Ένα βράδυ αγωνίας το καλοκαίρι του 1944.

Κρατήσεις ξενοδοχείων,φτηνά δωμάτια,χαμηλές τιμές ξενοδοχείων - Hotels.com

            Ένα βράδυ αγωνίας το καλοκαίρι του 1944.

   Καλοκαίρι του 1944 περίοδος της δεύτερης κατοχής της Σάμου, της Γερμανικής. Και τότε όπως και τα προηγούμενα κατοχικά χρόνια για επισιτιστικούς κυρίως λόγους αλλά και για λόγους ασφάλειας μέναμε στον Κάμπο, και δεν ήμασταν οι μόνοι, όλα τα γύρω καλύβια μικρά μεγάλα για τους ίδιους λόγους ήταν γεμάτα.

   Βρισκόμασταν τότε σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι τα προηγούμενα χρόνια, κι αυτό γιατί είχαμε οργανωθεί καλύτερα, με τη φυγή στη Μ. Ασία ο πληθυσμός του νησιού είχε αραιώσει πολύ, και γιατί οι Γερμανοί, για δικό τους κυρίως όφελος, απ’ αυτά συντηρούταν κι αυτοί, επέτρεψαν το ψάρεμα και το ανταλλακτικό μικροεμπόριο με μικρά ιστιοφόρα στα γύρω νησιά.

   Κάποιος Γερμανός που υπηρετούσε τότε στον Όρμο ήταν τακτικός επισκέπτης μας στο Κάμπο, κάθε μέρα σχεδόν εκεί γύρω βρισκότανε, δε ξέρω αν εκτελούσε υπηρεσία για ζητιανιά, ή και τα δυο μαζί. Όσχα τον λέγανε, ζητιάνο του κάμπου τον βαφτίσαμε. Είχε πιάσει φιλίες μ’ όλους μας, επισκεπτόταν εναλλάξ όλα τα καλύβια και θέλεις από φόβο θέλεις από φιλοξενία του προσφέρνανε ότι μπορούσε ο καθένας, το κρασάκι πάντως με λίγο μεζεδάκι ήταν η αδυναμία του. Αλλά κι αυτός για να μας υποχρεώνει μας φιλοδώριζε με κουφετάκια ζαχαρίνης.

   Αυτός ήταν που έμεινε τελευταίος στον Όρμο, κι ευτυχώς που ειδοποίησε και  απομακρύνθηκαν οι κάτοικοι, ανατίναξε το λιμάνι και πήγε και παραδόθηκε στους αντάρτες στο Πλάτανο, το ίδιο άλλωστε έκανε κι ο διοικητής Καρλοβάσου και πολλοί άλλοι ακόμα.

   Ένα απόγευμα μας επισκέφτηκε ένα ζευγάρι, η κοπέλα ήταν απ’ το Μαραθόκαμπο, ήταν όπως λέγανε η κόρη της ρεμπέλενας, περισσότερα στοιχεία δεν έμαθα ποτέ, κι ο νέος ήταν ξένος τελείως άγνωστος. Κάθισαν μαζί μας στην αυλή, στη κληματαριά και μας ζήτησαν νερό κι αν έχουμε κάτι να βάλουν στο στόμα τους, είχαν τρεις μέρες να φάνε όπως μας είπαν. Κάτι βρέθηκε, και για μια στιγμή πηδώντας απ’ το πεζούλι ο Όσχας κι ένας ακόμα Γερμανός, με τα πιστόλια στα χέρια τους άρπαξαν και τους δυο και μαζί με τον πατέρα μου τους οδήγησαν στον Όρμο.

   Όλη εκείνη τη νύχτα απ’ την αγωνία μας δε κλείσανε μάτι με τη μάνα μου, οι Γερμανοί δεν αστειευόταν, δεν ήταν Ιταλοί, αυτοί δεν ξέρουν από φιλίες και γνωριμίες, ποιος ξέρει θα τον ξαναβλέπαμε τον πατέρα; Πολλά είχαμε ακούσει για τους Γερμανούς και πολύ φοβόμασταν. Απ’ το πρωί τη στηθήκαμε κοιτάζοντας τον δρόμο του Όρμου ίσως και φανεί να έρχεται. Το απόγευμα ήρθε επιτέλους, μας είπε ότι μετά από μια εξαντλητική ανάκριση, που τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν τα ίδια, τον ελευθέρωσαν, τους άλλους δυο ούτε τους είδε. Σε μια δυο μέρες εμφανίστηκε και ο Όσχας με τη ζαχαρίνη του και σα να μη συνέβη τίποτα απολύτως, ήπιε το κρασάκι του έφαγε το μεζεδάκι του, είπαν όπως πάντα μερικές κουβέντες στ’ αγγλικά με τον πατέρα μου χωρίς να γίνει λόγος για το γεγονός.

   Μετά την κατοχή κάποιο καλοκαίρι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εμφανίστηκε στο Μαραθόκαμπο η κόρη της ρεμπέλενας, ήρθε κι έμεινε σ’ ένα σπιτάκι που νοίκιασε στη γειτονιά μου. Της θύμισα το γεγονός και μου είπε ότι ο νεαρός ήταν κατάσκοπος και από εκείνο το απόγευμα ούτε τον είδε ούτε έμαθε κάτι ποτέ γι’ αυτόν. Την ίδια την πήγαν στην Αθήνα κι έμεινε φυλακισμένη μέχρι την απελευθέρωση.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο