Ο πετεινός της γειτόνισσας.

Κόκορα, Κοκοράκι, Πουλί



                     Ο πετεινός της γειτόνισσας.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του πενήντα που απαγορεύτηκε, οι κότες, όπως και τα γουρούνια, κυκλοφορούσαν ελεύθερα στους δρόμους των χωριών, και κάθε σπίτι σχεδόν είχε μερικές κότες και κάποιο μικρό χώρο, το κοτέτσι, για κατοίκιασμα το βράδυ. Φάρμακα δεν υπήρχαν, ούτε τις εμβολίαζαν, οι ίδιοι τις πολλαπλασίαζαν βάζοντας κλώσες κι όταν εμφανιζόταν καμιά αρρώστια, που δεν ήταν σπάνιες, τις θέριζε. Σ’ αυτό συντελούσε και το ότι κυκλοφορώντας ελεύθερες ερχόταν σε άμεση επαφή μεταξύ τους κι εύκολα μεταδιδόταν το μόλυσμα.
 Κότες είχε και η κυρά Ουρανία, η καλοστεκούμενη γειτόνισσα του Αλέξη του τσαγκάρη, είχε μάλιστα κι ένα καλοθρεμμένο λεβέντη κόκορα, που τον έβλεπε Αλέξης κι έτρεχαν τα σάλια του. Πολύ θα ήθελε να τον έχει στο τραπέζι του μ’ ένα καλό κρασί, κι όποτε τον άκουγε να λαλεί ευχόταν χαμηλόφωνα, «τάφους σ’ η κ’λιά μ’ κερατά». 
Κάποια μέρα που ο λεβέντης κόκορας της κυρά Ουρανίας έκοβε τσάρκες κάτω απ’ το παράθυρο του εργαστηρίου του Αλέξη, του κατέβηκε η ιδέα και φωνάζει στη σύζυγο.
-- Γ’ναίκα, βάλι μ’ ένα ούζου.
-- Σκέτου; Δεν έχου τίπουτα για μιζέ Αλεξ’.
-- Βάλι ένα κουμματ’ ψουμί μουνάχα, δε χρειάζετι τίπουτα άλλου.
Πήγε το ούζο κι ο Αλέξης άρχισε να μουλιάζει στο ούζο το ψωμί και να το ρίχνει στο πετεινό που το καταβρόχθιζε με μεγάλη όρεξη. Δεν χρειάστηκε πολύ, μερικά κομμάτια κι πετεινός άρχισε να παραπατάει, μια να πέφτει και μια να σηκώνεται, και τότε φωνάζει ο Αλέξης.
-- Κυρά Ουρανία, κυρά Ουρανία, για βγες, μ’ φαίνιτι ότι ου πιτ’νός σ’ είνι άρρουστους, πρέπ’ αμέσους να τουν απομακρύνουμε για να μη κουλλήσ’νι  κι άλλις κότις.
Βγαίνει η κυρά Ουρανία, βλέπει τον πετεινό σε κείνα τα χάλια και με έκπληξη λέει.
-- Πάει του π’λί μ’, ουλόκληρους πιτ’νος, κρίμα, κι τουν είχα για τα Φώτα, τι να τούνι κάμου τώρα; λειπ’ κι ου Μανόλ’ς, που να ‘νι; πουλύ άργησι σήμιρα.
-- Μη στ’ναχουριέσι κυρά Ουρανία, θα βουηθήσου ιγώ, της είπε ο Μαστρ-Αλέξης, τώρα π’ θα πάου στου κήπου, θα τουνι πάρου ν’ ανοίξου ένα λάκκου ‘κ’δα σι μια άκρη να τουνι χώσου. Ησύχασι, ίσους τα καταφέρουμι να γλυτώσ΄νι τουλάχιστο οι άλλις κότις, να μη κουλλησ’νι κι αυτές κι ξεκουτιαστούμε όπους προπιρ’σ’. 
Τσουβάλιασε τον κόκορα ο Αλέξης, στον κήπο τον έσφαξε, τον καθάρισε παράχωσε τα φτερά και την Κυριακή τον έφαγε, συνοδευόμενο με μια μπουκάλα καλό κρασί, που του χάρισε η κυρά Ουρανία για την εξυπηρέτηση που της πρόσφερε.   

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τζαμί στη Σάμο.

Πως χτίστηκε ο Προφήτης Ηλίας του Κέρκη.

ο προσκύνημα του Τζωρτζ Μπους στη Αγία Παρασκευή στο Μαραθόκαμπο