Το κισμέτ

Το καΐκι ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ που έπνιξε τους Ιταλούς στρατιώτες της Καρπάθου |  karpathiakanea.gr
                                                      Το κισμέτ                                              
 Λογοτεχνική Επιμέλεια Εμ. Ν. Κάρλα.
Δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό των Μαραθοκαμπιτών «Ο Φτεριάς».

Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου του 1943. Μέρες δύσκολες για το νησί μας και την πατρίδα. Μέρες πολέμου. Οι Ιταλοί απ’ τις 29 Αυγούστου είχαν ξεκινήσει μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών στην ύπαιθρο και τα χωριά της Δυτικής Σάμου. Για την επιτυχία μάλιστα του εγχειρήματος η Ιταλική Διοίκηση Αιγαίου είχε μεταφέρει ένα τάγμα μελανοχίτωνες απ’ τη Ρόδο στη Σάμο. Τους «ντόπιους» φρατέλους της μεραρχίας Κούνεο φαίνεται πως δεν τους εμπιστεύονταν τόσο  και είχαν τους λόγους τους, φυσικά.
Μέναμε τότε στον Κάμπο Μαραθοκάμπου μαζί μ’ αρκετές ακόμα οικογένειες, και πολύ πρωί εκείνη τη μέρα,29 Αυγούστου, ξεκινήσαμε με τη μάνα μου και μερικούς άλλους να πάμε στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη Του Θερμαστή στα Καρέικα που γιόρταζε. Πλησιάζαμε και η παρέα είχε μεγαλώσει, όταν ξαφνικά ακούσαμε να βροντούν τα κανόνια απ’ τα Ρείκια και το Μαραθόκαμπο. Οι όλμοι και τα πολυβόλα χτυπούσαν ασταμάτητα και οι πλαγιές από το Μενεγάκι μέχρι πέρα στο Μαύρο στεφάνι κάπνιζαν. Τα χάσαμε, οι γυναίκες δείλιασαν, δε ξέραμε τι γινόταν, μερικοί άνδρες που βρέθηκαν  μας καθοδήγησαν ν’ αραιώσουμε για να μη δίνουμε στόχο, και μέσα απ’ τους ελαιώνες να γυρίσουμε στα καλύβια μας. Στο χωριό, φαίνεται επικρατούσε φοβερός μπλόκος, αφού κανένας δε φαινόταν κάτι να μας πει, κάτι να μάθουμε, ακόμα και οι Ιταλοί των γύρω φυλακίων, που τους γνωρίζαμε με τα μικρά τους ονόματα, δεν μας έλεγαν τίποτα, ίσως να μη γνώριζαν κι αυτοί. Καταλαβαίναμε όμως όλοι ότι κάτι το πολύ σοβαρό συνέβαινε αυτή τη φορά, δεν ήταν σαν τις άλλες, τις προηγούμενες. Χαλασμός Κυρίου. Κανένας δε φαινόταν να μάθουμε κάτι, οι διαδόσεις έδιναν κι έπαιρναν όλες φανταστικές και ψεύτικες.
Η επιχείρηση αυτή δεν κράτησε πολύ, μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου, δέκα μόλις μέρες, μέσα στις λίγες αυτές μέρες πιάστηκαν κι εκτελέστηκαν σαράντα αθώοι άνθρωποι, που δεν ήταν αντάρτες, απ’ τη Καστανιά 27, απ’ τους Κοσμαδαίους 6, απ’ τον Μαραθόκαμπο 5, κι από ένας στο Καρλόβασι και στη Λέκα. Απ’ τους αντάρτες μόνο ένας που πιάστηκε στα βοϊδοκάλυβα, στο δρόμο προς τον όρμο, κι εκτελέστηκε στο νεκροταφείο του Μαραθοκάμπου.
Αργότερα υποστηρίχτηκε από πολλούς, και δεν φαίνεται να είχαν άδικο, ότι ένας απ’ τους όρους του Τσόρτσιλ για την υπογραφή της συνθηκολόγησης, της παράδοσης στη πραγματικότητα, της Ιταλίας, ήταν και η εκκαθάριση της Σάμου απ’ τους κομμουνιστές αντάρτες, παρόλο που δεν ήταν όλοι τους κουμουνιστές. Και πραγματικά, ενώ η Ιταλία κατέρρεε διέθεσε σημαντικές δυνάμεις για τη δίωξη των ανταρτών όσο ποτέ άλλοτε, κι ενώ οι διαπραγματεύσεις για την συνθήκη οπωσδήποτε είχαν αρχίσει.  Το βέβαιο είναι πάντως ότι οι Άγγλοι προόριζαν τη Σάμο κι άλλα ακόμα νησιά ως δώρο στους Τούρκους για την είσοδό τους στο πόλεμο και το ΕΑΜ του Νησιού ήταν το μεγάλο εμπόδιο σ’ αυτά τους τα σχέδια. 
Ανάμεσα στα θύματα και ο γείτονας μας, ο Γιάννης ο Ευσταθίου, ο επονομαζόμενος Γολγοθάς. Ήταν καιρός που ο κυρ Γιάννης, θεός σχωρέστον, είχε κατέβει από τον Μαραθόκαμπο στον Κάμπο και έμενε σ’ ένα καλύβι κάπου κοντά στο δικό μας. Ήταν καλός και τίμιος άνθρωπος κι είχε κάποιες δοσοληψίες με τους αντάρτες και το ΕΑΜ. Άλλοι λέγανε πως ήταν κι ο ίδιος αντάρτης κι άλλοι ότι ήταν συνεργάτης και τροφοδότης τους. Φαίνεται όμως πως κάτι σοβαρό συνέβαινε με τον κυρ’ Γιάννη γιατί οι Ιταλοί τον συνέλαβαν, τον ανακρίνανε, υποσχέθηκε, όπως έλεγε ο ίδιος, ότι θα είναι ήσυχος και δεν θα ξαναδώσει αφορμή και του έδωσαν κι αυτοί άφεση αμαρτιών και την υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να τον ενοχλήσει κανένας, υπόσχεση που λίγο αργότερα την πλήρωσε ακριβά.
Κάποια μέρα στις αρχές του Σεπτέμβρη, κι ενώ οι επιχειρήσεις βρισκόταν σε εξέλιξη, ο πατέρας μου, ο γνωστός Τζώρζης κι ο Στέλιος ο Ισιδώρου ο μετονομαζόμενος Βοτσαλάς,  έσκαβαν ένα χωράφι στην άκρη του κάβου, κάτι θα έσπερναν εκεί και το ετοίμαζαν, τα όσπρια και τα λαχανικά ήταν πολύτιμα τότε, αυτά και το λάδι μας κράτησαν ζωντανούς, κι εκείνη την εποχή  απόκτησαν τη μεγαλύτερη τιμή που γνώρισαν ποτέ στην ιστορία τους.
Λίγο πριν το μεσημέρι, φάνηκε κι ο Γιάννης, κι όλοι μαζί κάθισαν στον ίσκιο μιας καναπίτσας, που ακόμα υπάρχει εκεί, να ξεκουραστούν και να στρίψουν τσιγάρο. Προϊόν της Σάμου ο καπνός, υπήρχε άφθονος, πρόβλημα όμως ήταν το τσιγαρόχαρτο. Παλιές εφημερίδες, περιοδικά, τετράδια και αναγνωσματάρια έγιναν τσιγαρόχαρτα, ο γείτονάς μας ο δάσκαλος ο Στάθης Παπαγιαννάκης μοσχοπούλησε, με αντάλλαγμα φυσικά, τα περιοδικά «Ο θεατής» που κυκλοφορούσε προπολεμικά και διέθετε ολόκληρη στοίβα. 
Εκεί που τα λέγανε, ένα τσούρμο ανθρώπων φάνηκε απ’ τ’ ανατολικά πέρα απ’ του Σπανού τον πύργο, του Παυλή σήμερα, να έρχεται προς το μέρος μας και όταν πλησίασαν διακρίναμε ότι μπροστά πήγαιναν πολίτες κι ακολουθούσαν πάνοπλοι Ιταλοί μελανοχίτωνες, μαζεύοντας όλους τους ενήλικες άνδρες που εύρισκαν στη διάβα τους. Οι τρείς άνδρες κατάλαβαν τι επρόκειτο να συμβεί, ότι σε λίγο θα τους μάζευε κι αυτούς η τράτα με άγνωστα αποτελέσματα, και τότε μεταξύ του Στέλιου και του Γιάννη επακολούθησε η επόμενη στιχομυθία.
 - Βρε Γιάννη, απ’ ότι ξέρω κάποια επιβαρυντικά στοιχεία υπάρχουν εις βάρος σου, έλα στα γρήγορα πριν φτάσουν να σε κρύψω σ’ ένα ξεροπήγαδο που βρίσκεται παραπάνω και να ρίξω μερικά ξερόκλαδα και ξύλα από πάνω για να μη φαίνεται, μέχρι να περάσει το κακό.
- Όχι, δε χρειάζεται Στέλιο, οι Ιταλοί αξιωματικοί στον Όρμο μου υποσχέθηκαν ότι δεν πρόκειται να μ’ ενοχλήσει ποτέ κανένας και να μη φοβάμαι, αρκεί να μη δώσω αφορμή.
- Οι Ιταλοί του όρμου Γιάννη είναι αρνιά, αυτοί που έρχονται είναι λύκοι, τους ξέρω απ’ την Αλβανία, δεν αστειεύονται, δε λογαριάζουν τίποτα, κάνε γρήγορα Γιάννη, φτάνουνε.
Ο Γιάννης σκεφτότανε, δεν άκουγε κανένα, σα κάποια φωνή, η φωνή του πεπρωμένου να του φώναζε, μην ακούς κανένα Γιάννη, αυτό σου είναι γραμμένο, μη προσπαθείς ν’ αλλάξεις τίποτα, δεν είναι δυνατό, αυτή είναι η μοίρα σου, δεν αλλάζει.
Οι Ιταλοί πλησίασαν, ο Γιάννης ήταν ανένδοτος, δεν άλλαξε γνώμη, χρόνος πια δεν υπήρχε, τους μάζεψαν και τους τρεις κι έμεινα μόνος, δέκα χρονών παιδί, να κάθομαι κάτω απ’ τη καναπίτσα και να  βλέπω το κοπάδι που οδηγούσαν οι φασίστες ν’ απομακρύνεται προς τις Άσπρες, μέχρι που χάθηκαν πίσω απ’ τον κάβο και μέσα στις ελιές.
Το μεσημέρι, όπως μας έλεγαν μετά, σταμάτησαν στο Στενό, πάνω απ’ το Χαντάκι και μετά από αρκετή ώρα αναμονής και αγωνίας, άρχισε η ανάκριση. Περνούσε ένας ένας και οι Ιταλοί κοιτούσαν μη τυχόν και τ’ όνομά του βρισκόταν στους καταλόγους που διέθεταν κι αν τον είχαν δει ποτέ να έχει δοσοληψίες με τους αντάρτες οι δυο Ιταλοί πρώην αιχμάλωτοι των ανταρτών τους οποίους είχαν πρόσφατα ελευθερώσει. Απ’ τ’ απόγευμα άρχισαν να επιστρέφουν, το βραδάκι προς το σούρουπο είχαν γυρίσει όλοι, μόνο ο Γιάννης δε γύρισε, τ’ όνομά του, δυστυχώς, υπήρχε στο κατάλογο.
Το πρωί ήρθε μια τράτα με συνοδεία ντόπιων Ιταλών στρατιωτών, πήραν τον Ισιδώρου για να τους οδηγήσει στο τόπο συγκέντρωσης απ’ όπου πήραν το Γιάννη για τα περαιτέρω. Αυτή ήταν η μοίρα του Γιάννη του επονομαζόμενου Γολγοθά. Σήμερα, μετά από εξήντα επτά ακριβώς χρόνια που ποιος τον θυμάται και ποιος τον σκέπτεται, ας είναι αυτή η έγγραφη κατάθεση  ένα λιτό μνημόσυνο γι’ αυτόν και για όλους τους άλλους γνωστούς και αγνώστους που έδωσαν την ζωή τους τα δίσεκτα εκείνα χρόνια για την ελευθερία της πατρίδας.

                                                      Κάμπος Μαραθοκάμπου 1η Σεπτεμβρίου 2010


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο