Το κλάμα της Αγίας Κυριακής.

Εορτάζει στις 6-7 Ιουλίου το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής Μαραθοκάμπου -  Samos Voice
                Το κλάμα της Αγίας Κυριακής.
Οικισμός της Αγίας Κυριακής, είναι απ’ τους πιο παλιούς και σημαντικούς του Δήμου Μαραθοκάμπου. Κατοικείται από γεωργούς και κτηνοτρόφους και το όνομά του προέρχεται απ’ την ομώνυμη εκκλησία που υπάρχει εκεί.
Ο ασκητισμός κι ο μοναχισμός άρχισε ν’ αναπτύσσεται στη Σάμο και κυρίως στον Κέρκη, απ’ τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Αναφέρεται ότι λίγο πριν την ερήμωση του νησιού, μόνο στις νοτιοδυτικές περιοχές του Κέρκη, εδώ που βρίσκεται κι ο οικισμός, ζούσαν πεντακόσιοι περίπου μοναχοί και ασκητές και περί τους χίλιους σ’ ολόκληρο το υπόλοιπο νησί. Ζούσαν σε καλύβες, σπηλιές, τρύπες, αλλά και σε κοινόβια .
Κάθε Κυριακή μαζευόταν στη περιοχή της σημερινής Αγίας Κυριακής, που φαίνεται να ήταν εκεί η Μητρόπολη, για να λειτουργηθούν, να εξομολογηθούν, να κοινωνήσουν και παίρνοντας δύναμη, πήγαινε το βράδυ ο καθένας στο κονάκι του. Την συνάθροιση αυτή, την ονόμαζαν Κυριακό κι αργότερα, μετά τον εποικισμό, οι νέοι κάτοικοι στα θεμέλια παλαιότερης εκκλησίας έχτισαν την  εκκλησία της Αγίας Κυριακής απ’ όπου πήρε και το όνομα ο οικισμός.
Μέχρι πρότινος γύρω απ’ την εκκλησία αυτή διακρινόταν τα θεμέλια κελιών και λίγο παραπέρα υπήρχε κι άλλη αφιερωμένη στο Άγιο Γεώργιο.
Γιορτάζει  στις επτά Ιουλίου και παλιά, που ο κόσμος ασχολούταν με τη γη, ο οικισμός αλλά και οι γύρω περιοχές ήταν πυκνά κατοικημένες, υπήρχε ζωντάνια χειμώνα καλοκαίρι και στη Γιορτή της μαζευόταν πολύς κόσμος.
Με ζώα και με τα πόδια, ερχόταν ακόμα κι απ’ τους Δρακαίους και τους Κοσμαδαίους, πολλοί ξυπόλυτοι γιατί το είχαν τάμα αλλά και μερικοί ακόμα γιατί δεν είχαν παπούτσια.
Απ’ τον όρμο την παραμονή της γιορτής ξεκινούσαν πολλά πλοία, ιστιοφόρα τα περισσότερα την τότε εποχή και μετέφερναν τον κόσμο δωρεά για τη χάρη Της μέχρι τον Λιμνιώνα κι από εκεί ανέβαιναν τα 1600 περίπου μέτρα, πολλοί κι εδώ ξυπόλυτοι, με τα με τα πόδια.
Γινόταν καλό πανηγύρι, ο κόσμος τότε που δούλευε σκληρά, είχε ανάγκη τη ψυχαγωγία και σε κάτι τέτοια πανηγύρια μεγάλα και μικρά εύρισκε διέξοδο, τους δινόταν η ευκαιρία να διασκεδάσουν, να πιούν και να μεθύσουν, ν’ ακούσουν μουσική έστω κι από φάλτσες ορχήστρες, τα πετρελαιοκίνητα όπως τα έλεγαν, αλλά και να καυγαδίσουν. Μέρος του πανηγυριού ήταν ο καυγάς και το ξύλο, η σειρά του χορού ήταν συνήθως η αφορμή και δεν απόλειπαν σχεδόν από κανένα.
Δεν υπήρχαν τότε ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεοράσεις, ούτε άλλα μέσα ψυχαγωγίας που διαθέτουμε σήμερα. Τα λίγα γραμμόφωνα με δίσκους των 78 στροφών που διέθεταν μερικά καφενεία, μάλλον θόρυβο έκαναν.
Τα καφενεία που έστηναν το πανηγύρι ήταν συνήθως δυο, το ένα στη πλατειούλα και το άλλο παραδίπλα στο δρόμο, με δυο ορχήστρες, κομπανίες τις λέγανε τότε ή ζυγιές, καθένα τη δική του, χωρίς μεγάφωνα.
Το γλέντι άρχιζε μετά απ’ την αγρυπνία, διακοπτόταν το πρωί για τη λειτουργία και συνεχιζόταν μέχρι το βράδυ κι ακόμα παραπέρα όταν υπήρχε κέφι.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που σ’ ένα πανηγύρι, εκεί κοντά στο μεσημεράκι κι ενώ το γλέντι το φαγοπότι κι ο χορός είχαν ανάψει, κάποιες φωνές ακουστήκανε απ’ το μέρος της εκκλησίας, «τρέξ’τι… τρέξ’τι να δείτε τ’ν εικόνα τ’ς Αγίας Κυριακής π’ κλαίει». Μονομιάς ο χορός σταμάτησε, τα τραπέζια άδειασαν, κι ο κόσμος έτρεξε προς την εκκλησία να δει την εικόνα που έκλαιγε.
Τελικά όμως η Αγία Κυριακή δεν έκλαιγε, ούτε είχε κανένα λόγο για να κλάψει, καλά στεκόταν εκεί στεφανωμένη κι όμορφη, οι μόνοι που έκλαψαν στ’ αλήθεια ήταν οι καφετζήδες που έμειναν με τους λογαριασμούς απλήρωτους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο