Μια περιπέτεια το καλοκαίρι του 1949.

Visit Greece | Σάμος
                Μια περιπέτεια το καλοκαίρι του 1949.
Καλοκαίρι του 1949, ο εμφύλιος στη Σάμο βρισκόταν στο αποκορύφωμά του.
Οι επιχειρήσεις είχαν εντατικοποιηθεί, τα μικρά χωριά είχαν εκκενωθεί κι ο μπλόκος στα μεγάλα ήταν αυστηρός. Εμείς η παρέα, παιδιά τότε, βλέπαμε κάτω τη θάλασσα ξαπλωμένη, ήσυχη και γαλήνια και λαχταρούσαμε το κολύμπι, να τσαλαβουτήσουμε, όπως τα προηγούμενα καλοκαίρια. Κάτι έπρεπε να γίνει, δεν κρατιόμασταν, κάποιος τρόπος έπρεπε να βρεθεί να ξεφύγουμε απ’ τον μπλόκο και τελικά τον βρήκαμε.
Απ’ τα περιβόλια πίσω απ’ Γυμνάσιο, αθέατοι μέσα απ’ την  πυκνή βλάστηση, κατεβαίναμε απ’ το ρέμα του κουρούμπλη στον αμαξιτό δρόμο που περνά κάτω απ’ το χωριό κι ελεύθεροι πια, πάντα προσεκτικά, τραβούσαμε για τον κάμπο ή τον Όρμο. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος, τώρα τα θυμάμαι κι ανατριχιάζω, έφτανε μόνο μια χειροβομβίδα από πάνω απ’ το φυλάκιο του Κονταράτου μέσα στη ρεμματιά απ’ όπου περνούσαμε για να μη μείνει κανένας μας. Τότε όμως ποιος τα λογάριαζε αυτά, που μυαλό να σκεφτούμε τον κίνδυνο.
Τρεις φορές πήγαμε όλες κι όλες, τη δεύτερη φορά αν θυμάμαι καλά, ήμασταν τρεις κι εκεί κάπου στην αρχή της παρακαμπτηρίου, στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων που δεν υπήρχε τότε, ανεβήκαμε σε μια μυγδαλιά να φάμε μύγδαλα. Φαίνεται όμως ότι πολύ ξεφαναρίσαμε, κάποια κίνηση είδαν απ’ το φυλάκιο της Παναϊτσας και μας έριξαν, δεν κατεβήκαμε γκρεμιστήκαμε, ευτυχώς σώοι.
Η τρίτη και τελευταία φορά ήταν η πιο δραματική, η πιο επικίνδυνη, τρίτη και φαρμακερή που λένε. Με το φίλο μου τον Γιάννη, πάντα απ’ το ίδιο μονοπάτι, κατεβήκαμε στον Όρμο, κολυμπήσαμε και το μεσημέρι κινήσαμε για το χωριό. Έπρεπε να ήμαστε παρόντες στο μεσημεριανό φαγητό. Όταν χωρίς μεγάλες προφυλάξεις περάσαμε τις στροφές του δρόμου και φάνηκε το χωριό, στο ίσωμα που λέγανε τότε, ακούσαμε απ’ το χωριό πολυβόλο ενώ βλήματα έπεφταν γύρω μας. Φοβηθήκαμε, γυρίσαμε πίσω τρέχοντας, μας έκρυψαν οι λόφοι και φτάσαμε στον Όρμο. Τώρα πως γυρίζουμε στο χωριό;
Ευτυχώς που γνώριζα πολύ καλά την περιοχή. Με προσοχή τραβήξαμε προς τον κάμπο, φτάσαμε στο διχαλόρεμα, πήραμε τον ανήφορο κι αθέατοι πίσω απ’ τους λόφους και την βλάστηση βγήκαμε στον αμαξιτό δρόμο και φτάσαμε μέχρι τη στροφή κάτω απ’ τη βρύση του πλουμέτη, εκεί η απόσταση απ’ το φυλάκιο του Κονταράτου ήταν μικρή και δεν υπήρχε περίπτωση να πυροβολήσουν δυο άοπλα παιδιά. Εκεί βάλαμε τα χέρια πίσω και προχωρούσαμε με βήμα περιπάτου, ο σκοπός που μας έβλεπε δεν ενοχλήθηκε, μόνο όταν φτάσαμε κοντά του και περνούσαμε δήθεν αδιάφοροι μας φώναξε.
-- Για ελάτε εδώ εσείς, από πού έρχεσθε;
-- Μέχρι εκεί πέρα πήγαμε μια βόλτα και γυρίζουμε.
-- Κι εγώ που ήμουνα όταν περάσατε;
Βγήκε κι ένας υπενωμοτάρχης, τα ίδια λέγαμε και σ’ αυτόν, τελικά μας πήρε και μας οδήγησε στην Αστυνομία που βρισκόταν εμπρός στο δημοτικό σχολείο, το κατοπινό νηπιαγωγείο που κάηκε. Πίσω απ’ το γραφείο που μας πήγε καθόταν ένας αξιωματικός που μόλις τον είδα ανάσανα. Μ’ αυτόν τα απογεύματα καθόταν ο πατέρας μου, που αγάπαγε το κρασάκι και τα κοπανούσανε στο ταβερνάκι του Αλέξανδρου, παρόμοιος θα ήταν κι αυτός.
-- Για ελάτε, πως λέγεστε;
-- Είπαμε τα ονόματά μας.
-- Ο Τζώρζης ο Αμερικάνος τι σου είναι; Έτσι ξέρανε τον πατέρα μου στο χωριό.
-- Πατέρας μου είναι.
-- Έλάτε πέστε μου τώρα που είχατε πάει; Από πού ερχόσασταν;
Με τον τρόπο και την ηρεμία που μας μίλησε πήραμε θάρρος και του διηγηθήκαμε ολόκληρη την περιπέτειά μας, μας άκουσε, μας ανέπτυξε τους κινδύνους που διατρέχαμε και μας έδιωξε με την εντολή το επικίνδυνο αυτό εγχείρημα να μην επαναληφτεί ξανά, μη σας συμβεί ότι το χειρότερο. Δε χρειάστηκε όμως, γιατί τα γεγονότα της 20ης Ιουλίου σημείωσαν το τέλος του εμφυλίου της Σάμου.
Από τότε ο φίλος μου ο Γιάννης κάθε φορά που βρισκόμασταν μου έλεγε: «Ας μην ήσ’να τ’ Τζώρζη τ’ Αμιρικάν ου γιός κι ακόμα θα μας δέρνανι».

Κάμπος Μαραθοκάμπου 20 – 7 – 2020.
Ευάγγελος Γ. Κιλουκιώτης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο