Γιατί καιγόμαστε.


                            Γιατί καιγόμαστε. 
Απ’ τη δεκαετία του 1960 η γεωργία άρχισε προοδευτικά να εγκαταλείπεται. Σημαντικές εκτάσεις σήμερα μένουν χέρσες και μεγάλες εκτάσεις παραδοσιακών ελαιώνων κι άλλων ακόμα καλλιεργειών μένουν τελείως ακαλλιέργητες και δεν είναι λίγες κι αυτές που καλλιεργούνται πλημμελώς. Τα κοπάδια των γιδιών και των προβάτων, που έβοσκαν στους βοσκοτόπους του Κέρκη της Αμπέλου και αλλού, μειώθηκαν πάρα πολύ, και οικόσιτα ζώα, που δεν έλειπαν από κανένα γεωργικό σπίτι, πολύ ελάχιστοι διατηρούν. Τα ζώα εργασίας, μουλάρια, γαϊδούρια κι άλογα, απαραίτητο εξάρτημα κάθε γεωργού, έχουν γίνει σπάνιο είδος και τα αντικατέστησαν τα αγροτικά αυτοκίνητα, τα τρακτέρ και τα σκαπτικά. Τις εγκαταλειμμένες και πλημμελώς καλλιεργημένες αυτές εκτάσεις, που δεν καλλιεργούνται ούτε βόσκονται, τις βρίσκει το καλοκαίρι γεμάτες ξερά χόρτα, φρύγανα και θάμνους, που είναι έτοιμα ν’ αναφλεγούν με την πρώτη σπίθα.
Απ’ την ίδια εποχή τα υγραέρια αρχικά, το ηλεκτρικό ρεύμα και το πετρέλαιο στη συνέχεια, άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτατα. Τη θέση της φουφούς την πήρε η συσκευή υγραερίου και η ηλεκτρική κουζίνα, το τζάκι και τη ξυλόσομπα που έκαιγαν καυσόξυλα, απαραίτητα εξαρτήματα σε κάθε σπίτι, τα αντικατέστησαν το καλοριφέρ και η σόμπα πετρελαίου. Οι φούρνοι, τα καμίνια των κεραμοποιών και των αγγειοπλαστών, που χρειαζόταν πολλούς τόνους καυσόξυλα, χρησιμοποιούν πετρέλαιο, τα ασβεστοκάμινα που κι αυτά έκαιγαν μεγάλες ποσότητες από κλαριά και ξύλα χάθηκαν, κι ο ασβέστης εισάγεται.
Οι ταρσανάδες που μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια δούλευαν ασταμάτητα και χρησιμοποιούσαν πολλά κυβικά μέτρα Σαμιώτικης ξυλείας σταμάτησαν να λειτουργούν, μόνο ένας έμεινε στον Άγιο Ισίδωρο, ο οποίος υπολειτουργεί κι αποτελεί ένα απ’ τα καλά τουριστικά αξιοθέατα της Σάμου. Αλλά και οι ξυλουργοί στις οικοδομές και σε κάθε είδους ξύλινες κατασκευές, σπάνια χρησιμοποιούν εγχώρια ξυλεία. Συνήθως χρησιμοποιούν εισαγόμενη που είναι έτοιμη κι εύκολη στη κατεργασία.
Οι υλοτόμοι που έκοβαν ένα πεύκο νόμιμα και πέντε παράνομα και οι ξυλέμποροι δεν υπάρχουν πια, κι απ’ τους μονίμως παράνομους καρβουνιάρηδες ελάχιστοι έμειναν, που επιμένουν ακόμα να κατασκευάζουν κάρβουνα χρησιμοποιώντας ξύλα από κλαδέματα και καμένα ελαιόδεντρα, που προορίζονται αποκλειστικά για ψησταριές. Στα βυρσοδεψεία απ’ τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια άρχισαν να χρησιμοποιούν χημικές δεψικές ουσίες και οι αποφλοιωτές πεύκων, οι λεγόμενοι πιτ’κάδες, εξαφανίστηκαν απ’ τους πρώτους.
Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο απ’ τα δάση. Με τα τσίγγανα (ξερά φύλλα πεύκου) σκέπαζαν τα καμίνια τους οι καρβουνιάρηδες, το δαδί που έπαιρναν απ’ τους κομμένους κορμούς των πεύκων και περιείχαν μεγάλη ποσότητα ρητίνης, και τα κουκουνάρια, χρησίμευαν για προσάναμμα και για πρόχειρη φωτιά. Με τα ξηρά κλαδιά έκαιγαν τους κλαρόφουρνους που υπάρχουν ακόμα ερειπωμένοι δίπλα σε κάθε παλιά μισογκρεμισμένη αγροικία στην ύπαιθρο.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάστασης είναι η μεγάλη συσσώρευση δυσκολοδιάσπαστων και πολύ εύφλεκτων οργανικών υπολειμμάτων στα δάση και γενικά στην ύπαιθρο. Τα υλικά αυτά περικλείουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας και θρεπτικά για τα φυτά στοιχεία, τα οποία είναι φυσική ανάγκη να επανέλθουν στο έδαφος υπό ανόργανη μορφή, για να προσληφθούν απ’ τα φυτά και να επαναληφθεί ο κύκλος της ζωής. Κι αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος, το ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει η φωτιά.  
Τα ξερά χόρτα που υπάρχουν στα χέρσα και τις εγκαταλειμμένες καλλιέργειες καίγονται βίαια και δεν πλησιάζονται, ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος. Κατά την ώρα της φωτιάς δημιουργούνται ισχυρά ανοδικά ρεύματα, τα οποία παρασέρνουν αναμμένες τούφες που μπορούν να δημιουργήσουν νέες εστίες σε απόσταση ακόμα και διακόσια μέτρα. Αυτά γίνονται οι γέφυρες για να μεταφερθεί η φωτιά απ’ το ένα δάσος στο άλλο, σ’ αυτά οφείλεται το κάψιμο των ελαιόδεντρων, που σε καμιά περίπτωση δεν καίγονται από μόνα τους όταν είναι καθαρά, κι αυτά οδήγησαν τις φωτιές μέσα σε χωριά, έκαψαν σπίτια, και απείλησαν ακόμα και το τουριστικό Πυθαγόρειο όπου δεν υπάρχουν δάση. Πιο παλιά που βόσκοταν και καλλιεργούταν οι εκτάσεις αυτές, αποτελούσαν αντιπυρικές ζώνες και σταματούσαν τις φωτιές.
Κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφύλιου, οι φωτιές έκαιγαν ανεξέλεγκτα και καμιά απολύτως προσπάθεια δεν γινόταν για να τις σβήσουν. Στα καλλιεργημένα σταματούσαν μόνες τους κι ουδέποτε ζημιώθηκαν ελαιόδεντρα ή άλλες καλλιέργειες. Σήμερα οι φωτιές παίρνουν τεράστιες διαστάσεις, και παρά τις μεγάλες προσπάθειες και τα διαθέσιμα μέσα, σπάνιες έσβησαν πριν φτάσουν στη θάλασσα, κι όλα αυτά είναι συνέπεια της ανατροπής της οικολογικής ισορροπίας. Οι καταναλωτές, τα ζώα που κατανάλωναν τα χόρτα αυτά, δεν υπάρχουν πια.
Η νέα αυτή κατάσταση που διαμορφώθηκε δεν είναι καθόλου ευχάριστη, ενώ η διατήρησή της απαιτεί σημαντικό κόστος σε προσωπικό και μέσα. Ο φόβος για μια πυρκαγιά που θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο, λόγω της τεράστιας συσσώρευσης εύφλεκτων υλικών στα δάση και τις καλλιέργειες είναι πολύ μεγάλος και θα έχει ολέθρια αποτελέσματα όσα μέσα κι αν διαθέσουμε. Ή οργανική ύλη πρέπει κατ’ ανάγκη να επανέλθει στην ανόργανη μορφή για να ξαναρχίσει ο βιολογικός κύκλος. Είναι φυσικός κανόνας.    

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο