει «Ο Ιταλός ως άτομο συμπεριεφέρθη αψόγως. Έδειξε πολιτισμόν και φιλανθρωπίαν και συμπόνια εις την δυστυχίαν του κατακτηθέντος λαού. Υπήρξεν συγκινητικόν το θέαμα Ιταλών φαντάρων να μοιράζονται με τα λιμοκτονούντα παιδιά της γειτονιάς το απέριττον και συχνά πτωχότατον συσσιίτιον τους.

Οι στρατιωτικοί ιατροί του στρατιωτικού ιταλικού νοσοκομείου ο Scalfi, ο Salaris  κι ο Karnevale, δια να αναφέρωμεν μόνο τρία ονόματα, προσέφεραν ανεκτιμήτους υπηρεσίας εις πτωχάς οικογένειας, αι οποίαι άνευ χρημάτων αλλά προπαντός ελλείψει φαρμάκων ήσαν καταδικασμένε εις εξόντωσιν».

Και παρακάτω (σ. 59) γράφει: «Οι στρατιωτικοί διοικητές της Σάμου τόσο ο πλοίαρχος Franci, όσο και οι στρατηγοί Meloti, Magiani και Soltarelli, υπήρξαν ως άνθρωποι ανώτεροι. Περί των τριών μάλιστα στρατηγών είχα την ασφαλή πληροφορίαν ότι υπήρξαν δεδηλωμένοι αντιφασίστες και δι’ αυτό προφανώς τους απέστειλλαν εις Σάμον, εις τόπον άνευ πολεμικής δράσεως».       

   Τον Μάη του 1944 Ιερολοχίτες ήρθαν στη δυτική Σάμο με σκοπό ν’ ανατινάξουν τα καύσιμα των Γερμανών που  βρισκόταν λίγο έξω απ’ το Καρλόβασι στο δρόμο προς τους Αγίους Θεοδώρους.

Ο μεταφορέας όμως, που με τα ζώα του μετέφερνε τα εφόδιά τους εξαφανίστηκε μυστηριωδώς κι αργότερα μαθεύτηκε ότι βρισκόταν στη Μ. Ανατολή.

Είπαν ότι έπεσαν στα χέρια των Γερμανών κι ο αγωγιάτης μόλις διέφυγε, αυτό όμως ήταν ψέμα γιατί δεν υπήρξε καμιά κινητοποίηση απ’ την πλευράς τους. Έτσι οι ιερολοχίτες δεν ήταν δυνατό να ολοκληρώσουν την αποστολή τους.

 Ένα βράδυ έπιασαν ένα Γερμανικό αυτοκίνητο λίγο έξω απ’ τον Μαραθόκαμπο και θεώρησαν σαν καλή ευκαιρία να μπούνε μ’ αυτό στο χωριό και να επιτεθούν στο Γερμανικό φυλάκιο. Στην επίθεση αυτή σκότωσαν ένα και τραυμάτισαν ένα δεύτερο. Η θέση του φυλακίου όμως ήταν τέτοια (το σπίτι του Νικ. Κυπραίου στο Κοτρώνι που ,μη γνωρίζοντας καλά τον τόπο, από επιτιθέμενοι βρέθηκαν αμυνόμενοι, σκόρπισαν και χάθηκε το σακίδιο του αρχηγού με σημειώσεις στις οποίες υπήρχε και το όνομα του απόστρατου ταγματάρχη Αριστείδη Αγγελινάρα, του σχεδιαστή της επιχείρησης, όπως λέγανε.

Οι Γερμανοί αμέσως συνέλαβαν πενήντα Μαραθοκαμπίτες τους οποίους όμως ελευθέρωσαν μόλις διαπίστωσαν ότι την επιχείρηση την έκανε ο Ιερός λόχος με καθοδηγητή τον Αρ. Αγγελινάρα τον οποίο συνέλαβαν και μετά από φρικτά βασανιστήρια τον μεταφέρανε στη Λέρο όπου και τον εκτελέσανε.

Ένας απ’ τους ιερολοχίτες χάθηκε κατά τη συμπλοκή και βρέθηκε μόνος στον  Αγριλιώνα όπου τον προστάτεψε και τον συνέδεσε τελικά με τους υπόλοιπους ο Μανώλης Καλαμοβράκας. Ήταν Χιώτης, Ιωάννης Θάνος λεγότανε κι απ’ αυτόν  μάθαμε όλα τα συμβάντα και τον πραγματικό σκοπό της αποστολής 

  Στις  9 Αυγούστου του ίδιου χρόνου το υποβρύχιο ΠIΠΙΝΟΣ  βούλιαξε το υπό γερμανική διοίκηση ιταλικό αντιτορπιλικό CALACATINI μόλις έβγαινε απ’ το λιμάνι του Καρλοβάσου και οι Κοντακιώτες έφαγαν πολύ ξύλο για να επιστρέψουν όσα άρπαξαν απ’ αυτά που το μελτέμι έφερε στη παραλία στο Ξηρόκαμπο.

Στις 14 του Σεπτέμβρη συμμαχικά αεροπλάνα βύθισαν μέσα στο λιμάνι του Βαθιού το φορτηγό πλοίο ASLAN  8000 τόνων φορτωμένο πολεμικό υλικό που τα μάζευαν οι Γερμανοί για να φύγουν. Το σήμα δόθηκε απ’ τον Δημήτρη Δημητριάδη απ’ του Μανόλη Λυμπέρη το φούρνο στο Καρλόβασι όπου ήταν εγκατεστημένος ο Αμερικανικός ασύρματος. Λένε ότι δόθηκε κι απ’ αλλού.

Αυτό δεν ήταν το τέλος αυτουνού του πλοίου.  Το Γενάρη του 1945 ήρθαν Άγγλοι ειδικοί για να καθαρίσουν το λιμάνι, κατά την εκτέλεση των εργασιών το πλοίο ανατινάχτηκε, ο ουρανός του Βαθιού έβρεχε κομμάτια λαμαρίνες και βλήματα, σκοτώθηκαν πολλοί, τραυματίστηκαν περισσότεροι και οι υλικές ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Το σύστημα ανέλκυσης των αγκυρών βρέθηκε, όπως λένε, στο στάδιο.  Τα αίτια της ανατίναξης δεν έγιναν ποτέ γνωστά, είπαν ότι ήταν παγιδευμένο απ’ τους Γερμανούς κι άλλοι, ότι έριξαν χειροβομβίδα για να σκοτώσουν ψάρια.

   Μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου, αφού κατάστρεψαν τα λιμάνια Μαραθοκάμπου και Καρλοβάσου, οι Γερμανοί είχαν φύγει απ’ τη Σάμο, άφησαν όμως πίσω περί τους 1000 Ιταλούς φασίστες, τους μακελάρηδες της Καστανιάς, που οχυρώθηκαν στα υψώματα γύρω στου Ζερβού και με καμιά σαρανταριά κανόνια και το άφθονο πολεμικό υλικό που διέθεταν απειλούσαν ότι σε περίπτωση που θα απειλούταν η ζωή τους δεν θα έμεινε τίποτα όρθιο γύρω τους. Ζητούσαν να διαπραγματευθούν μόνο με τακτικό στρατό και εγγυήσεις και τελικά παραδόθηκαν στον Ιερό Λόχο στις 5 Οκτωβρίου του 1944.

Έτσι έληξε και η Γερμανική κατοχή που κράτησε 10 μήνες και 12 μέρες.

  

Πολλούς απ’ τους νέους που πήγαν στη Μέση Ανατολή και καταταχθήκανε στο στρατό τους κλείσανε, δίκαια -άδικα ποιος μπορεί να ξέρει, σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, στα σύρματα, με τη κατηγορία του στασιαστή, του κομμουνιστή.

Τα στρατόπεδα αυτά κατάντησαν στο τέλος τα καλύτερα εκπαιδευτήρια του κομμμουνισμού κι όσοι δεν ήτανε γίνανε.

 Αυτοί όταν επέστρεψαν στη Σάμο δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πολιτιστικές και κοινωφελείς δραστηριότητες προβάλλοντας έτσι τις ιδέες τους κι αυτό καθόλου δεν άρεσε στους αντίθετους, τους εθνικόφρονες ή τους βασιλικούς τους λεγόμενους, που συχνά έψαχναν αφορμή για να δημιουργήσουν επεισόδια.

 Ήταν πέντε Μαΐου του 1946 τρεις άνθρωποι, ανέβηκαν απ’ το Καρλόβασι στη Λέκα οπλισμένοι με πιστόλια, ήπιαν μέθυσαν, έφεραν τα όργανα κι άρχισαν να χορεύουν συνέχεια «τ’ αετού ο γιός», να προκαλούν και να πυροβολούν μέχρι που παρά λίγο να γίνει ατύχημα. Οι συστάσεις των θαμώνων τους έκαναν πιο προκλητικούς. Το ποτήρι ξεχείλισε, ο κόσμος όρμισε κατά πάνω τους, τους αφόπλισε και πολλές καρέκλες έσπασαν στα κεφάλια τους. Στο επεισόδιο αυτό δεν υπήρχε κανένας απ’ τους σεσημασμένους αριστερούς, το απέφυγαν επιμελώς. Κατά το απομεσήμερο της μεθεπόμενης μέρας, 7 Μάϊου, κυκλοφόρησε η πληροφορία στο χωριό ότι ήρθαν χωροφύλακες, μαζεύουν τους αριστερούς και τους κλείνουν στο κοινοτικό κατάστημα. Ήταν βροχαριά και γρήγορα πολύς κόσμος μαζεύτηκε στη πλατεία κι άρχισε τις διαμαρτυρίες. Πάνω στην αναμπουμπούλα οι φυλακισμένοι βγήκαν έξω απ’ τα παράθυρα, ακολούθησαν επεισόδια κι ένας χωροφύλακας σκοτώθηκε. Μετά απ’ αυτό ο κόσμος αποτραβήχτηκε φοβισμένος στα σπίτια του, όσο για τους καμιά δεκαπενταριά κρατούμενους δυο πόρτες ήταν πια ανοιχτές: Της φυλακής με άγνωστα επακόλουθα και του Κέρκη.

Προτίμησαν την δεύτερη.

Στα βουνά εκείνη την περίοδο κρυβόταν μερικοί φυγόδικοι και φυγόποινοι.

 Στο Μαραθόκαμπο  οι αριστεροί είχαν τη  «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ» όπως έγραφε η ταμπέλα , το σπίτι του αρχαιολόγου και γυμνασιάρχη Δημ. Κώνστα, το παλιό αρχοντικό που  σήμερα είναι συνεχόμενο με το σινεμά, όπου γινόταν πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ένα βράδυ πήγαν απ’ την αντίθετη παράταξη, οι εθνικόφρονες, οι βασιλικοί, τα έκαναν όλο γυαλιά καρφιά και το πρωί  η ταμπέλα έγραφε «ΛΕΣΧΗ ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΝΩΝ». Το πόσο ξύλο είχε πέσει στη λέσχη εθνικοφρόνων δε λέγεται, μικροί πηγαίναμε απ’ έξω κι ακούγαμε τις φωνές και τα βογγητά, τα ίδια και χειρότερα, όπως μου έλεγαν, γινόταν και στο μέγαρο στο Καρλόβασι κι οπωσδήποτε και στ’ άλλα χωριά, όρθιους τους μπάζανε οριζόντιους τους βγάζανε.

 Όλα αυτά έσπρωξαν πολλούς στο βουνό και η τρίτη και χειρότερη φάση της συμφοράς στη Σάμο είχε αρχίσει.   

   Στα βουνά  οι καινούργιοι ενώθηκαν με τους άλλους, τους οποίους καταδίωκαν οι διάφορες στρατιωτικές και παραστρατιωτικές ομάδες και  έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη αντάρτικη ομάδα.

Δημοκρατικός Στρατός Σάμου ονομάστηκε το καλοκαίρι του 1947, μετά την άφιξη στη Σάμο του Γιάννη Σαλά, πολιτικού επιτρόπου, με αρχηγό τον απότακτο ταγματάρχη του 1935 Γιάννη Μαλαγάρη, και ο αριθμός τους έφτασε περί τους 200.

Για την καταδίωξή τους εκτός απ’ τη Χωροφυλακή τον Μάρτη του 1947 δημιούργησαν τα εθελοντικά σώματα των ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου),

τους ΜΑΥδες που λέγανε, που έφτασαν τους 1500 και συνέβη τότε μ’ αυτούς  κάτι χειρότερο απ’ ό,τι συνέβη με τους αντάρτες το 1943, ίσως γιατί ήταν περισσότεροι και για περισσότερο καιρό.

Λίγοι απ’ αυτούς ήταν ιδεολόγοι και κατατάχτηκαν για να υπερασπιστούν τα πιστεύω τους, οι περισσότεροι πήγαν για να νοιώσουν εξουσία, για να εκβιάσουν, να κλέψουν, να εκδικηθούν και να φάνε, κι αυτοί στείλανε πολλούς αθώους και φιλήσυχους ανθρώπους εξορία και φυλακή κι εξανάγκασαν πολλούς να πάρουν τα βουνά.       

   Οι επιδρομές  των ανταρτών  σε χωριά απ’ όπου μπορούσαν να αποκομίσουν τρόφιμα, όπλα και ρουχισμό ήταν συχνές.

 Το βράδυ των Χριστουγέννων του  1948 επετέθησαν στον Μαραθόκαμπο,  .Ανάγκασαν τους χωροφύλακες και τους ΜΑΥδες να συμπτυχθούν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου απ’ όπου κρατούσαν άμυνα και σκοτώθηκε ένας χωροφύλακας που, διατελώντας εν ευθυμία λόγω της εορτής του έμεινε έξω και πυροβολούσε ακάλυπτος.

Νύχτα ήταν αλλά διαδόθηκε πως τον σκότωσε αντάρτης Μαραθοκαμπίτης.

Νωρίς, πριν ξημερώσει οι αντάρτες άρχισαν να αποσύρονται φοβούμενοι τα πυρά του αντιτορπιλικού που ήρθε κι άραξε στον Όρμο, και τυχόν ενισχύσεις. 

Μια ομάδα ΜΑΥδες, με επικεφαλής τέσσερα αδέρφια Μαραθοκαμπίτες και μερικούς άλλους ακόμα, πήγαν κι έστησαν ενέδρα εκεί κατά τους Αγίους Πάντες, στο δρόμο που πάει προς την Καστανιά, απ’ όπου υπολόγιζαν ότι θα περνούσαν οι αντάρτες με τα ζώα φορτωμένα εφόδια που θα αποκόμιζαν απ’ το χωριό. Και δεν έπεσαν έξω, οι αντάρτες πέρασαν με πολλά ζώα, η ομάδα χτύπησε, σκότωσαν έναν αντάρτη, μερικά ζώα, πολλά τραυματίστηκαν κι άλλα αφηνιάσανε, σκορπίζοντας στο δρόμο και τα χωράφια το φορτίο τους. Οι αντάρτες αντεπιτέθηκαν και συνέλαβαν δυο ΜΑΥδες. 

Μόλις έφυγαν απ’ το χωριό οι αντάρτες οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥδες βγήκαν απ’ την εκκλησία, ένας κρητικός χωροφύλακας φόρεσε την Κρητική παραδοσιακή φορεσιά με τα μαχαίρια και το μαύρο μαντήλι με τα κρόσσια στο κεφάλι,  και κατευθύνθηκε με τους άλλους  προς στην συνοικία της Αγίας Παρασκευής όπου  πήρε την εκδίκησή του για τον φόνο του συναδέλφου του τη νύχτα των Χριστουγέννων σκοτώνοντας  την κατάκοιτη μάνα και τον υπέργηρο πατέρα  του  χωριανού μας αντάρτη. Όσο για την  ανύπαντρη κόρη τους την έσυρε μέχρι την πλατεία  του χωριού όπου και την τελείωσε.

Τα ίδια επιχείρησε να κάνει και στην έγκυο γυναίκα ενός ηγετικού στελέχους των ανταρτών που κατοικούσε στην ίδια γειτονιά, όμως επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι και σταμάτησε το κακό.

Ο χωροφύλακας αυτός όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε αλλά, όπως λέγανε αργότερα, μόλις απολύθηκε διορίστηκε υπάλληλος στο ταχυδρομείο Χανίων.

Ο αρχηγός της επιχείρησης ήταν κι αυτός Μαραθοκαμπίτης κι επειδή δεν εκτέλεσε ορισμένα άτομα, όπως είχε πάρει εντολή απ’ το αρχηγείο, καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της ανυπακοής, και μαζί με τους δυο ΜΑΥδες που είχαν συλλάβει τους εκτέλεσαν ρίχνοντάς τους στη λεγόμενη γράβα του Πανάρετου στον Κέρκη. 

Περισσότερες φορές οι αντάρτες  χτύπησαν το Καρλόβασι απ’ όπου αποκόμιζαν περισσότερα, εκεί έγιναν φονικές μάχες και μια δυο φορές άδειασαν τα χρηματοκιβώτια των τραπεζών αποκομίζοντας πολλά χρήματα και χρυσό. Το τι απέγιναν τα χρήματα αυτά, αλλά και του κατοχικού αντάρτικου όταν οι Άγγλοι τους κουβαλούσαν τις λίρες με τον ντενεκέ, όπως λέγανε, κανένας δε ξέρει. Πολλά λέει ο κόσμος για αρκετούς απόγονους των ανταρτών που πλούτισαν όψιμα. «Τα κλεμμένα απ’ τους αντάρτες τώρα φαίνονται» έλεγαν.. 

Χτύπησαν κι άλλα χωριά ακόμα, όπως τη Χώρα και τους Βουρλιώτες.

  Τα μπλόκα στα χωριά που φρουρούνταν από κυβερνητικές δυνάμεις ήταν συχνά και μακρόχρονα, δεν μπορούσε ο καθένας να πάει όποτε ήθελε στο χωράφι του να καλλιεργήσει, να μαζέψει τους καρπούς και τα γεννήματα και να βοσκήσει τα ζώα του κι όποτε επιτρεπόταν μόνο με μια φέτα ψωμί. Τα τρόφιμα δεν διακινούνταν εύκολα στα χωριά για να μη πέσουν στα χέρια των ανταρτών, ο κόσμος στερούνταν και κάθε τόσο κουβαλούσαν τους πολίτες και τους αγωγιάτες στις επιχειρήσεις. Να πάρουν τρόφιμα για μερικές μέρες έλεγε ο τελάλης χωρίς να ρωτάει κανένας αν είχαν να πάρουν.

Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1947, όσο και του 1948 δεν απέδωσαν κανένα αποτέλεσμα.

 Μάρτη του 1949 οι επιχειρήσεις άρχισαν με την συμμετοχή τριών ταγμάτων του ΕΤΑΞ, όπως τα έλεγαν (Ελληνικό Τάγμα Αξιωματικών) με στρατιώτες  καλά οπλισμένους και γνώστες του πολέμου.

Αυτοί ήταν ανανήψαντες της Μακρονήσου και είχαν σαν αρχή αντάρτης που δε παραδίνεται άστον να φύγει, ενώ για τον ΜΑΥ και τον χωροφύλακα δεν υπήρχε έλεος.

   Τα μικρά χωριά εκκενώθηκαν, τα μπλόκα γίνανε περισσότερα και το κυνηγητό πιο άγριο και συστηματικό.

 Σ’ εκείνες τις επιχειρήσεις του Ιουλίου, που έτυχε να βρίσκομαι κι εγώ, 16 χρονών τότε, με τη χωροφυλακή, πολύ πριν την Καλλιθέα δόθηκε εντολή όλη η δύναμις προς τη θάλασσα, ο τελευταίος οπλίτης να πατάει στο κύμα και σταματήσαμε σε μια βραχώδη παραλία βόρεια της Καλλιθέας όπου οι οπλίτες πήραν θέσεις.

 Σε λίγο έφτασαν αιχμάλωτο μπουλούκι  και οι αντάρτες που τους έσπρωχνε το ΕΤΑΞ από αντίπερα κι έπεσαν στο κλοιό της χωροφυλακής.

Ήταν 21 Ιουλίου και πιθανόν αυτό εκεί να ήταν το σημείο φυγής τους και να είχε προδοθεί.

 Εκεί σκοτώθηκε ο Μαλαγάρης, ο Γρυδάκης κι άλλα επιτελικά στελέχη 

Λένε πως αυτοκτόνησαν, αυτό δεν μπορεί να το βεβαιώσει κανένας, ποιος τους είδε, πιστεύω όμως ότι αυτό έπρεπε να κάνουν και το έκαναν για να μην τους περιφέρουν στα χωριά ζωντανούς σαν τρόπαια, όπως ο γύφτος την αρκούδα, να τους χλευάζουν και να τους εξευτελίζουν δίχως έλεος και ντροπή..

   Οι υπόλοιποι, ακέφαλοι πιά, κρύβονταν μεμονωμένοι ή σε ομάδες στις περιοχές των χωριών τους συνήθως και μέχρι τέλους του χρόνου δεν υπήρχε κανένας.

Άλλοι παραδόθηκαν, όπως του Μαραθοκάμπου που παραδόθηκαν στο ΕΤΑΞ και δε χάθηκε κανένας, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν κι άλλοι σκοτώθηκαν όπως της Λέκας απ’ όπου ξεκίνησε, όπως προείπαμε,   το αντάρτικο.

Απ’ τους Λεκάτες λίγοι σώθηκαν και ενώ κατά την πολεμική περίοδο η Λέκα  είχε μόνο ένα θύμα, που εκτέλεσαν οι Ιταλοί στις 29  Αυγούστου του 1943, κατά τον εμφύλιο  αυτό το χωριό έχασε 17 παλληκάρια.

 Έτσι έκλεισε στη Σάμο η δεκαετία του 1940.

 

Βοηθήματα:

Κώστα Πτίνη:    «Χρονια Κατοχής».

Γιάννη Ζαφείτη:   «Κατοχή και εθνική αντίσταση στη Σάμο».

Μάνου Μαστοράκου:    «Αιγαίο 1943».

Θάλειας Ζαϊμη      «Ο Ιπποκράτης Ζαϊμης και η εποχή του».

Μιλτου Συννεφιά   «Απομνημονεύματα από 15.8.1940 – 17.11.1943».  Ανέκδοτο.

Γιάννη Κόκκα.  «Ιστορία και λαογραφία υης Λέκας Σάμου». Ανέκδοτο.

Anthony Rogers  «Το ολίσθημα του Τσορτσιλ.

Διαδίκτυο.

 

   

 

 

 

 

 

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΒΡΑΔΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ 1948 ΣΤΟ ΜΑΡΑΘΟΚΑΜΠΟ.