Η ΦΡΥΝΗ



                                            Η ΦΡΥΝΗ
Το πραγματικό της όνομα ήταν Μνησαρέτη και είχε γεννηθεί στις Θεσπιές, γύρω στο 371 π.Χ. Ήταν κόρη του πάμφτωχου Επικλή, οι φιλοδοξίες όμως της νεαρής την οδήγησαν στην Αθήνα, όπου έχτισε τη λαμπρή της καριέρα.
Η Φρύνη ήταν μια απ’ τις διασημότερες, ίσως η πιο διάσημη, εταίρα της αρχαιότητας κι είχε συγκεντρώσει τόσα πλούτη, που προσφέρθηκε να χτίσει ξανά τα τείχη της Θήβας, που είχε καταστρέψει ο Μέγας Αλέξανδρος το 336 π.Χ. Το μόνο που ήθελε να γράψουν μία επιγραφή που θα έλεγε: «Καταστράφηκαν από τον Αλέξανδρο, επισκευάστηκαν από τη Φρύνη την εταίρα». Οι Θηβαίοι απέρριψαν την πρότασή της, από φόβο μήπως προσβάλουν τον Αλέξανδρο.
Ξεκίνησε να εργάζεται ως αυλητρίδα, όταν έγινε εταίρα, άλλαξε το όνομά της σε Φρύνη και μ’ αυτό έμεινε γνωστή. Το όνομα «Φρύνη» προερχόταν από τους μικρούς βατράχους, που είναι σχεδόν διάφανοι όταν γεννιούνται. Το δέρμα της εταίρας ήταν εξίσου λευκό και αψεγάδιαστο.
Όπως και πολλές άλλες εταίρες, φημιζόταν για τις «τσιμπημένες» τιμές της, μία νύχτα μαζί της κόστιζε μία μνα, ποσό τεράστιο. Λέγεται μάλιστα ότι η Φρύνη άλλαζε τις τιμές, ανάλογα με τον πελάτη, προσέφερε δωρεάν της υπηρεσίες της στον φιλόσοφο Διογένη, που τον εκτιμούσε πολύ, ενώ όταν αντιπαθούσε κάποιον, αρνούνταν να τον δεχτεί όσα χρήματα κι αν της έδινε.
Κάποια στιγμή, την προσέγγισε κι ο ρήτορας Ευθίας. Η Φρύνη απέρριψε όλες του τις προτάσεις, γιατί τον θεωρούσε πολύ άσχημο και αγενή. Ο Ευθίας θίχτηκε και την έσυρε στο δικαστήριο, με την ψευδή κατηγορία της εισαγωγής ξένης θρησκείας. Εκεί την υπερασπίστηκε ο πρώην εραστής της, ο ρήτορας Υπερείδης. Παρά το ανυπόστατο της κατηγορίας όμως, η δίκη δεν εξελισσόταν αίσια για την εταίρα, και λίγο πριν παρθεί η τελική απόφαση, ο Υπερείδης τράβηξε την εταίρα στο κέντρο του δικαστηρίου για να την βλέπουν όλοι, και χωρίς να πει κουβέντα, τράβηξε τα ρούχα της και αποκάλυψε το εκθαμβωτικά όμορφο κορμί της. Οι δικαστές τα έχασαν, νόμισαν ότι είχαν μπροστά τους την ίδια τη Θεά Αφροδίτη, την εποχή εκείνη, πίστευαν ότι η σωματική ομορφιά είχε σχέση με το ήθος και την εύνοια των Θεών. Οι δικαστές πίστεψαν ότι αν καταδίκαζαν αυτή τη γυναίκα, θα καταδίκαζαν την αγαπημένη των Θεών και την αθώωσαν.
 Ένας απ’ τους διασημότερους πελάτες της εταίρας, ήταν ο γλύπτης Πραξιτέλης. Την είδε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια μιας γιορτής, που η Φρύνη χωρίς καμία ντροπή, έλυσε τα μαλλιά της, έβγαλε το χιτώνα της και βούτηξε στη θάλασσα. Πολύ γρήγορα, ο Πραξιτέλης έγινε ένας απ’ τους πιο αφοσιωμένους εραστές της Φρύνης. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν ο μόνος που αγάπησε πραγματικά η εταίρα. Η Φρύνη έγινε η μούσα του γλύπτη και με πρότυπο εκείνη, έφτιαξε 3 αγάλματα. Το πρώτο το αγόρασαν οι Κνίδιοι και έγινε ξακουστό ως η Αφροδίτη της Κνίδου. Το δεύτερο ήταν από πεντελικό μάρμαρο και ο Πραξιτέλης το δώρισε στη γενέτειρα της Φρύνης, στις Θεσπιές, και το τρίτο που ήταν ολόχρυσο στήθηκε στους Δελφούς.
Η Φρύνη είχε βάλει στοίχημα, ότι κανείς άντρας δεν μπορούσε να αντισταθεί στα κάλλη της κι επέλεξε ως θύμα της τον φιλόσοφο Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα και δάσκαλο του Δημοσθένη. Πήγε στο σπίτι του και του ζήτησε να διανυκτερεύσει εκεί, με τη δικαιολογία ότι την κυνηγούσαν ληστές. Ο Ξενοκράτης τη φιλοξένησε. Την νύχτα όμως η Φρύνη μπήκε κρυφά στο δωμάτιο του Ξενοκράτη και ξάπλωσε δίπλα του. Ο φιλόσοφος δεν ενέδωσε στον πειρασμό, της ζήτησε να επιστρέψει στο δωμάτιό της και η Φρύνη υπάκουσε απογοητευμένη. Την επόμενη μέρα, όταν γνωστοποιήθηκε η αποτυχία της, η Φρύνη προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας: «Στοιχημάτισα να νικήσω άνθρωπο, όχι άγαλμα». Η εταίρα συνέχισε να ασκεί το επάγγελμά της ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Ο αισθησιασμός και η γοητεία της δεν εξασθένησαν με την πάροδο του χρόνου. Υπολογίζεται ότι πέθανε γύρω στα 310 π.Χ.

Αφορμή σχετικό ποίημα απ’ το «Εθνικόν ημερολόγιον του 1898» το οποίο παραθέτω.
                      
                  Η ΦΡΥΝΗ
Χαμένη η ρητορική που χυν’ ο Υπερίδης
Κι’ υπερασπίζεται θερμά πελάτη αγαπημένο.
Οι δικαστάδες άπονοι σαν πέτρα, θε να κρίνουν
Κι΄αλύπητα θα παιδευτεί η όμορφη κακούργα.

Θα παιδευτεί! και την κυτά μ’ απελπισιά εκείνος
Τα παρακάλια του, οι φωνές άδικα παν, χαθήκαν
Στη φυλακή, στο κώνειο σε λίγο θα της φέρουν.
Α! όχι. Πρέπει γρήγορα, πρέπει να τη γλυτώσει.

Κι’ από τη λύπη σαν τρελός πετιέτ’ ορμά ξεκίζει
Τα ρούχα που της έκρυβαν τα στήθη τα χιονάτα.
-- Κυτατ’ εδώ στους δικαστές φωνάζει απελπισμένα,
Καταδικάστ’ αν σας βαστά, τέτοια ‘μορφιά και κάλλη!

Άφωνοι στέκονται βουβοί και μ’ ανοιχτό το στόμα
Ρίχνουν με πόθο τη ματιά στα γυμνωμένα στήθη,
Το χέρι απ’ τη συγκίνηση πετάει το κοντύλι
Που θα ‘γραφε το θάνατο – κι’ αθώα ειν’ η Φρύνη

1 Ιουνίου 97                Μ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΥΔΗΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο