Τα παρατσούκλια των χωριών της Σάμου.

 

  Οι 100+ καλύτερες φωτογραφίες για Σκιάχτρα · 100% δωρεάν ...                             Τα παρατσούκλια των χωριών της Σάμου.

   Εκτός απ’ τα προσωπικά παρατσούκλια ή γκώμια όπως τα λέμε στη Σάμο, που δεν υπάρχει κανένας που να μην έχει το δικό του και οι περισσότεροι  είναι γνωστοί μ’ αυτά που συνήθως είναι και πολύ επιτυχημένα, υπάρχουν και τα γενικά τόσο για ολόκληρη τη Σάμο όσο και για τα χωριά της.

 Οι εκτός Σάμου λένε τους Σαμιώτες «Αυδάδις,» που προφανώς προέρχεται απ’ το αυδά που στη Σαμιακή διάλεκτο σημαίνει εδώ, και «κριμ’δάδις» απ’ τα άφθονα  κρεμμύδια που παρήγαγε και εξήγαγε η Σάμος.

   Αλλά και τα περισσότερα χωριά του νησιού, αν όχι όλα, διαθέτουν από ένα ή και περισσότερα παρατσούκλια, με τα οποία αποκαλούνται  σκωπτικά οι κάτοικοι του χωριού απ’ τους κατοίκους των υπολοίπων. Τα παρατσούκλια αυτά, που πάνε να ξεχαστούν με το χρόνο είναι:

   Αγ. Θεόδωροι: «Αηρουπόρ’», γιατί κάποιος απ’ το χωριό κατασκεύασε ένα ξύλινο αεροπλάνο και πήγε ν’ απογειωθεί απ’ τη κρέμαση ενός νερόμυλου απ’ όπου γκρεμίστηκε.     

   Αγ. Κωνσταντίνος: «Γιαλίτις» γιατί το χωριό βρισκόταν κοντά στο γιαλό, στη παραλία.   Άμπελος:  «Νινιδιώτις» απ’ το παλιό όνομα του χωριού Νενέδες και «Χουριφταράδις» γιατί ασκούταν στο χορό κρατώντας ένα κλαρί.

   Βαθύ:   «Μπουρνέλια» είδος από μικρά τοματάκια, που ξεκαλοκαίριαζαν τρώγοντάς τα σαλάτα, «Μπουτούρ’δις», πιθανόν να προέρχεται απ’ τα πουτούρια που φορούσαν παλιά που ήταν στενά και κοντά παραδοσιακά παντελόνια και «Σκ’φάκια» από είδος σκούφου.

   Βουρλιώτις:  «Αμαξάδις», γιατί υπήρξε το πρώτο χωριό που κάποιος Ευάγγελος Χατζηφωτίου ονομαζόμενος τοποθέτησε άμαξα (αραμπά) κι έκανε την συγκοινωνία Βουρλιώτες – Σάμος, και «Κλεφτοκαπιστράδες» γιατί έκλεβαν τα καπίστρια (χαλινάρια) των ζώων των προσκυνητών της Βροντιανής. 

   Δρακαίοι:   «Δρακιώτ’κα».

   Καλλιθέα:   «Καλαμπαχτασώτις», απ’ τη παλιά ονομασία του χωριού, Καλαμπάχτασι, κι «Μπρινιάδις» απ’ τα πουρνάρια.

   Καρλόβασι:  «Γαϊδουράδις», ή «Γαϊδουρουταϊσμέν’» γιατί φάγανε το γάιδαρο που τους πούλησαν οι Μαραθοκαμπίτες για μοσχάρι, κι «Παρισιάν» γιατί έλεγαν τη πόλη τους, και ήταν άλλωστε, μικρό Παρίση

   Καστανιά:   «Σκώτια», γιατί κατά τους γείτονές τους Λεκάτες προτιμούσαν ν’ αγοράζουν συκωταριές που δε πετάς τίποτα.

   Κοκκάρι:   «Πουλυλουγάδις», ευκολονόητο, «Απ’ σμαρίδας του χουριό», απ’ τις μαρίδες που έπιαναν οι τράτες και προμήθευαν τα γύρω χωριά, κι «Ξ’πουλ’ταράδες»».

   Κονταίικα:   «Τσουρνούκια», είδος βελανιδιάς και «Βιλανίδια». 

   Κοντακαίικα:   «Κλιφτουπιτκάδις», αποφλοίωναν παράνομα τα πεύκα και πουλούσαν το φλοιό (πίτκα εκ του πίτις = πεύκο), που είναι άριστη δεψική ύλη, στα βυρσοδεψία, και «Ντοματάδες» λογω μεγάλης παραγωγής τομάτας.

   Κοσμαδαίοι:   «Φιλουτάραχα», γιατί σγαπούν τους καβγάδες ιδίως στα πανηγύρια, και «Τζουρνούκια» Τσουρνούκ’είδος βελανιδιάς.   

   Κουμαίικα:   «Κριμ’δάδις» για την παραγωγή κρεμμυδιών κι «Πανουπόρτια», γιατί οι πόρτες τους ήταν χωρισμένες σε δυο, το πάνω (πανοπόρτι) και το κάτω.

   Κουμαραδαίοι:    «Καναπ’τσάδις», γιατί λόγω του ποταμού Ιμβράσου υπάρχουν στη περιοχή πολλές καναπίτσες, λιγαριές.

   Λέκα:    «Καμπανάρ’δις», γιατί έχουν μεγάλες καμπάνες και σημαίνουν μουσικά, κι  «Κίτριν’ φυλή» που τους αποκαλούν οι γείτονές τους Καρλοβασίτες.

   Μανολάτες:  «Ρεματάδις», γιατί στη περιοχή τους υπάρχουν πολλά και βαθιά ρέματα, «Τσότκα», άγνωστης προέλευσης και. «Χ’λιαράδις» γιατί έπαιρναν πολλά χιλιάρικα απ’ το κρασί.  

   Μαραθόκαμπος:  «Ξ’λουκάνταρα», γιατί πούλησαν στους Καρλοβασίτες το γάιδαρο για μοσχάρι και τον ζύγισαν με ξύλινο καντάρι.

   Μαυρατζαίοι:   «Κανατάδις», για τα αγγειοπλαστεία που υπάρχουν και «βραχουδαρμένα», απ’ τα βράχια που υπάρχουν στη περιοχή.

   Μεσόγειο-Πάνδροσο:   «Αρβαν’τάδις» κι  «Τζουράνια»

   Μύλοι:    «Φουσκουμ’λιώτις» απ’ την ελονοσία, γιατί υπάρχουν πολλά νερά, «Μπουζάδις» κι «πουτιστ’κα» γιατί η περιοχή τους αρδεύετε (ποτίζετε) απ’ τις πηγές του Ιμβράσου.

   Μυτιληνιοί:   «Γαϊδουρουμυτιλ’νοί»,  «Σκιάθια», κι «τ’ Ανάσκιλου χουριό».

   Νιχώρι:    Βέζδις, άγνωστη προέλευση.                          

   Όρμος Μαρ/μπου:   Ισραηλίτις, άγνωστη προέλευση κι Ξ’πολ’τ’ γιατί ασχολούμενοι με τη θάλασσα είναι ξυπόλυτοι.

   Παγώνδα:  «Φιλουτάραχα», γιατί τους αρέσει να δημιουργούν ανώμαλες καταστάσεις κι   «Πανσέλην’», άγνωστης προέλευσης,

   Παλιόκαστρο:   «Τσιρτσέδις», κλέφτες σα τα σπουργίτια, γιατί πήγαιναν κι έκλεβαν στη Τουρκία.

      Πλάτανος:   «Κουκκ’νουκόλ’», η «Κόκκ’νου χουριό». Παλιά υπήρχαν πολλά δώματα με χώμα, το χώμα που χρησιμοποιούσαν ήταν κόκκινο και με τη βροχή βαφόταν και οι τοίχοι των σπιτιών και το χωριό φαινόταν κόκκινο.

   Πυθαγόρειο:  «Ξ’πουλ’ταράδις» κι «ξ’πόλ’τ’». Σε λιμάνι ζούσαν, με τη θάλασσα ασχολούταν ξυπόλυτοι ήταν κι «Τ’γανιώτις» απ’ την παλιά ονομασία του χωριού, Τηγάνι.

   Πύργος:   «Γρουνάδις», γιατί όταν επιτρεπόταν να κυκλοφορούν γουρούνια ελεύθερα στα χωριά είχαν πολλά γουρούνια, κι  «Κουρνουφάδις» ίσως γιατί έτρωγαν τις κουρούνες.

   Σακουλαίικα: (οικισμός)   Πουρδιάδεις  ευνόητο.

  Σάμος:  «Χαρτογιακάδες» ίσως γιατί είχε πολλούς υπαλλήλους και «Μουλινέδις», έτσι τους αποκαλούσαν οι Καρλοβασίτες, ότι είναι μικροέμποροι ψιλικατζήδες που πουλάνε μουλινέδες, ίσως γιατί ντυνόταν άψογα.

      Σπαθαραίοι:  «Αγράμματ’ δικηγόρ’» γιατί τα ξέρανε όλα, ήταν καπάτσοι, «Τσουραπάδις» απ’ τις κοντές κάλτσες (τσουράπια) κι «Αξ’μερουτ’» γιατί αργεί η ανατολή του ήλιου λόγω του βουνού.

   Σταυρινήδες:  «Φουνακλάδις» και «Στραβαρίδρις» ευνόητα.

   Υδρούσα:    «Φουρνιώτις» απ’ το παλιό όνομα του χωριού Φούρνοι, κι «Τσακάλια».

   Χώρα:    «Ταλιαντζήδις», γιατί παλιά πήγαιναν και δούλευαν στα ταλιάνια (ιχθυοτροφεία) στη Τουρκία, «καλαμουβρακάδις» για τα παντελόνια με κοντά καλαμοβράκια για το ψάρεμα και «ψουρουχουρίτις».

 

             

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΒΡΑΔΥ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ 1948 ΣΤΟ ΜΑΡΑΘΟΚΑΜΠΟ.

Η ΣΑΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940.