ΜΉΤΣΟΣ, ΤΟ ΠΑΛΛΗΚΚΑΡΙ. Του ΚΩΣΤΑ Μ. ΤΖΑΝΕΤΗ.

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο

                ΜΉΤΣΟΣ, ΤΟ ΠΑΛΛΗΚΚΑΡΙ. 
                                                                  Του    ΚΩΣΤΑ Μ. ΤΖΑΝΕΤΗ.

   Κάθε τόπος, μικρός η μεγάλος, έχει την ιστορία του. Έτσι κι ο Μαραθόκαμπος έχει τη δική του ιστορία, δημιουργημένη από τους κατοίκους του, που η μακρινή καταγωγή τους  διαφέρει από των άλλων χωριών της Σάμου, το ορεινό και άγονο έδαφός του, τη θάλασσά του και τ’ ακρογιάλια του, που είναι τόσο πρόσφορα για το ναυτικό και την αλιεία και από άλλους γνωστούς ή αγνώστους παράγοντες. Αναμφισβήτητα όμως, σε όλη τη διαδρομή της ιστορίας του, από την ίδρυσή του, την εποχή του Κιλίτς πασά μέχρι σήμερα, σπουδαιότατη επίδραση εις την οικονομία του και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των κατοίκων της είχε και έχει ο ψηλός, ο απόκρημνος, ο μεγαλειώδης Κέρκης.

   Όλοι βέβαια οι Σαμιώτες τον ξέρουν τον Κέρκη. Περισσότερο όμως οι Μαραθοκαμπίτες και οι άλλοι κάτοικοι των χωριών, που βρίσκονται πάνω του ή κοντά του. Ως κυνηγοί, υλοτόμοι, βοσκοί η εκδρομείς και προσκυνηταί στα παλαιά και δυσπρόσιτα εξωκλήσια και μοναστήρια του, από λίγο ως πολύ τον έχουν επισκεφθεί και τον αγαπούν σα βουνό δικό τους. Σε πολλούς μάλιστα είναι τόση η επίδραση του βουνού αυτού στη ζωή τους, που λες και τον θεωρούν σαν κάτι δοσμένο από τον Θεό για να τους προστατεύει, ή να τους εκδικιέται πότε-πότε με τις καιρικές ακρότητές του, στη μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού, ή στις παγερές ημέρες του χειμώνα.

   Τέτοιο στοιχείο, που είναι ο Κέρκης, δεν μπορεί παρά να σαγηνέψει, να κάνει λάτρεις και σκλάβους του, όσους έτυχε να είναι πιο κοντά του, ή να είναι φτιαγμένοι από τη φύση έτσι, ώστε να τους συνεπαίρνει ψυχικά το ύψος του, η αγριότητά του, το ηρωικό του ύφος.

   Ένας απ’ αυτούς στάθηκε και ο Δημήτριος Αλ. Χίου, ο Μήτσος με τ’ όνομα, το παλληκάρι. Γεννήθηκε το 1910 στο Μαραθόκαμπο. Ως μαθητής ήταν άριστος και στο Δημοτικό και στο γυμνάσιο του Βαθιού κατόπιν. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Φυσική και υπηρέτησε για λίγο καιρό καθηγητής στο γυμνάσιο Ξάνθης. Τον Ιανουάριο του 1941 σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά στ’ Αλβανικά βουνά.

   Στα τελευταία πενήντα χρόνια ο Μαραθόκαμπος, καθώς και πολλά άλλα χωριά της Σάμου, έχει να επιδείξει πολλά άλλα ονόματα που αναδείχτηκαν στο νησί μας, ή και σε όλη την Ελλάδα, στην επιστήμη, στην εκκλησία, στην παιδεία, στις τέχνες και στους Εθνικούς αγώνες. Στην κορυφή όλων αυτών βρίσκεται, φυσικά το όνομα του Πατριάρχη Δαμιανού. Αλλά και αυτού, όπως και των περισσοτέρων άλλων, χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν η μαχητική διάθεση και ικανότητα. Έχοντας βοηθό του τον επίσης εξαιρετικό άνθρωπο και επιστήμονα Γεώργιο Καρατζά, τα έβγαλε πέρα με τις δολοπλοκίες της Πύλης, εξέπληξε την Αγγλική διπλωματία και έκαμε τους λογιών λογιών αλλόφυλους χριστιανούς της Παλαιστίνης να σεβαστούν και Κείνον και τα δικαιώματα των Ελλήνων Ορθοδόξων στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων.    

        Παρόμοιες ικανότητες και ανάλογες αρετές έδειξαν στο παρελθόν καθώς και στα νεότερα χρόνια και αρκετοί άλλοι Μαραθοκαμπίτες, των οποίων τη δράση ευχής έργο θα είναι να ευρεθούν οι αρμόδιοι να εξιστορήσουν.

      Πάντα όμως κοντά σ’ όλους αυτούς και σε εξέχουσα θέση, πρέπει να είναι και το όνομα του Μήτσου.

   Τα χρόνια ζωής και δράσης του Χίου ήταν λίγα μα πλούσια σε αποτελέσματα. Θα επιχειρήσω να δώσω λίγες, αλλά χαρακτηριστικές εικόνες απ’ τη ζωή του με τη συνείδηση ότι εκτελώ ένα ηθικό χρέος.

   Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, γύρω δηλαδή στα 1930, εκεί κάτω στο μικρό κάμπο του χωριού, κοντά στο ήμερο ακρογιάλι του Αγριλιώνα, ένας νέος με γερό και δεμένο σώμα, όμορφος, ηλιοκαμένος και σχεδόν ολομόναχος, είχε ριχτεί στη δουλειά. Αυτό λίγοι το ξέρουν, γιατί λίγοι τον βλέπουν. Πότε ήρθε από την Αθήνα, που σπούδαζε, πότε έφυγε και πότε πάλι ξανάρθε, λίγοι τον είδαν. Από φυσικού του λιγόλογος, μακριά από κάθε κίνηση και επίδειξη, είχε βάλει ένα σκοπό μπροστά του. Να πάρει το πτυχίο οπωσδήποτε. Θα το πετύχει όμως; Τα οικονομικά μέσα δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό δουλεύει τη γη. Κάνει ότι μπορεί στα χωράφια του πατέρα και τα μεσημέρια, ή τα βράδια με το λυχνάρι, διάβαζε στο καλύβι του. Και με την πρώτη συγκομιδή, νάτος πάλι στην Αθήνα. Μα και αυτού πολύ λίγοι τον βλέπουν. Αποτραβηγμένος σε μια μικρή καμαρούλα, ή στις βιβλιοθήκες, ρίχνετε στη μελέτη και πάλι πίσω στη μάνα γη, που τον καλεί. Εκεί, κοντά στην ήσυχη αμμουδιά, στα πόδια του βουνού, που τόσο λαχταρά, αρχίζει πάλι τη δουλειά. Ώσπου ένα καλοκαίρι, παρατά την τσάπα, και σχεδόν με τα χώματα έρχεται στην Αθήνα για πτυχιακές εξετάσεις, παίρνει το πτυχίο του με άριστο βαθμό και χωρίς να μιλήσει, χωρίς ανάσα, τραβά κατ’ ευθείαν για τον Αγριλιώνα. 

   Είναι η εποχή των αδιόριστων καθηγητών και δασκάλων. Βλέπει πως ο διορισμός θ’ αργήσει να έρθει. Μα αυτό δεν τον στεναχωρεί. Θα βρει τώρα τον καιρό να χαρεί πιο καλά την ιερή δουλειά του γεωργού, να βάλει σε ενέργεια τα σχέδιά του για μια ριζική ανακαίνιση του πατρικού κτήματος δώδεκα περίπου στρεμμάτων και την εφαρμογή των μεθόδων της επιστήμης, να ψαρέψει στις Άσπρες πέτρες, να ανεβεί στον Κέρκη, να ζήσει κοντά του, μεσ’ στα σπλάχνα του και να κυνηγήσει στις πλαγιές του.  Τα κεφάλαια λείπουν βέβαια. Δεν λείπει όμως η θέληση, η καρδιά, η δύναμη και η αγάπη στη γη.

   Αρχίζει σχεδόν με το τίποτα. Ευτυχώς βρίσκει τον κατάλληλο σύντροφο. Ένα του παιδικό φίλο, που είχε τις ίδιες προτιμήσεις μ’ αυτόν, την ίδια ψυχή. Τον έκαμε σαν αδερφό και τράβηξε μπροστά. Μεγάλη, τεράστια προσπάθεια. Να αναπλάσουν το έδαφος με διάφορα μέσα, να εξασφαλίσει την κανονική άρδευση με μια μηχανούλα, που ήταν στο κτήμα τους. Να διοχετεύσει τα λιμνάζοντα νερά στη θάλασσα, που τα χώριζε απ’ αυτή μια λωρίδα γης ψηλότερη απ’ τα δικά του χωράφια, να φτιάσει θερμοσπορεία και φυτώρια, ν’ αγοράσει τους καλλίτερους σπόρους από την Αθήνα, να πολεμήσει τις αρρώστιες των φυτών, που ενδημούσαν στην περιφέρεια και όλα αυτά, για να βγάλει πολλά και πρώιμα λαχανικά, που εστερείτο η δυτική Σάμος.   

   Βουνό η δουλειά, βουνά οι υποχρεώσεις. Και όμως οι σκοποί του πραγματοποιήθηκαν σ’ ένα μεγάλο μέρος. Για την ανάπλαση του εδάφους εκτός από τ’ άλλα μέσα, χρησιμοποίησε πολύ δυο φυσικά υλικά, που τα είχε στη διάθεσή του. Τα φύκια της θάλασσας και την κοπριά από τις σπηλιές του Κέρκη, που χρησιμοποιούνται από τα παλιά χρόνια ως σήμερα σαν πρόχειρες στάνες από τους μετακινούμενους βοσκούς. Με μεγάλες προσπάθειες και κόπους ο Μήτσος την μετέφερε από τα απόκρημνα εκείνα μέρη και πλούτισε τα εξαντλημένα χωράφια του. Κοντά στα δικά του καλλιέργησε και πολλά γειτονικά χωράφια, που του έδιναν πια με μεγάλη προθυμία.

   Ο Κάμπος με το ζεστό κλίμα του αξιοποιήθηκε. Σε τρία-τέσσερα χρόνια ο Μαραθόκαμπος έγινε αυτάρκης από λαχανικά εκλεκτά και πρώιμα, που προηγούμενα δεν τα ήξερε. Πρώτα περίμεναν πότε θα φανεί ο Πυργιώτης ή ο Πλατανιώτης μανάβης με το γαϊδουράκι του, για να φαν μια καλή ντομάτα, ή ένα κουνουπίδι, ή ένα παντζάρι και τώρα όλα τα γύρω χωριά τροφοδοτούνται από το κτήμα του Χίου. Ακόμα και στο Καρλόβασι και στην Ικαρία στέλνει ο Χίου τα προϊόντα του. Αρκετοί άλλοι κτηματίες τον μιμούνται. Οι πιο παλιοί σταυροκοπιούνται. Ποτέ δεν εφαντάζονταν ότι ο κάμπος, που ήξερε μόνο το σιτάρι και το σουσάμι, θα πρασινίσει έτσι, θα γίνει σωστό περιβόλι.

   Τα διδάγματα είναι πολλά και που δεν είναι της ώρας αυτής να τ’ αναφέρω όλα. Θα τονίσω μόνο το πιο σπουδαία, το ηθικό δίδαγμα, που άλλαξε κυριολεκτικά των γραμματισμένων νέων του χωριού μας. Με το παράδειγμά του έδειξε ότι, το να δουλεύει τη γη δεν είναι αναξιοπρέπεια, είναι τίμια δουλειά. Και άλλοι βέβαια εγγράμματοι πριν απ’ το Μήτσο ασχολήθηκαν με την γεωργία. Ο φιλοπρόοδος έξαφνα Παπα-Χαρακας άφησε και κείνος εποχή. Το όνομά του ανέφερνε ως προχθές ακόμα στις διδασκαλίες του ο πατέρας της Γεωπονίας στην Ελλάδα Σπύρος Χασιώτης. Ο μακαρίτης επίσης γιατρός Στέλιος Κωνσταντινίδης κινούσε την περιέργεια και την εκτίμηση των χωριανών με την αγάπη του στις γεωργικές ασχολίες την κτηνοτροφία, την απέριττη εμφάνισή του και τον αλτρουϊσμό του. Επίσης και άλλοι σύγχρονοί μας ρίχθηκαν με ζήλο στην καλλιέργεια των κτημάτων τους, αλλά όχι τόσο συστηματικά και με τέτοια αποτελέσματα σαν το Μήτσο, που ήταν νέος και είχε μεγάλη επίδραση στη νέα γενιά. Γι’ αυτό λέμε ότι η προσπάθειά του ήταν ένας σταθμός μετά τον Παπά-Χάρακα.  

   Κάποτε, μιάν άνοιξη, το μποστάνι του σ’ ένα  μεγάλο ξερικό χωράφι  μόλις βγήκε άρχισε να κιτρινίζει και φανερό ήταν πως θα χανόταν. Αιτία, η αχώνευτη κοπριά που κατ’ ανάγκη είχε βάλει. Τι να γίνει, έλεγαν οι γύρω του, θεραπεία δεν υπάρχει. Ο Μήτσος όμως πήρε την απόφαση. Θα ανοίξει πηγάδι να το ποτίσει. Μα το έδαφος ήταν δύσκολο και το νερό βαθιά. Αρχίζει τη δουλειά με το φίλο του. Δουλεύουν τρία μερόνυχτα συνέχεια χωρίς να κοιμηθούν. Το νερό βρέθηκε και το πότισμα πέντε ολόκληρων στρεμμάτων έγινε αμέσως και συνεχώς με τον ντενεκέ, για να χωνέψει η κοπριά, να σωθεί το μποστάνι. Και σώθηκε. Το χωριό γέμισε διαλεχτά καρπούζια και πεπόνια. Αυτό θα πει θέληση και επιμονή.

   Ο Μήτσος είχε δώσει τη μάχη της γης και νίκησε, όπως βγήκε νικητής και στον αγώνα για το πτυχίο του.

   Η αγωνιστική του όμως διάθεση, η δυναμικότητά του και η ροπή του για τα δύσκολα, τα επικίνδυνα και τα μεγάλα έργα δεν εξαντλείται μ’ αυτά. Πάνω του έχει το βουνό, που τον τραβά σαν μαγνήτης. Ο Κέρκης είναι η αδυναμία του. Όχι μονάχα για κυνήγι. Όταν το χειμώνα το βουνό κουκουλώνετε με την άσπρη κάπα του και ο βοριάς λυσσομανά, ο Μήτσος αφήνει τη θαλπωρή του εξοχικού σπιτιού, τις δουλειές του όλες, τις μελέτες του. Πηγαίνει να τον ανταμώσει. Θέλει να χωθεί μεσ’ τα χιόνια του, να πατήσει τις κορφές του, να κοιμηθεί μεσ’ στις μυστηριώδικές και απρόσιτες σπηλιές του, με τους περίφημους σταλακτίτες τους. Όλα του μιλούν, όλα σα να τον καλούν στην παγερή συντροφιά. Κίνητρο άραγε να ήταν η επιστημονική του περιέργεια, ή ο φυσικός, ο ακατάλυτος δεσμός μας με τη φύση, την αρχική ύλη, τη μάνα γη; Μέρες ολόκληρες μένει επάνω μόνος, ή με τον αδερφικό του φίλο και κατεβαίνει ικανοποιημένος, ξαναγεννημένος, σαν απολυτρωμένος ύστερα από τέλεση θρησκευτικής μυστικής τελετής.

   Η αγάπη του αυτή τον οδηγεί στην ίδρυση της «Δασοφίλου Ενώσεως» για να σώσει τα δάση, που κάθε χρόνο γινόταν στάχτη από τις συχνές πυρκαγιές. Σύλλογοι στα χαρτιά υπάρχουν παντού. Μα αυτός ήταν σύλλογος ψυχών και θελήσεων. Ο Μήτσος στράφηκε στους νέους. Πως τους ενθουσίασε, πως τους μετέδωσε τη θέλησή του για το γλυτωμό των δασών, είναι περίεργο. Οι καμπάνες χτυπούν. Φωτιά στο μαύρο στεφάνι. Οι κάτοικοι όμως δεν ανησυχούν όπως άλλοτε. Ξέρουν ότι η φωτιά θα σβήσει. Οι νέοι όπου κι αν βρεθούν, τρέχουν μόνοι τους με τα σύνεργα στο χέρι, χωρίς ειδοποίηση, χωρίς προσταγή. Ανεβαίνουν τον ανήφορο πετώντας, γιατί ξέρουν πως εκεί επάνω θα βρουν τον αρχηγό τους, το φίλο τους το Μήτσο, να παλεύει με τις φλόγες μεσ’ στο καιόμενο δάσος με μανία με υπεράνθρωπη δύναμη. Και θέλουν όλοι να τον μιμηθούν. Η φωτιά δαμάζετε. Τα γειτονικά δάση γλυτώνουν.

   Έτυχε να ιδώ το Μήτσο ένα βράδυ, τη γλυκιά ώρα του δειλινού στον Αγριλιώνα να παρατά ξαφνικά την τσάπα, να ντύνεται βιαστικά, χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα του ύστερα από τη συνεχή δουλειά του απογεύματος και να τραβά βιαστικός  προς τα επάνω, γιατί σκάβοντας είδε ύποπτο καπνό στο βουνό. Πήγαινε να δώσει τη μάχη της φωτιάς.

   Πολλοί θαυμάζουν τον λεβεντονιό. Οι άβουλοι, οι αδύναμοι, οι άνθρωποι που μετρούν και υπολογίζουν τα πάντα, μένουν εκστατικοί. Φυσικά δε λείπουν και οι μίζεροι και κακόλογοι. Μα τι μπορούν να κάμουν;

   Και η πατρίδα; Το επίσημο κράτος; Κάποτε θυμάται πως είναι καθηγητής αδιόριστος και επί τέλους τον διορίζει στη Ξάνθη. Χαρά και λύπη μαζί. Ο Μήτσος θ’ αφήσει τον Αγριλιώνα του, τον Κέρκη του, τ’ όμορφο ακρογιάλι, που τόσο τ’ αγάπησε και τα έζησε. Η ζωή του θα πάρει άλλη τροπή.

   Στο μεταξύ γνωρίστηκε με την κόρη του καθηγητή Γ. Καρατζά, που στάθηκε φίλος, θαυμαστής και υποστηρικτής του και την πήρε. Κι ο γάμος του αγνός σαν την ψυχή του και το αίσθημά του σαν το άρωμα του θυμαριού και του πεύκου, που ανέπνεε από μικρό παιδί.

   ---Μα να, η ώρα η τραγική εσήμανε. Ακούστηκε η παράλογη και γελοία απαίτηση του Ιταλικού φασισμού. Και στη στιγμή, μαζί με όλους τους Έλληνες είπε και ο Μήτσος το όχι του, με έργα πάντα, με παλληκαριά, με λύσσα. Έφεδρος Ανθυπολοχαγός στα Αλβανικά βουνά. Απλά, σα φαντάρος ντυμένος, έχει κατά σύμπτωση στη διμοιρία του αρκετούς παιδικούς φίλους, με κείνους που έδινε τις μάχες της φωτιάς στον Κέρκη. Τα χιόνια, οι απόκρημνες χαράδρες, όλα του φέρνουν στο νου την παλιά του ζωή, τους ειρηνικούς αγώνες. Είναι κι αυτή εδώ μια συνέχεια. Πόλεμος ενάντια στο κακό και τη βία, μάχη για την πρόοδο τη λευτεριά, την ειρηνική ζωή. Από τη φύση του ζυμωμένος με τις αληθινές δημοκρατικές αρχές, γίνεται ένα με τους φαντάρους του, τους ενθουσιάζει, τους μεταδίνει την πατριωτική φλόγα, που τους κάνει όλους ανίκητους, ατρόμητους αητούς με τα γαμψά νύχια τους μπηγμένα στις πλαδαρές σάρκες των Ιταλών φασιστών. Σε κάθε επικίνδυνη επιχείρηση, η κάθε αρπαγή φυλακίου, ο Μήτσος είναι απ’ τους διμοιρίτες, που προτιμούνται. Και πάντα βγαίνει νικητής.

   Το μεθύσι όμως του πολέμου είναι βαρύ. Δε λογαριάζει κινδύνους, δε σκέφτεσαι το εχθρικό βόλι. Παλεύει σαν τον Διγενή με το χάρο, μα νικιέται. Μια εχθρική σφαίρα τον ρίχνει κάτω νεκρό. Σκοτώνεται το παλληκάρι στα άνθος της νεότητός του, γεμάτος ομορφιά και γενναιότητα. Γεμάτος από ωραία ιδανικά. Δυνατός στη ψυχή και στο σώμα. Καλός κ αγαθός, όπως έλεγαν οι αρχαίοι.

   ….Από τις όμορφες πλαγιές του Φτεριά και τις ψηλές κορφές του Κέρκη συχνά ένα βουητό κατεβαίνει με το βοριά. Ένα σφύριγμα άγριου πουλιού ακούγεται. Θα είναι το κλάμα και ο θρήνος τους για το χαμό του Μήτσου.              

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο