Η Σπηλιά της Σαραντασκαλιώτισας ή σπηλιά του Πυθαγόρα

Αποτέλεσμα εικόνας για Σπηλια του Πυθαγορα φωτογραφιες
    Η Σπηλιά της Σαραντασκαλιώτισσας ή σπηλιά του
                                   Πυθαγόρα
                                                                     
Στην νοτιοανατολική πλευρά του Κέρκη, μέσα στην άγρια χαράδρα της Κιούρκας υπάρχουν αρκετές σπηλιές, απ’ τις οποίες κατά παράδοση δυο διεκδικούν το όνομα του Πυθαγόρα.
Η μια βρίσκεται βορειότερα, πάνω στη κάθετη σχεδόν πλαγιά του βουνού και είναι γνωστή με το όνομα Παναγία η Σαραντασκαλιώτισσα λόγω της εκκλησούλας που υπάρχει μέσα και τα σαράντα σκαλιά που είναι σκαλισμένα στο βράχο και οδηγούν σ’ αυτήν. Μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά υπάρχει μικρή δεξαμενή που είναι πάντα γεμάτη νερό που στάζει απ’ την οροφή. Το Αγίασμα.
Η δεύτερη βρίσκεται λίγο νοτιότερα στην ορθοπλαγιά του βουνού και  πολλοί, ίσως και για να την ξεχωρίζουν απ’ την πρώτη, την Σαραντασκαλιώτισσα, λένε ότι είναι η σπηλιά του Πυθαγόρα. Είναι άνυδρη κι άγονη και δεν έχει να παρουσιάσει κάτι το ιδιαίτερο. Παλιά το χρησιμοποιούσαν πολλοί σα στάνη. Όμως όπως όλα δείχνουν αν πραγματικά ο Πυθαγόρας χρησιμοποίησε κάποιο απ’ τα δυο αυτά σπήλαια όπως λέει η παράδοση αυτό είναι το πρώτο.
Ο Γιάννης Γιαγάς  που πριν από χρόνια ασχολήθηκε ακριβώς μ’ αυτό το θέμα στο βιβλίο που έγραψε το 1959, «Πυθαγόρας ο Σάμιος και Όσιος Παύλος ο νεώτερος», μετά από σειρά επιχειρημάτων καταλήγει στο συμπέρασμα: «Συνεπώς σαν καταφύγιο με νερό, ασφαλισμένο από παντού, κρυμμένο στη πυκνή βλάστηση της αρχαίας εκείνης εποχής, ήταν το σπήλαιο της Σαραντασκαλιώτισσας, στον εχθρό απροσπέλαστο, λόγω της απόκρημνης θέσης του, στην άμυνά του να κοιμάται κανείς ξένοιαστος».
Επομένως αν ο Πυθαγόρας χρησιμοποίησε ένα απ’ τα δυο σπήλαια, είτε σαν καταφύγιο προκειμένου να ξεφύγει απ’ τους εχθρούς του, είτε για μελέτη και περισυλλογή, αυτό θα ήταν το σπήλαιο της Σαραντασκαλιώτισσας.
Επίσης στη περιγραφή της Σάμου κατά τον 17ον αιώνα, του τότε αρχιεπισκόπου (1666 – 1672) Ιωσήφ Γεωργειρήνη αναφέρονται και τα εξής. «Τρία μίλια απώτερον του χωρίου τούτου (Μαραθόκαμπος), κείται μονύδριον τι, γνωριζόμενον υπό  το όνομα Μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου, εν τω οποίω συνήθως κατοικούσι δυο ή τρεις ερημίται της Πάτμου, πλησίον δε του μονυδρίου, επί της κορυφής δυσαναβάτου όρους  υπάρχει σπήλαιον το οποίον οι εγχώριοι κατά παράδοσιν πιστεύουσιν ότι εχρησίμευσε ως σπουδαστήριον  του Πυθαγόρου, εν τω οποίω νυν ωκοδόμηται μικρά εκκλησία ονομαζομένη κοινώς Παναγία Φανερωμένη ένεκα παραδόσεως τινός καθ’ ην η Παρθένος Μαρία εμφανισθείσα διεπράξατο αυτόθι θαύματα». Απ’ αυτό προκύπτει ότι απ’ την εποχή εκείνη οι κάτοικοι της περιοχής, απ’ τους οποίους είχε τις πληροφορίες ο Αρχιεπίσκοπος, πίστευαν ότι η σπηλιά που χρησιμοποίησε ο Πυθαγόρας ήταν αυτή με το εκκλησάκι και δεν είναι άλλη από την Σαραντασκαλιώτισσα.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν εδώ και μερικοί σχετικοί στίχοι απ’ το ποίημα «Ο κήπος των χαρίτων» του Αγιορείτη λόγιου και μοναχού Καισάριου Δαπόντε που επισκέφτηκε την Σάμο το 1757.
«Εδώ, αφέντη μου θωρείς και το του Πυθαγόρα
Του περιφήμου σπήλαιον και τότε μα και τώρα
Όπου εκ παραδόσεως έχουσιν οι Σαμιώται
Πως εις αυτό ησκήτευεν ο Πυθαγόρας τότε
Και η συνείδησης ευθύς εκεί θέλει σε πλήξει
Και πόσον αγιότερος είναι σε θέλει δείξει
Ο Έλληνας φιλόσοφος αυτός από εσένα
Και ενταυτώ από εμέ τον οκνηρόν εμένα».
 Ο λόγος που χρησιμοποίησε αυτή τη σπηλιά ο Πυθαγόρας δεν είναι γνωστός. Λέγεται ότι καταδιωκόμενος απ’ τους εχθρούς του, που είχε ξεσηκώσει ο Μιλήσιος φιλόσοφος Αναξίμανδρος, κατέφυγε εκεί και κρύφτηκε μέχρι να φυγαδευτεί, όπως γράφει ο Επ. Σταματιάδης στα Σαμιακά, (τομ.Α σελ 89). Ο ίδιος επίσης αναφέρει ότι μάλλον έφυγε οικειοθελώς απ’ τη Σάμο γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Πολυκράτη.
Το ίδιο περίπου περιγράφει κι ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Ιωάννης στο βιβλίο του «Η Εκκλησία της Σάμου».
Ο Έντουαρτ Μπρην στο βιβλίο του «Πυθαγόρας»,  γράφει: «Αμέσως μετά την επιστροφή του, λένε, άρχισε πάλι να διδάσκει. Μιλούσε σε κάποιο φυσικό πλάτωμα, ενώ ο ίδιος και μερικοί επίλεκτοι μαθητές του κατοικούσαν σε σπηλιές». Φαίνεται να τις χρησιμοποιούσαν κατά τις ανάγκες, το σκοπό και την περίσταση.
Επομένως το πιθανότερο είναι η σπηλιά της Σαραντασκαλιώτισσας να χρησιμοποιήθηκε απ’ τον Πυθαγόρα σαν σπουδαστήριο, σαν κατοικία και όχι μόνο σαν κρυψώνας. Τούτο ενισχύεται και από τη δημοσιότητα που πήρε απ’ τα πανάρχαια χρόνια το γεγονός.
Διότι αν είχε χρησιμοποιηθεί μόνο σαν κρυψώνας ο χρόνος που θα παρέμεινε εκεί ο φιλόσοφος θα ήταν λίγος και έτσι ελάχιστοι, οι πολύ έμπιστοι θα το γνώριζαν.
Αντίθετα αν χρησιμοποιήθηκε και σαν σπουδαστήριο θα ήταν γνωστό σε πολύ περισσότερους με αποτέλεσμα να μείνει στο κόσμο σαν παράδοση.
Βέβαια σπηλιές υπήρχαν και πέριξ του Πυθαγορείου, στον λόφο της Σπηλιανής όπουυ πιθανόν να κατοίκησε, να διαλογίστηκε και να δίδαξε επίσης.
Απ’ όλα αυτά φαίνεται ότι η περιοχή δεν έπαψε να κατοικείται ποτέ και έτσι παρέμειναν άσβεστες οι παραδόσεις από στόμα σε στόμα. Άλλωστε σε κάτι τέτοιες δύσβατες περιοχές έζησαν οι λιγοστοί κάτοικοι που παρέμειναν κατά την λεγόμενη Ερήμωση της Σάμου που διατήρησαν πάρα πολλές παραδόσεις και τοπωνύμια.  
Ένας απ’ τους πιο διάσημους αναχωρητές που έζησε στα χρόνια του Βασιλείου του Μακεδόνα (867-886 π.Χ.), ή κατ’ άλλους του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου (913-953 π.Χ.), ήταν ο Όσιος Παύλος, του οποίου η εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του  στις 15 Δεκεμβρίου.
Ο βίος του Αγίου αναφέρεται ολόκληρος στο βιβλίο του Γιάννη Γιαγά που προαναφέραμε «Πυθαγόρας ο Σάμιος και Όσιος Παύλος ο νεώτερος». Ο Επ. Σταματιάδης στα Σαμιακά του (τόμος Δ’ σελ. 185) αρχίζει την ιστορία του απ’ όταν ήρθε στη Σάμο απ’ το όρος Λάτρος της Μ. Ασίας όπου εμόναζε και γράφει:
«Ευρίσκοντας καράβι υπήγεν εις την Σάμον και αναβαίνοντας εις ένα όρος όπου κράζουσι Κέρκην, ήθελε να υπάγει εις το σπήλαιον όπου εκατοίκοι πάλαι ο Πυθαγόρας, εκείνος ο φιλόσοφος. Και επειδή ήταν ο τόπος κρημνώδης και η ανάβασις δύσκολος, έμεινε εις ένα τόπον κατώτερον του σπηλαίου και εκεί τω Κυρίω προσηύχετο». Και συνεχίζει παρακάτω ότι ο άρχων της Σάμου Θεοφάνης γνώρισε τον Όσιο και του έφερνε τρόφιμα και μετά από παράκληση του έφερε μια σκάλα κι ανέβηκε στη σπηλιά όπου κατοίκησε.  
Η φήμη του Οσίου γρήγορα διαδόθηκε και πολλοί ήλθαν και κατοίκησαν κοντά του κι έτσι δημιουργήθηκε ξανά η «Κέρκη Λαύρα», όπως και πιο παλιά και ανακαινίστηκαν τα τρία μοναστήρια που είχαν καταστραφεί απ’ τους πειρατές: Του Αγίου Βασιλείου, της Βαγγελίστρας όπως είναι γνωστό σήμερα, το Μετόχι του Αγίου Γεωργίου και το γυναικείο μοναστήρι της Παναγίας του Χατζημανώλη το σημερινό Κακοπέρατο.
Λέγεται ότι εκείνη την εποχή και πολύ αργότερα ακόμα υπήρχαν στη περιοχή αυτή πεντακόσιοι περίπου ασκητές και καλόγεροι.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για το μέγεθος της φιλοσοφικής κατάρτισης του οσίου Παύλου του Λατρινού. Το γεγονός όμως ότι γρήγορα συγκεντρώθηκαν κοντά του πολλοί ερημίτες, ότι είχε διασυνδέσεις με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου και τον Βασιλιά της Βουλγαρίας, και ότι ο Πάπας έστειλε έναν μοναχό για να γράψει την πολιτεία του, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, φανερώνουν ότι ήταν άτομο με μεγάλη μόρφωση κι οπωσδήποτε, αφού ζητούσε τη σπηλιά  που κατοίκησε ο Πυθαγόρας ήταν οπαδός του και γνώστης της φιλοσοφίας του.  
Ο Έντουαρν Μπρην στο βιβλίο του «Πυθαγόρας» γράφει. «Μια απ’ τις επιρροές του Πυθαγορειανισμού που θα πρέπει να παραδεχτούμε και να αναγνωρίσουμε είναι η επιρροή στην χριστιανική θεολογία και τον μυστικισμό. Η επιρροή αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική και ίσως εντελώς απρόσμενη, αφού ο κι Πυθαγόρας, όπως ο Πλάτων και ο Σωκράτης, περιλαμβάνονται ανάμεσα στους προχριστιανικούς θεολόγους  (prisci theologi).
 Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 κανένας δεν γνώριζε κάτι για τον Όσιο Παύλο. Την εποχή εκείνη κάποιος Μαραθοκαμπίτης είδε στ’ όνειρό του έναν καλόγερο που του είπε. «Πάνε να με ξεθάψεις. Είμαι εκεί σε εκείνο το ερειπωμένο ξωκλήσι κάτω απ’ τη Παναγία τη Σαραντασκαλιώτισα, κοντά στη ριζοβουνιά». Όπως γράφει ο Γιαγάς, ο χωρικός δεν έδωσε σημασία ούτε το είπε σε κανέναν, το όνειρο επαναλήφτηκε μα ούτε κι αυτή τη φορά έδωσε ιδιαίτερη προσοχή.
Σε λίγες μέρες σκάβοντας ένα αμπέλι με άλλους εργάτες, μέρα μεσημέρι, βλέπει μπροστά του τον καλόγερο, χωρίς ν’ αντιληφθούν οι άλλοι το παραμικρό, να επαναλαμβάνει τη διαταγή του. Η τσάπα έπεσε απ’ τα χέρια του και λιποθύμησε, όταν τον συνέφεραν οι άλλοι τους διηγήθηκε τα όνειρα, τι είχε συμβεί κι όλοι μαζί αποφάσισαν να πάνε να σκάψουν.
Σκάβοντας βρήκαν τρείς τάφους, δυο μαζί κι’ έναν στη ριζοβουνιά κι αποφασίστηκε να ξαναχτιστεί το ερειπωμένο εκκλησάκι.
Αμέσως βρέθηκαν τεχνίτες, υλικά, δωρεές και το εκκλησάκι γρήγορα τελείωσε, αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, που όπως έλεγε η παράδοση ανήκε και λειτουργήθηκε.
Σε λίγο, απ’ το θόρυβο που είχε δημιουργηθεί βρέθηκε και ο βίος του Οσίου Παύλου κι έτσι μαθεύτηκε στο χωριό ποιος ήταν ο καλόγερος.

Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η παράδοση για τη χρήση αυτής της σπηλιάς από τον Πυθαγόρα  έρχεται από τα βάθη των αιώνων και τείνει ν’ αποδείξει  ότι πρόκειται για πραγματικό ιστορικό γεγονός.
  Στη παράδοση άλλωστε στηρίζονται τα περισσότερα που αναφέρονται για τον βίο και το έργο του μεγάλου αυτού φιλοσόφου της Σάμου.
Ο Έντουαρν Μπρην γράφει. «Δεν έχουν φτάσει ως εμάς ιστορίες σχετικά με τον Πυθαγόρα από αυτόπτες μάρτυρες. Δεν άφησε δικά του γραπτά».
Αλλά και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Σακελαρίου, στο βιβλίο του «Πυθαγόρας ο Διδάσκαλος των αιώνων», γράφει ότι «επί 100 χρόνια μετά τον θάνατο του Πυθαγόρου ουδέν εγράφη περί αυτού….».
Από  όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η παράδοση για τη χρήση αυτής της σπηλιάς από τον Πυθαγόρα είναι τόσο ισχυρή και δεμένη με τους ανθρώπους και τη μνήμη της κοινωνίας της περιοχής που αγγίζει με σιγουριά την πραγματικότητα σαν αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.
Στην παράδοση άλλωστε στηρίζονται τα περισσότερα που αναφέρονται στον βίο και στο έργο του μεγάλου αυτού φιλοσόφου και τα θρυλούμενα φαίνονται γνήσια και πιστευτά γιατί είναι αληθινά. 
                                                                                  Ε. Γ. Κιλουκιώτης           Μ. Ν. Κάρλας  

 
  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο