Εκλογές στο Μαραθόκαμπο κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας.

Σχετική εικόνα

Εκλογές στο Μαραθόκαμπο κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας.

Κατά την περίοδο της ηγεμονίας, η Σάμος αυτοδιοικούταν, είχε δική της βουλή και τοπική αυτοδιοίκηση και υπήρχαν και τότε τα κόμματα και οι κομματάρχες που αλληλοτρωγότανε την περίοδο των εκλογών.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ηγεμονικής περιόδου υπήρχαν δυο κόμματα, δυο φατρίες στο Μαραθόκαμπο. Το κάτω κόμμα το παλιό, τα παλιοκάραβα, όπως περιφρονητικά τους αποκαλούσαν οι αντίπαλοί τους και το πάνω κόμμα.

Οι οπαδοί του κάτω κόμματος, είχαν στα χέρια τους ολόκληρο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο του χωριού, όλα σχεδόν τα ιστιοφόρα, πολλά κτήματα κι ήταν οικονομικά πανίσχυροι. Έδρα τους είχαν τη λάκα.

 Πέντε ήταν οι ιδρυτές του πάνω κόμματος, ήταν όλοι τους μορφωμένοι, με το ίδιο όνομα, Δημήτρης και ήταν ο Δ. Νικολής δικηγόρος, ο Δ. Κώνστας αρχαιολόγος, γυμνασιάρχης κι αρχηγός του κόμματος, ο Δ. Γιαγάς, παλιός αξιωματικός της χωροφυλακής, ο Δ. Πσπαεμανουήλ, κατόπιν ειρηνοδίκης και συμβολαιογράφος και ο Δ. Αυτιάς. Όλοι τους αυτοί ήταν απ’ το πάνω μέρος του χωριού, την «πανουρούα», εκτός απ’ τον Κώνστα που έμεινε στο κέντρο, κοντά στη λούγκα. Έδρα είχαν το Πουρνάρι.

Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι είχαν όλοι οι άνδρες από 21 ετών και άνω, με μερικές εξαιρέσεις και ψήφιζαν με μολυβένιο σφαιρίδιο. Η κάθε κάλπη ήταν ένα ντενεκεδένιο κουτί, χωρισμένο σε δύο, το δεξιό που εξωτερικά ήταν βαμμένο άσπρο κι έγραφε ΝΑΙ και το αριστερό που ήταν βαμμένο μαύρο κι έγραφε ΟΧΙ. Είχε μια μόνο τρύπα στο μέσο με χαονωτό σωλήνα, απ’ όπου ο ψηφοφόρος έβαζε το χέρι του για να ψηφίσει, χωρίς να μπορεί να γίνει αντιληπτό σε ποιό διαμέρισμα έριχνε το σφαιρίδιο.

Ο κάθε υποψήφιος είχε τη δική του κάλπη, ο ίδιος ή ο αντιπρόσωπός του έδινε στον ψηφοφόρο ένα σφαιρίδιο, το οποίο το έδειχνε κρατώντας το στα δυο δάχτυλα για να φανεί ότι δεν κρατάει άλλο και το έριχνε στη κάλπη, ψηφίζοντας τον υποψήφιο, στο άσπρο, ή καταψηφίζοντάς τον στο μαύρο. Από εδώ προήλθε και η έκφραση που συνήθως λέγεται για τους χαμένους, τον μαύρισαν. Ο κάθε ψηφοφόρος μπορούσε να ψηφίσει, ή και να καταψηφίσει, να μαυρίσει δηλαδή, όλους τους υποψήφιους.

Οι κουμπαριές των υποψηφίων άφθονες. Τότε με τα πολλά παιδιά δεν ήταν εύκολο να βρεθεί νονός και το ρόλο αυτό, για να εξασφαλίσουν κουμπάρους και ψήφους, τον αναλαμβάνανε συνήθως οι υποψήφιοι. Αυτό γινόταν μέχρι και πριν μερικά χρόνια και πολλοί καμάρωναν που είχαν κουμπάρο, ή νονό τον πολιτευτή ή το βουλευτή, ο οποίος τους θυμότανε μόνο στις εκλογές. Εκτός απ’ τις βαπτίσεις γινόταν και πολλά συνοικέσια, συμπεθεριά και στεφανώματα. 

Αλλά και οι διορισμοί και τα κάθε είδους ρουσφέτια έδιναν κι έπαιρναν, ιδίως κατά την εποχή της ηγεμονίας, που οι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι κι άλλαζαν με την αλλαγή της Κυβέρνησης. Τους απολυμένους τους λέγανε «παυσανίις». Παροιμιώδης έμεινε στη Σάμο η φράση του δάσκαλου Χαρίδημου Παράσχου, που καταφέρθηκε δημόσια κατά του κυβερνώντος κόμματος, προσθέτοντας στο τέλος, «τουπα κι ας μι παψ’ νι».

Τους ψηφοφόρους που οδηγούσαν οι υποψήφιοι να ψηφίσουν ομαδικά ήταν οι λεγόμενοι «κουφνάτ». Όσοι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, όπως οι άποροι και οι δικασμένοι, λεγόταν «σουβλ’», οι σταθεροί, οι πιστοί στο κόμμα λεγόταν «χτυπτοί» κι όσοι πήγαιναν απ’ το ένα κόμμα στο άλλο «μπάμια κι μπιγλέρ» ή «χαβιαρουμαχαίρις».

Οι φανατικοί όποιον ψήφιζαν φώναζαν «μπαμπάκ» ρίχνοντας στο άσπρο το σφαιρίδιο κι όποιουν καταψήφιζαν φώναζαν «κουρούνα», φανερώνοντας έτσι ποιόν ψήφισαν. Άλλοι έριχναν στο άσπρο με το δεξί χέρι και στο μαύρο με το αριστερό κι άλλοι το δάγκωναν και το έριχναν στο άσπρο, κάνοντας σημάδι κι αυτοί ήταν οι λεγόμενοι «δαγκωτοί ψήφοι», ή ο ψήφος «πήγε δαγκωτός».

Μετά τα αποτελέσματα οι χαμένοι, υποψήφιοι και οπαδοί τους χανόταν και οι κερδισμένοι έπαιρναν τους επιτυχόντες στα χέρια και τους πήγαιναν στο καφενείο του κόμματος όπου επακολουθούσε ολονύκτιο γλέντι με έξοδά τους. Οι πιο ζωηροί και οι ενδιαφερόμενοι «για του π’λαβ’» οι «π’λαβ’τζήδες», που περίμεναν κανένα ρουσφέτι, για να δείξουν μεγαλύτερη αφοσίωση ξεχυνόταν στο δρόμο φωνάζοντας συνθήματα κάτω απ’ τα παράθυρα των αντιπάλων, τραγουδούσαν σκωπτικά τραγούδια και για περισσότερο σαματά χτυπούσαν τενεκέδες. Το ρουσφέτι δεν ήταν μόνο Σαμιακό προνόμιο, υπήρχε και θα υπάρχει σ’ ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο πολύ καλά ανεπτυγμένο. Προέρχεται απ’ το Τούρκικο ρουσφέτ και δεν πήραμε μόνο τη λέξη, αλλά και την πράξη την οποία βελτιώσαμε, την αναγάγαμε σε επιστήμη και την κουβαλάμε σαν προπατορικό αμάρτημα.

Τα κομματικά πάθη, ο φανατισμός και το μίσος ήταν πολύ ανεπτυγμένα, οι καυγάδες με ματσούκια, με μαχαίρια, ακόμα με κουμπούρες και γκράδες ήταν συχνοί.

Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 το πολεμικό Κανάρης έφερε στον Όρμο Μαραθοκάμπου χίλιους γκράδες κι άφθονες σφαίρες, για να κάνουν απόβαση οι Σαμιώτες στη Μικρά Ασία και να φέρουν αντιπερισπασμό στους τούρκους. Απ’ αυτούς οι εκατό έμειναν στο Μαραθόκαμπο. Ο πόλεμος όμως αυτός, όπως είναι γνωστό, είχε θλιβερό για την Ελλάδα τέλος, η απόβαση δεν έγινε ποτέ και οι γκράδες μείνανε για να αλληλοτουφεκιώνται οι Μαραθοκαμπίτες στις προεκλογικές περιόδους και να τουφεκούν στην ανάσταση.

Κατά τη προεκλογική περίοδο των δημοτικών εκλογών του 1904, ολόκληρη μάχη έγινε στη πλατεία της Λούγκας, με πραγματικά πυρά. Να πως περιγράφει την συμπλοκή αυτή ο Γιάννης Γιαγάς, στ’ απομνημονεύματά του που παιδί ακόμα, όπως γράφει την παρακολούθησε.

« Αρχίζει η προεκλογική κίνηση. Τη Κυριακή θα κάμουν και τα δυο κόμματα παρέλαση. Επίδειξη, αναμέτρηση δυνάμεως. Η κομματική παραφροσύνη, που λέγεται φανατισμός, είναι μεταδοτική. Τα κόμματα θα δείξουν τη δύναμή τους. Τα πρωτοπαλίκαρα επί κεφαλής. Οι κομματάρχες στα στρατηγεία τους. Το πάνω κόμμα ξεκινάει απ’ την Αγία Τριάδα. Είκοσι γραδοφόροι αρειμάνιοι μπροστά. Από πίσω ο όχλος. Το κάτω κόμμα απ’ τη Λάκα. Μπροστά το πρωτοπαλίκαρο, ο ομορφολεβέντης Μανόλης Μπασλής. Κοντά του ο Τσατσός και ο Ελένης  με τα τσόχινα σαλβάρια τους και άλλοι δίχως γράδες. Ο Μπασλής λένε πως έχει πιστόλι, περίστροφο. Η παρέλαση και του ενός και του άλλου, αντικειμενικό σκοπό έχει τη κατάληψη της κεντρικής πλατείας, της Λούγκας. Πρώτο φτάνει το πάνω κόμμα. Οι οπλοφόροι πιάνουν τα επίκαιρα σημεία, Μαλαγάνης, Στάθος, Παυλής, Αρετούλης. Οι καλλίτεροι σκοπευταί θα αποκρούσουν την επίθεση του Μπασλή. Η παρέλαση του κάτω κόμματος πλησιάζει. Ακούγονται τα ζήτω και αλαλαγμοί. Μπρος παιδιά, φωνάζει ο Μπασλής, θα τους σαρώσω με μια κλάρα και προχωρεί κρατώντας το πιστόλι στο χέρι. Πετάξτε τα τουφέκια, φωνάζει στο πάνω κόμμα ο Μπασλης και πρώτος αδειάζει το πιστόλι του ταμπουρωμένος στη γωνιά ενός τοίχου.

Η υπ’ αριθ 26 της 28 Μαρτίου 1904 ληξιαρχική πράξης αποβιώσεως αναγράφει απλώς τον θάνατον του Μανουήλ Μπασλή, επισυμβάντα την προηγούμενη μέρα.»

Από μαχαίρι νωρίτερα πήγε κι ο  Δημήτρης Γιαγάς, ένας απ’ τους αρχηγούς του πάνω κόμματος στις εκλογές του 1896, που τελικά αναβλήθηκαν γιατί έσπασαν την κάλπη. Να τι γράφει για το γεγονός αυτό ο Ι. Βακιρτζης στο βιβλίο του «Ιστορία της ηγεμονίας της Σάμου». «Εξαίρεσιν απετέλεσεν ο δήμος Μαραθοκάμπου, όπου συνήθως αι εκλογαί δεν διεξήγοντο αταράχως, την φοράν δε ταύτην οι αποτελούντες την μερίδα του όχλου εισελθόντες μετά ροπάλων εις τον τόπον της εκλογής έθραυσαν την ψηφοδόχον κάλπην και μετά τούτο επετέθησαν κατά των αρχηγών της πλειοψηφούσης μερίδος. Κατά την επακολουθήσασαν συμπλοκήν εφονεύθη πληγείς δια εγχειριδίου ο Δημήτριος Γιαουντής ή Γιαγάς. Ο φόνος ούτος έσχεν εις μεταγενέστερους καιρούς θλιβεράς συνεπείας.»


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο