Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ .

Αποτέλεσμα εικόνας για Κολόνα της Σάμου φωτο
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ .
Η Σάμος είναι το 8ο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας, με έκταση 477,395 Km2.  Βρίσκεται στο ανατολικό Αιγαίο και χωρίζεται απ’ τις μικρασιατικές ακτές της αρχαίας Ιωνίας, όπου γεννήθηκε και άνθησε ο ελληνικός πολιτισμός, με τον επταστάδιο πορθμό πλάτους 1650 περίπου μέτρα, Η θέση της πάνω στους θαλάσσιους δρόμους που ενώνουν το βόρειο με το νότιο Αιγαίο και τον Εύξεινο με την ανατολική Μεσόγειο έπαιξε σημαντικό ρόλο για την εξέλιξή της.
Κατά την παλαιοντολογική περίοδο, έζησαν στο νησί μεγαθήρια και πολλά άλλα είδη ζώων εκείνης της περιόδου. Τα απολιθωμένα οστά τους που υπήρχαν  στην περιοχή των Μυτιληνιών, συνετέλεσαν στη δημιουργία πολλών μύθων κατά την αρχαιότητα και σήμερα πολλά κοσμούν τις προθήκες των παλαιοντολογικών μουσείων της Αμερικής και της Ευρώπης, κι άλλα βρίσκονται στο μουσείο των Μυτιληνιών της Σάμου που στεγάζεται στο Ίδρυμα Ζημάλη.
Ίχνη των πρώτων ανθρώπων που κατοίκησαν στη Σάμο εντοπίζονται στο λόφο του Κάστρου στο Πυθαγόρειο ήδη απ’ τους ύστερους νεολιθικούς χρόνους ακόμα (4η Χιλιετία π. Χ.) Οι άνθρωποι αυτοί ανήκαν σε πελασγικές φυλές που έφεραν και τη λατρεία της Ήρας. Κατά τη μυθολογία η Ήρα γεννήθηκε στις όχθες του ποταμού Ίμβρασου κάτω από μια λυγαριά, ιερό φυτό της Θεάς και θεωρήθηκε προστάτιδα θεά της Σάμου. Ιερό πουλί της Θεάς ήταν το παγώνι (ταώς) το οποίο συχνά εικονιζόταν σε σαμιακά νομίσματα. Στα νεότερα χρόνια, τα σύμβολα της Ήρας απεικονίσθηκαν στο θυρεό της ηγεμονίας Σάμου.
Κατά καιρούς η Σάμος είχε κι άλλα ονόματα, όπως Παρθενία, Ιμβρασία, Ανθεμίς, Δρυούσα, Πυτιούσα, Φυλλάς, Μελάμφυλλος και άλλα, που τα περισσότερα προερχόταν απ’ την πλούσια βλάστηση που διέθετε. Το όνομα Σάμος, που τελικά επικράτησε, όπως αναφέρεται, έχει φοινικική προέλευση και σημαίνει ψηλό τόπο.
Τους Πελασγούς διαδέχτηκαν οι Κάρες και οι Λέλεγες. Πρώτος μυθικός βασιλιάς της Σάμου υπήρξε ο Αγκαίος, ένας απ’ τους ήρωες της αργοναυτικής εκστρατείας, κι αυτός έχτισε τον πρώτο ξύλινο ναό της Ήρας και τοποθέτησε το ξύλινο ξόανο της θεάς. Στα μέσα του 6ου π. Χ. αιώνα την εξουσία κατέλαβε ο τύραννος Πολυκράτης και η Σάμος γνώρισε πολύ  μεγάλη ανάπτυξη στο εμπόριο και τη ναυτιλία, τα γράμματα και τις τέχνες. Επί των ημερών του Πολυκράτη έγιναν πολύ μεγάλα έργα, όπως ο ναός της Ήρας ο μεγαλύτερος του αρχαίου κόσμου, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, τα τείχη, το λιμάνι και το σπουδαιότερο  απ’ όλα, που θαυμάζεται απ’ ολόκληρο τον κόσμο, το υδραγωγείο, το γνωστό Ευπαλίνειο όρυγμα, μήκους 1036 μέτρων, που για να φέρουν νερό στην πόλη τρύπησαν το βουνό από τη μια πλευρά μέχρι την άλλη.
Κατά τους περσικούς πολέμους κατακτήθηκε από τους Πέρσες. Μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας όμως ελευθερώθηκε κι έγινε ισότιμο μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας. Όταν όμως προσπάθησε να αυτονομηθεί από την αθηναϊκή ηγεμονία, αθηναϊκός στρατός και στόλος, με αρχηγό τον ίδιο τον Περικλή την πολιόρκησε την υπέταξε και την κατέστρεψε. Κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π. Χ.) πολέμησε στο πλευρό των Αθηναίων. Το 129 π. Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι απογύμνωσαν το νησί από πολλούς θησαυρούς και καλλιτεχνήματα που άλλα έκλεψαν κι άλλα μετέφεραν στη Ρώμη. Την ίδια εποχή η Σάμος έγινε ενδιαίτημα μερικών ρωμαίων αυτοκρατόρων και άλλων αξιωματούχων. Αργότερα, τον 4ο μ. Χ. αιώνα περιήλθε στους βυζαντινούς, στους οποίους ανήκε μέχρι την κατάλυση της αυτοκρατορίας απ’ τους σταυροφόρους το 1204 μ. Χ. Η Σάμος δοκιμάστηκε από πολλές επιθέσεις και λεηλασίες από πειρατές Άραβες, Βενετούς, Τούρκους και άλλους επιδρομείς, διατήρησε όμως πάντοτε τον Χριστιανικό και ελληνικό χαρακτήρα της.
Περί το 1475 οι κύριοι της Σάμου Γενουάτες, μη έχοντας την δύναμη να την προστατέψουν, περιορίστηκαν στη Χίο τους οποίους ακολούθησαν πολλοί Σαμιώτες. Έτσι ο πληθυσμός αραίωσε πάρα πολύ με αποτέλεσμα η περίοδος αυτή μέχρι το 1565, ν’ αναφέρεται σαν ερήμωση του νησιού. Στα μέσα του 16ου αιώνα η Σάμος επανασυνοικίσθηκε απ’ τον Τούρκο ναυαρχο Κιλίτζ Αλή Πασά, με έλληνες - χριστιανούς από διάφορα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και τους απογόνους των παλιών κατοίκων της που είχαν μεταναστεύσει στη Χίο. Στους νέους οικιστές παραχωρήθηκαν ιδιαίτερα προνόμια, που θεμελίωναν μια μορφή αυτοδιοίκησης υπό την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Με το χρόνο ο πληθυσμός της αυξήθηκε και σχηματίσθηκαν τα σημερινά χωριά της, πολλά από τα οποία κράτησαν το όνομα του τόπου προέλευσης των πρώτων κατοίκων ή το όνομα της πρώτης οικογένειας, όπως π.χ. Βουρλιώτες, Μυτιληνιοί, Κοντέικα, Σκουρέικα κλπ. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και τα μεγάλα μοναστήρια της Σάμου, η Μονή της Παναγίας του Βροντά, η Μονή της Μεγάλης Παναγίας ή της Παναγίας των πέντε οσπητίων, η Μονή του Τιμίου Σταυρού, της Αγίας Ζώνης, της Ζωοδόχου Πηγής, του Προφήτη Ηλία και τελευταία της Νέας Ζωοδόχου Πηγής ή της Αγίας Τριάδος στους Μυτιληνιούς. Πρωτεύουσα του νησιού αρχικά ήταν η Χώρα, όπου είχε την έδρα της και η υποτυπώδης οθωμανική διοίκηση που αποτελούταν από τον βοεβόδα, τον καδή και λίγους στρατιώτες. Το νησί διοικούνταν από τους Μεγάλους Προεστούς που βρίσκονταν κοντά στο βοεβόδα και εκλέγονταν από τους Μικρούς Προεστούς, τους δημογέροντες των χωριών, οι οποίοι συγκροτούσαν κατ' έτος Γενική Συνέλευση.
Στα τέλη του 18ου αιώνα κατέφυγαν στη Σάμο αρκετοί Έλληνες από την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα. Το εμπόριο η ναυτιλία και οι επικοινωνίες που αναπτύχθηκαν έφερναν νέες ιδέες που διαδίδονταν, η Γαλλική Επανάσταση, επέδρασαν και στην κοινωνία της Σάμου. Έτσι αναπτύχθηκαν δυο παρατάξεις: οι δημοκρατικοί με προοδευτικές ιδέες οι Καρμανιόλοι όπως τους ονόμασαν, και οι συντηρητικών αντιλήψεων οι Καλικάντζαροι που ήταν οι προύχοντες, που κατείχαν και την εξουσία. Οι Καρμανιόλοι κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία απ’ τους Καλικάντζαρους το 1808-1812 και να εισαγάγουν νέους θεσμούς όπως την δικαιότερη φορολογία, την λογοδοσία των αρχόντων στην Γενική Συνέλευση και τον έλεγχος των Οθωμανών υπαλλήλων. Αρχηγός των Καρμανιόλων ήταν ο Λογοθέτης Λυκούργος, που είχε σπουδάσει και υπηρετήσει στην Κωνσταντινούπολη και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Στις 17 Απριλίου του 1821 επαναστάτησε στο Βαθύ ο Κωνσταντίνος Λαχανάς κι ακολούθησαν και τα υπόλοιπα χωριά. Ο Βοεβόδας και οι λίγοι τούρκοι φυγαδεύτηκαν στη Μικρά Ασία και στις 8 Μάιου την κήρυξε επίσημα ο αρχηγός Λογοθέτης Λυκούργος με τον Μητροπολίτη Κύριλλο και τους άλλους Καρμανιόλους, που ήταν μυημένοι στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας, στη πλατεία του Μεσαίου Καρλοβάσου.  Με γενικό Διοικητή λοιπόν τον Λυκούργο και την καλή οργάνωση που αυτός επέβαλε, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τρεις μεγάλες επιθέσεις του τουρκικού στόλου και να διατηρήσουν την ελευθερία τους μέχρι το τέλος. Το 1830, όταν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου αναγνωρίσθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, η Σάμος δεν περιελήφθη στα όριά του. Οι Σαμιώτες δεν αποδέχτηκαν αυτή την αδικία εις βάρος τους, ίδρυσαν την ανεξάρτητη "Σαμιακή Πολιτεία" και συνέχισαν τελείως μόνοι να αγωνίζονται για την ένωση με την Ελλάδα μέχρι το 1834. Τελικά οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν να αναγνωρισθεί η Σάμος αυτόνομη ηγεμονία υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης καταβάλλοντας σ' αυτήν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Η τελευταία συμφώνησε για το νέο καθεστώς της Σάμου και παραχώρησε προνόμια ώστε να γίνει αποδεκτό από τους κατοίκους.
Παρά τα προνόμια που παραχωρήθηκαν το ηγεμονικό καθεστώς επιβλήθηκε  τελικά με τη βία στη Σάμο το καλοκαίρι του 1834, οι πρωτεργάτες της επανάστασης του 1821 εξορίστηκαν και πολλοί Σαμιώτες υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Οργανικό χάρτη της Ηγεμονίας η διοίκηση του νησιού ασκούνταν από τον Ηγεμόνα, Έλληνα, χριστιανό ορθόδοξο, αξιωματούχο της Πύλης, διορισμένο από το σουλτάνο, και από τη Βουλή η οποία απαρτιζόταν από τέσσερες βουλευτές εκλεγόμενους από τους πληρεξουσίους των χωριών της Σάμου. Οι πληρεξούσιοι συγκροτούσαν κατ' έτος τη Γενική Συνέλευση και αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο την νομοθετική εξουσία. Η εσωτερική διοίκηση ανήκε στον Ηγεμόνα, τη Βουλή και τη Συνέλευση, ενώ ταυτόχρονα οργανώθηκαν όλες οι υπηρεσίες που απαιτεί ένα αυτόνομο κράτος. Πρώτος ηγεμόνας διορίσθηκε ο Στέφανος Βογορίδης, ο οποίος μέσω των αντιπροσώπων του διοίκησε τυραννικά. Οι Σαμιώτες επαναστάτησαν εναντίον του, το 1849, αξιώνοντας την απομάκρυνσή του και την τήρηση του Οργανικού χάρτη.
Από το 1851 και μετά τέθηκαν οι βάσεις μιας πιο ουσιαστικής αυτονομίας για τη Σάμο, με την εφαρμογή του Αναλυτικού χάρτη του 1850. Άρχισε να παγιώνεται το διοικητικό σύστημα, οργανώθηκαν δικαστήρια, συμβολαιογραφεία, ληξιαρχεία, ιδρύθηκαν σχολεία, άρχισαν να γίνονται δημόσια έργα και να κατασκευάζονται δημόσια κτίρια. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε οριστικά από τη Χώρα στο Λιμάνι του Βαθιού. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η Σάμος παρουσιάζει εξαιρετική οικονομική και πολιτιστική εξέλιξη. Αναπτύχθηκε πολύ το εμπόριο, η ναυτιλία, η βιομηχανία, ιδιαίτερα στους τομείς της βυρσοδεψίας, της καπνοβιομηχανίας, και της οινοποιίας. Ιδρύθηκαν τυπογραφεία και εκδόθηκαν βιβλία και εφημερίδες. Μεγάλη σημασία δόθηκε επίσης στην ανάπτυξη της παιδείας με τη δημιουργία σχολείων σε κάθε χωριό από το 1851-1852, του Πυθαγορείου Γυμνασίου και Ανωτέρου Παρθεναγωγείου από το 1855, Εμπορικής Σχολής στο Καρλόβασι αργότερα και Επαγγελματικής Σχολής στην πρωτεύουσα.
Υπό το ηγεμονικό καθεστώς η Σάμος έμεινε μέχρι το 1912, οπότε, ύστερα από επανάσταση με αρχηγό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα στις 11 Νοεμβρίου 1912.
Σ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, και στις αρχές του 20ου μέχρι το 1922 οι Σαμιώτες είχαν στενούς δεσμούς με τη Μικρά Ασία. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο νησί, συντελώντας στη διαμόρφωση της κοινωνικής του φυσιογνωμίας στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Το 1941 η Σάμος γνώρισε την κατοχή από ιταλικά στρατεύματα ενώ στα βουνά της αναπτύχθηκε ισχυρό αντιστασιακό κίνημα. Υπήρξε το πρώτο ελληνικό έδαφος που απελευθερώθηκε προσωρινά το Σεπτέμβριο του 1943 μέχρι το Νοέμβριο, οπότε δέχτηκε καταστροφικό βομβαρδισμό από τη γερμανική αεροπορία, και ξανακατακτήθηκε από τους Γερμανούς. Απελευθερώθηκε οριστικά τον Οκτώβριο του 1944. Από το 1946 μέχρι το 1949 γνώρισε τα δεινά του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου.
Μετά τον εμφύλιο η Σάμος άρχισε και πάλι να ανασυγκροτείται και να αναπτύσσεται. Στη δεκαετία του 1950 πολλοί Σαμιώτες μετανάστευσαν στην Αυστραλία, την Αμερική και τον Καναδά. Από τη δεκαετία του 1960 αρχίζει η τουριστική ανάπτυξη του νησιού που αναπτύσσεται με πολύ ικανοποιητικούς  ρυθμούς. Το 1987 ιδρύθηκε στο Καρλόβασι το Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Μνημεία του αρχαίου πολιτισμού της συναντά κανείς σήμερα στα αρχαιολογικά της μουσεία και σ' ολόκληρη την περιοχή από το Πυθαγόρειο μέχρι το Ηραίον, αλλά και σε άλλες περιοχές του νησιού. Η Σάμος διαθέτει επίσης Βυζαντινό - Εκκλησιαστικό μουσείο της Ι. Μητροπόλεως, δύο Ιστορικά Αρχεία (ένα κρατικό και ένα της Ιεράς Μητροπόλεως), Κεντρική Δημόσια Βιβλιοθήκη, Παλαιοντολογικό Μουσείο (Ζημάλειο Ίδρυμα Μυτιληνιών) και Λαογραφικό Μουσείο στο Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου "Ν. Δημητρίου".
Ο νεότερος πολιτισμός της Σάμου αποτυπώνεται στους παραδοσιακούς οικισμούς των χωριών της, στις καταπληκτικές εκκλησίες της, οι περισσότερες των οποίων είναι του 18ου και 19ου αιώνα, στα μοναστήρια της, στα εντυπωσιακά νεοκλασικά κτίρια των πόλεών της, στα εργοστάσια βυρσοδεψείων, στα καπνεργοστάσια και τις κρασαποθήκες τις λεγόμενες ταβέρνες, στην πρωτεύουσα, στο Κοκκάρι, στον Αγ. Κωνσταντίνο, στο Καρλόβασι, που δείχνουν και τις κυριότερες επιχειρηματικές δραστηριότητες των κατοίκων της.
Βοηθήματα:                                                                                                            Βακιρτζη Ι                Ιστορία της Σάμου                                                                         Σταματιάδη Επ.       Σαμιακά                                                                         Χρίστος Λάνδρου      Δημοσίευση Ιστορίας της Σάμου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο