Παιδικές αναμνήσεις Της Πέννυ Γρυδάκη-Χατζηνικολάου. Δασκάλας.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ / Αλβανικό μέτωπο 1940: Έπος ή ταξική αντιπαλότητα; |  Αυγή

                              Παιδικές αναμνήσεις                                                                                  Της  Πέννυ Γρυδάκη-Χατζηνικολάου.                                                                                 Δασκάλας.

   Απ’ τις διηγήσεις του αείμνηστου πατέρα μου Ανδρέα Ι. Γρυδάκη

   Κάθε φορά που η πατρίδα μας γιορτάζει την επέτειο του «ΟΧΙ» που βροντοφωνάξαμε στους Ιταλούς το 1940, μου έρχονται στο νου οι διηγήσεις του πατέρα μου μου μένουν ανεξίτηλες κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε.

   Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος του 1940, ανάμεσα στους στρατεύσιμους που κλήθηκαν να προτάξουν τα στήθη τους ενάντια στον εχθρό ήταν και ο πατέρας μου, στην ηλικία των 31 ετών. Ήμουν πολύ μικρό παιδάκι τότε, και – καθώς μου έλεγε αργότερα - η μητέρα μου με έβαζε να γονατίζω και να προσεύχομαι για την καλή τύχη του πατέρα μου στον πόλεμο.

   Αμυδρά θυμάμαι να έρχονται στο σπίτι μας κάποιες γυναίκες κάθε φορά που η μητέρα μου λάμβανε γράμμα από το μέτωπο, για να μάθουν νέα. Είχαν και εκείνες κάποιον δικό τους στρατευμένο εκεί ψηλά στην Αλβανία.

   Στο διάστημα των έξη μηνών που κράτησε αυτός ο άδικος πόλεμος, οι φαντάροι μας ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα και όσοι επέζησαν γύρισαν πίσω σε άσχημη κατάσταση αλλά με την ψυχή γεμάτη περηφάνεια γιατί έκαμαν το καθήκον τους.

   Όταν ήρθε ο πατέρας μου, το σπίτι μας γέμισε κόσμο για να τον καλωσορίσουν και να μάθουν τα περιστατικά του πολέμου από κείνον που τα είχε ζήσει σ’ όλο τους το μεγαλείο. Θυμάμαι ότι καθόμουν δίπλα του και με μεγάλη προσήλωση άκουγα τις διηγήσεις του ικανοποιώντας την παιδική μου περιέργεια για πράγματα άγνωστα και παράξενα για την ηλικία μου.

   Με τα πόδια γύρισαν κάποιοι φαντάροι μας από την Αλβανία ως την Αθήνα διασχίζοντας την χώρα μας από «Βορρά προς Νότον». Μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου. Ταλαιπωρημένος και με κρυοπαγήματα ως λάφυρο του πολέμου.

   Μέσα στις διηγήσεις του θυμάμαι να αναφέρει τον αείμνηστο ήρωα Δημήτρη Χίου ο οποίος πολέμησε παράτολμα και γενναία χωρίς να υπολογίζει τον κίνδυνο. Ήταν το παράδειγμα ήθους και παληκαριάς για όλους τους συμπολεμιστές του.   Επιστρατεύτηκε λίγους μήνες μετά το γάμο του αλλά η μοίρα του έγραψε να φύγει για τον πόλεμο χωρίς επιστροφή. Είναι κι αυτός ένας από τους ήρωες για τους οποίους μιλάμε εμείς σήμερα.

   Παρόλο τον ενθουσιασμό και την ορμή των στρατιωτών μας ενάντια στον εχθρό, η τύχη έγειρε με το μέρος των εισβολέων κι έτσι ως επακόλουθο ήρθε η Ιταλική κατοχή που τη θυμόμαστε με απέχθεια. Πρώτη τους ενέργεια ήταν να επιτάξουν όλα τα ωραία κτίρια προς χρήση τους και ότι άλλο τους χρειαζόταν επιβάλλοντας το φόβο και την καταπίεση. Θυμάμαι το φούρνο της γειτονιάς μου στα χέρια των Ιταλών και τη μυρωδιά από τα ιταλικά πανιότα (ψωμάκια) που έσπαγε τη μύτη των περαστικών πεινασμένων συγχωριανών μας.

   Θυμάμαι ακόμα ότι κανένας δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει στο χωριό τις απαγορευμένες από τον κατακτητή ώρες ούτε να βγει στην εξοχή. Στα αυτιά μου υπάρχει ακόμα ο ήχος από τις τουφεκιές των κατακτητών που ανελέητα σκότωναν αθώους. Από εχθρική σφαίρα έφυγε απτη ζωή ο δεκαενιάχρονος Μανόλης Σμαρδάς γιατί τόλμησε να ανέβει σε μια συκιά για να χορτάσει την πείνα του.

   Δεν έφτανε μόνο η  ιταλική κατοχή. Ακολούθησε πιο στυγνός και ανελέητος ο Γερμανός που σκόρπισε τη συμφορά και το πόνο στον περήφανο λαό μας, που εξ αρχής πρόβαλε αντίσταση  για τα καταπατημένα δίκαιά του.

   Ο νέος κατακτητής έκαμε αισθητή την παρουσία του με φυλακίσεις, φρικτά βασανιστήρια και εκτελέσεις που αποτελούν μια μελανή σελίδα στην ένδοξη ιστορία μας. Ανάμεσα στους φυλακισμένους των Γερμανών υπήρξε και ο πατέρας μου. Το κτίριο που σήμερα στεγάζεται το ιστορικό Αρχείο της Σάμου στο Βαθύ, ήταν τότε οι φυλακές.

   Εκεί μέσα διαδραματίστηκαν φρικτά γεγονότα. Από τον πατέρα μου έμαθα ότι εκεί βασανίστηκε ανελέητα και ο αείμνηστος αξιωματικός του στρατού μας, ο συγχωριανός μας Αριστείδης Αγγελινάρας που το όνομά του έμεινε στην ιστορία ανάμεσα στα ονόματα τόσων και τόσων ηρώων.

   Η μητέρα μου 9 φορές πήγε πεζή από το Μαραθόκαμπο στο Βαθύ για να επισκεφθεί τον πατέρα μου. Κάποια φορά βρίσκοντας μεταφορικό μέσο πήρε κι εμένα μαζί της που λαχταρούσα να τον δω. Ήταν λίγες οι μέρες μετά τον βομβαρδισμό του Βαθιού από τα εχθρικά αεροπλάνα γι’ αυτό θυμάμαι εκεί κοντά στο άγαλμα του λιονταριού, ακουμπισμένες στην άκρη του δρόμου κάποιες βόμβες που με εντυπωσίασαν και μου προκάλεσαν φοβία στην παιδική μου ψυχή.

   Μεγαλύτερη όμως φοβία μου δημιούργησε το πρόσωπο του Λούη. Αυτός ήταν ένας αλογομούρης δεσμοφύλακας που φρουρούσε την είσοδο της φυλακής με όλη τη σκληρότητα του κατακτητή στο πρόσωπό του.

   Όταν βλέποντας τον πατέρα μου στο διάδρομο της φυλακής έτρεξα να τον πλησιάσω ο Λούης με έσπρωξε και με εμπόδισε λες και η γερμανική δύναμη κινδύνευέ από ένα φοβισμένο παιδάκι που λαχταρούσε να αγκαλιάσει τον πατέρα του. Λίγο καιρό μετά την επίσκεψή μου για καλή μας τύχη, αποφυλακίστηκε ο πατέρας μου.

   Άρχισαν πάλι οι διηγήσεις του για τα περιστατικά της φυλακής, την καταπίεση των κρατουμένων και τα φρικτά βασανιστήρια.

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο