Μια περιπέτεια στη Βρύση του Χάχαλη.

Αποτέλεσμα εικόνας για παλιές βρύσες φωτογραφίεσ
Μια περιπέτεια στη Βρύση του Χάχαλη.

Χειμώνας του 1942 προς 1943 κατοχή, πείνα, ανέχεια, όλα τα σκέπαζε ο φόβος και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Εννιάχρονος τότε, θα πρέπει να πήγαινα στη δευτέρα ή στη τρίτη του Δημοτικού. Για λόγους επιβίωσης περισσότερο αλλά και για  ασφάλεια μένανε τότε στον Κάμπο, μακριά απ’ τον κατακτητή και για τους ίδιους λόγους μένανε και πολλές άλλες οικογένειες. Η γόνιμη γη της Σάμου νηστικό δε σ’ αφήνει ποτέ.
Στο σχολείο πηγαινοερχόμουν με τα πόδια, Κάμπος – Μαραθόκαμπος κι αντίθετα, μια διαδρομή σε κακοτράχαλο μονοπάτι κοντά στα τέσσερα χιλιόμετρα. Δεν πήγαινα μόνος μαζευόμασταν μερικά παιδιά, όλα του Δημοτικού και κάθε μέρα, με κρύο ή με ζέστη, με βροχή ή χιόνι, κάναμε την διαδρομή αυτή, ξυπόλυτοι σχεδόν όλοι με τα χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά ρούχα μας. Ίσως αυτή η καθημερινή  δοκιμασία και το τρέξιμο για το ποιος θα βγει πρώτος, να ήταν μια καλή προετοιμασία, μια σπουδαία προπόνηση, για όταν αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 μαθητής του Γυμνασίου τότε, πήρα μέρος, δυο φορές μάλιστα, στους Πανκυκλαδικούς μαθητικούς αγώνες στη Σύρο στο αγώνισμα δρόμου των εκατό μέτρων.
Η τσάντα μου με μια πλάκα με κοντύλι κι ένα πολυμεταχειρισμένο βιβλίο που πήγαινε από χέρι σε χέρι, ήταν από Ιταλικό αντίσκηνο, μου την είχε ραμμένη ένας τσαγκάρης γερό πράμα. Κάθε μέρα που ξεκινούσα η μάνα μου έριχνε μέσα μια χεριά καψαλισμένες στο φούρνο καρούμπες για κολατσιό, εγώ όμως πάντα έπαιρνα και καμιά παραπανίσια για να δώσω και σε κανένα συμμαθητή μου που κι αυτές ακόμα πολύς κόσμος τις στερούταν. Δύσκολοι καιροί που να μη σώσει να ξανάρθουν.    
Κάποια χειμωνιάτικη μέρα ήρθε στο σχολείο ένα κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού για να μας κάμουν κάποιο εμβόλιο, τι εμβόλιο ήταν δεν ήξερα ούτε έμαθα ποτέ, ποιος θα μας έδινε λογαριασμό τότε. Μας πατούσαν μια ένεση στα πισινά και δρόμο. Τα παιδιά ήταν πολλά, δυο πλήρη Σχολεία είχε τότε ο Μαραθόκαμπος, όταν σχολνούσαμε γέμιζε το χωριό παιδομάνι. Η σειρά της τάξης μου άργησε κι όταν εμβολιάστηκα πήρα δρόμο τρέχοντας μόνος για τον Κάμπο. Το βράδυ ερχόταν, υπολόγιζα όμως ότι θα προλάβαινα, θα έφτανα νωρίς πριν σκοτεινιάσει, τ’ άλλα παιδιά είχαν φύγει νωρίτερα
Στο δρόμο ένοιωσα το πόδι που μου είχαν κάνει το εμβόλιο να μουδιάζει, όσο προχωρούσα η κατάσταση χειροτέρευε κι όταν έφτασα στη λεγόμενη βρύση του Χάχαλη με μεγάλη δυσκολία περπατούσα.
Άρχισα να φοβάμαι, για το τόπο αυτό είχα ακούσει φοβερές ιστορίες απ’ τον Μπάρμπα Γιάννη το γείτονά μας, που τον λέγανε κι αλαφροΐσκιωτο γιατί όπως  μας έλεγε έβλεπε συχνά νεράιδες και φαντάσματα. Όταν είμαι μόνος έρχονται και μου κάνουν συντροφιά, ποτέ δεν με πειράξανε μας έλεγε. Μέχρι τις κουβέρτες μου τινάζουν και το κρεβάτι μου ετοιμάζουν. Για τη θέση αυτή, με την πυκνή βλάστηση, τα  νερά και τους ίσκιους, μας είχε διηγηθεί τις πιο τρομακτικές ιστορίες με νεράιδες και φαντάσματα, ακόμα και με φτερωτά άλογα, που τις άκουγα με πολύ περιέργεια και με μεγάλη δίψα. Εδώ ήταν μαζεμένα όλα, εδώ ήταν το βασίλειό τους, στου Χάχαλη τη βρύση.
Μπουσουλώντας και κουτσαίνοντας απομακρύνθηκα όσο μπορούσα μακρύτερα απ’ τον άγριο αυτό τόπο, το καλύβι μας όμως ήταν μακριά, κανένα κατοικημένο δεν υπήρχε εκεί γύρω κι ούτε διαβάτης φαινόταν για να μου προσφέρει βοήθεια. Η ώρα ήταν περασμένη, η νύχτα ήταν κοντά και δε περίμενα κανένα. Σε λίγο θα σταματούσε η κυκλοφορία και στο χωριό.
Βρέθηκα σε απελπιστική κατάσταση, φοβόμουν, έκλαιγα, φώναζα αλλά τίποτα, κανένας δε μ’ άκουγε, δεν θ’ άντεχα εκεί μέχρι το πρωί, θα χανόμουν σ’ αυτή την ερημιά απ’ το φόβο κι απ’ το κρύο.
Για μια στιγμή σα ν’ άκουσα βήματα, κάποιο θόρυβο, κάτι σα σαλάγημα ζώου, αναθάρρησα, ο φόβος μου έφυγε, κοίταξα προς τα εκεί και σε κάποια στιγμή είδα τον θείο μου τον Νικόλα, τον αδερφό της μάνας μου, να έρχεται με το γαϊδουράκι του.  Με βρήκε εκεί σε κακά χάλια με βοήθησε να κάμω καβάλα στο γάιδαρο, με πήγε μέχρι την αυλή του καλυβιού μας, μ’ άφησε κι έφυγε γιατί βιαζόταν όπως μου είπε, είχε να ετοιμάσει τα ζωντανά του.
Οι γονείς μου κατατρόμαξαν μόλις με είδαν εκείνη την ώρα, δεν με περίμεναν. Δεν είχαν ανησυχήσει όπως μου είπαν, γιατί είχαν πληροφορηθεί τα συμβάντα στο χωριό και νόμιζαν ότι θα είχα καταλήξει σε κάποιο συγγενικό μας σπίτι όπως είχα κάνει κι άλλες φορές. Τους διηγήθηκα την περιπέτειά μου, η αναπάντεχη παρουσία του θείου μου ήταν η σωτηρία μου. Χωρίς αυτόν θα ήμουν χαμένος.
Την επόμενη ή την μεθεπόμενη μέρα η μάνα μου συναντήθηκε με τον θείο μου τον ευχαρίστησε και του έκανε κουβέντα για το περιστατικό, τότε εκείνος που την άκουσε με μεγάλη περιέργεια, της δήλωσε άγνοια για το γεγονός κι ότι στο χωριό είχε ν’ ανεβεί από πολλές  μέρες πριν.

                                                                                Σάμος  6 – 11 - 2018

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο