Οι αρπκούνις.

Αποτέλεσμα εικόνας για συκα φωτογραφιες


                                   Οι αρπκούνις.
Τα σύκα κατά την αρχαιότητα θεωρούταν απ’ τα πιο πολύτιμα φρούτα, τα συνέδεαν με τον Διόνυσο, την Δήμητρα και τον Πυθαγόρα. Οι Αθηναίοι με νόμο απαγόρευαν την εξαγωγή τους απ’ την Αττική και συκοφάντης ήταν εκείνος που κατάγγελνε ψευδώς κάποιον για παράνομη εξαγωγή σύκων, απ’ όπου και η λέξη συκοφαντία. Έχει πολλά σάκχαρα και μεγάλη θρεπτική αξία κι είναι απ’ τα πολυτιμότερα φρούτα για τον οργανισμό, τρώγετε νωπό και ξηρό και πιο παλιά είχε μεγάλη εκτίμηση απ’ όλους.
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες, τα δίφορα, που ωριμάζουν δυο φορές το χρόνο, Μάιο με Ιούνιο και Αύγουστο με Σεπτέμβριο, οι πρώιμες που ωριμάζουν νωρίς τον Αύγουστο και οι όψιμες που φτάνουν μέχρι τα Χριστούγεννα, οι άσπρες, οι μαύρες και δε συμμαζεύεται.
 Αρπκούνις το σύκο κι αρπκνιά η συκιά, όπως τα λέμε στο Μαραθόκαμπο, είναι μια ποικιλία μαύρων δίφορων σύκων που είναι πολύ νόστιμα και γλυκά κι εκτιμώνται ιδιαίτερα στη Σάμο και ιδίως η πρώτη παραγωγή. Η ονομασία προέρχεται απ’ την Ιταλική ονομασία της rebuccuna, ρεμπουκούνα την ονομάζουν και στην Ήπειρο. (Μεν. Ζαφειρίου, Το γλωσσικό ιδίωμα της Σάμου, σελ. 351) Στ’  ανατολικά χωριά της Σάμου, είναι γνωστή με τα ονόματα μπούκνες και μπουκνιά αντίστοιχα ο καρπός και το δένδρο. Ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης τις συνδέει με τις αμαμηλίδες, καρπό που αναφέρει ο Αέθλιος, ο οποίος ωρίμαζε δυο φορές το χρόνο και παράγονταν μόνο στη Σάμο. (Α τόμος σελ. 252). Καμιά όμως σχέση δε φαίνεται να υπάρχει γιατί δίφορες συκιές υπάρχουν πολλές κι όχι μόνο στη Σάμο.  
Μια μεγάλη τέτοια συκιά είχε ο Μπαρπαγιάννης στον Αγριλιώνα φορτωμένη αρπκούνις, μεγάλες σα κανατάκια, μαύρες και γυαλιστερές σα λουστρίνια, όποιος τις έβλεπε έτρεχαν τα σάλια του, ο γέρος όμως τις φύλαγε μέρα νύχτα, η φτώχια ήταν μεγάλη τότε και οι κλέφτες πολλοί. Είχε κάνει ένα φριτζάτου και δεν το κουνούσε ρούπι ο γέρος, εκεί κοιμότανε.
Κάποια μέρα πέρασε μια παρέα αγυιόπαιδα, απ’ αυτά που ότι έβλεπαν δεν το άφηναν και βάλθηκαν να φάνε τα σύκα του Μπαρπαγιάννη. Ντύθηκαν λοιπόν το βράδυ με παλιά ρούχα, φόρεσαν κάτι αποκριάτικά καπέλα με κέρατα, κι ο πιο μεγάλος που παρίστανε τον αρχιδιάβολο, πήγε και κάθισε κοντά στο φριτζάτο για να βλέπει και ν’ ακούει ο γέρος, χτύπησε το μπαστούνι του σε μια πέτρα και φώναξε τον πρώτο:
-- Για έλα συ τζουρζουβίλ, τι κακό κατάφιρις σήμιρα;
-- Έβαλα ένανι κι μαχαίρουσι τη γ’ναίκα τ’.
-- Μπράβου τζουρζουβίλ, βγες απάν’ στ’ν αρπκνιά κι φάει όσις αρπκούνις μπουρείς.
-- Συ Βελζεβούλ έλα κουντά, τι κακό έκαμις σήμιρα;
-- Έβαλα κι τσακουθήκανι δυο κι ου ένας έβγαλι του ματ’ τ’ αλ’νού.
-- Μπράβου κι σι σένα βελζεβούλ, βγες κι συ απάν’ κι φάει όσις αρπκούνις μπουρείς.
-- Συ κ’τσουνούρ’ τι κατάφιρις; ρωτά τον τρίτο, τον πιο μικρό.
-- Ιγώ δε κατάφιρα τίπουτα, αλλά θα τα καταφέρου τώρα, θα γδεις πλάκα π’ θα ‘χ’.
-- Τι θα κάμ’ς; τι θα καταφέρ’ς;
-- Θα κάψου κείνου του φριτζάτου που ‘νι κ’ δα πέρα, κάθιτι  μέσα κι ένας γέρους, άντι πάου κι αναβόσβησε έναν παλιό αναπτήρα.
-- Μπράβου, συ θα πας μπρουστά, δοστ’ ντουμάν’, κάψ’τουνι μαζί μι του γέρου κι έλα να φας όσις αρπκούνις μπουρίς. Του είπε μεγαλόφωνα για να τα ακούσει ο γέρος.
Όλη αυτή την ώρα ο γέρος καρφωμένος στη θέση του άκουγε κι έβλεπε με γουρλωμένα μάτια, η καρδιά του χτυπούσε σα του λαγού, σταυροκοπιότανε συνεχώς, δεν έμεινε Άγιος που να μη τον επικαλεσθεί, κι έλεγε ψιθυριστά, για να μην του πάρουν οι διάβολοι τη φωνή, όσες προσευχές και τροπάρια ήξερε, οι σατανάδες όμως ήταν απτόητοι, τίποτα δεν τους έπιανε, δεν έλεγαν να το κουνήσουν. Όταν μάλιστα άκουσε και το τελευταίο, ότι θα τον έκαιγαν με το φριτζάτο, πετάχτηκε και μ’ όση δύναμη του είχε μείνει πήρε δρόμο να φύγει όσο το δυνατό πιο μακριά. Έτσι οι νεαροί ξαλάφρωσαν τη συκιά με την ησυχία τους, έφαγαν και πήραν όσες αρπκούνις μπορούσαν, και του γέρου ακόμα τρέμουν τα φυλλοκάρδια του, ακόμα να συνέλθει απ’ τη λαχτάρα που έπαθε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο